«”Ακουσε, παιδί μου, να σου ειπώ. Ή τελεία αγάπη είναι να πούλησης όλα σου τά πράματα, νά τά δώσης ελεημοσύνη καί νά πηγαίνης καί εσύ νά εύρης κανένα αύθεντη νά πουληθής σκλάβος. Καί όσα πάρης, νά τά δώσης όλα. Νά μη κράτησης ένα άσπρο. Ή μπορείς να το κάμης αυτό να γένης τέλειος; Βαρύ σου φαίνεται…
Δέν ημπορείς να το κάμης αυτό; Κάμε άλλο: Μη πουληθής εσύ σκλάβος. Μόνο πούλησε τα πράματά σου. Δώσε τα όλα ελεημοσύνη. Το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σού φαίνεται και αυτό.
Ας έλθωμε παρακάτω. Δεν ημπορείς να δώσης όλα σου τα πράγματα. Δώσε τα μισά. Δώσε από τα τρία ένα. Δώσε από τα πέντε ένα. Ακόμη βαρύ σου φαίνεται.
Κάμε άλλο. Δώσε από τα δέκα ένα. Τό κάμνεις; Ακόμη βαρύ σου φαίνεται.
Κάμε άλλο. Μη κάμης ελεημοσύνη. Μη πουληθής σκλάβος. Άς έλθωμε παρακάτω: Μη πάρης τό ψωμί του άδελφού σου, μη πάρης τό έξωφόρι του. Μη τόν κατατρέχεις. ΜΗ ΤΟΝ ΤΡΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ. Μήτε καί αυτό τό κάμνεις;
“Ας έλθωμε παρακάτου. Κάμε άλλο: Τόν εύρήκες τόν αδελφό σου μέσα είς την λάσπην καί δέν θέλεις νά τόν έβγάλης. Καλά. Δέν θέλεις νά του κάμης καλό. Μη του κάμης κακό. ‘Αφησέ τονε.
Πώς θέλομεν νά σωθούμεν, αδελφοί μου, τo ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Που να πάμε παρακάτου. Δέν έχομε νά κατεβούμεν. Ό Θεός είναι εύσπλαγχνος. Ναι. Μά είναι καί δίκαιος. Έχει καί ράβδον σιδηράν. Λοιπόν άν θέλωμεν νά σωθούμεν πρέπει νά έχωμεν την άγάπην εις τόν Θεόν καί είς τους αδελφούς μας».