ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Όσες φορές ο άνθρωπος προσεγγίζει αυτόν τον κόσμο μέσα από τον τρόπο ζωής του, η αγάπη για τα υλικά πράγματα ριζώνει μέσα του.
Ταράζεται συνεχώς λόγω της φροντίδας για αυτά, και εξαιτίας τους μαλώνει με άλλους και αιχμαλωτίζεται από τις φιλίες ορισμένων ανθρώπων. Όταν όμως η διάνοιά του προκόβει στην μελέτη του μέλλοντος αιώνα, μία θεωρία δίχως εικόνα κινείται κάθε στιγμή μέσα του. Με ελπίδα προσδοκά εκείνα που δεν βλέπει και λησμονεί τα παρόντα.
Μερικές φορές λησμονεί ακόμα και τον εαυτό του, καθώς βυθίζεται σε αυτά τα νοήματα, και καταφρονεί τους λογισμούς του για τα ορατά πράγματα. Με τον ίδιο τρόπο περιφρονεί και τους λογισμούς και τις πράξεις, όση ώρα ασχολείται με αυτό. Η αγάπη, η οποία υπάρχει αναμεμιγμένη στην πνευματική καθοδήγηση ορισμένων προσώπων εξαλείφεται από την καρδιά του, και η μοναδική εκείνη φιλία, η οποία δεν έχει ανάγκη τη θέα των προσώπων για να τα αγαπά, εγκαθίσταται στην ψυχή του.
Η θύμηση των ανθρώπινων πραγμάτων υποκαθίσταται σταδιακά από τη διάνοιά του και η ενατένιση των κρυφών πραγμάτων αυξάνει μέσα του, αποκτά δύναμη και αφανίζει τους σωματικούς λογισμούς, και από ‘κει και πέρα αυτός παραιτείται από τα φθαρτά τόσο, όσο είναι δυνατό στη φύση. Αν δεν ήταν η θύμηση της φύσης, η οποία τον κινεί κάθε φορά που στερείται κάτι από τα αναγκαία, η διάνοιά του θα ήταν τον περισσότερο καιρό συγκεντρωμένη σε απερίσπαστη ενατένιση εκείνων των μελλόντων. Και εξαιτίας αυτών εκείνος φαίνεται άμυαλος στα μάτια των σοφών ολόκληρου αυτού του κόσμου. Η μνήμη του εξασθενεί και όταν εξετάζεται από την ανθρώπινη γνώση, μοιάζει με άνθρωπο απλοικό.
Μακάριος είναι ο άνθρωπος που κρίθηκε άξιος για αυτά τα πράγματα! Τα δάκρυα δεν παύουν να στάζουν από τα μάτια του, όταν στρέφεται μέσα του και αναλογίζεται εκείνα με τα οποία πλανώνται οι άνθρωποι, και γιατί αυτά παραχωρήθηκε να υπάρχουν, και ότι σε αυτά όλο το ανθρώπινο γένος προσκολλάται, και ποιος κόπος και ποια απάτη υπάρχει εξαιτίας αυτών. Λέγεται για τον Παύλο ότι, επειδή τέτοιοι λογισμοί κυρίευαν την ψυχή του, για τρία ολόκληρα χρόνια δε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που ανάβλυζαν μέσα του. Αυτή η μελέτη συνενωμένη με τα δάκρυα επικρατεί στον άνθρωπο όταν αισθανθεί την ελπίδα των μελλόντων και κατόπιν στρέψει το νού του στα πράγματα αυτού του κόσμου και στο πόσο σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου συγκρινόμενη με την ελπίδα που βρίσκεται για αιώνες στους ουρανούς. Εξαιτίας αυτού του πένθους γίνεται σαν νεκρός απέναντι σε όλα τα πρόσκαιρα και την φροντίδα τους, και όλα τα ψυχικά και σωματικά πάθη νεκρώνονται σε αυτόν.
Ας το θυμόμαστε αυτό αγαπητοί μου, κι ας καταφρονήσουμε τα παρόντα όσο μπορεί ο καθένας μας, γιατί έτσι θα πλησιάσουμε σιγά σιγά με τους λογισμούς μας στα μέλλοντα αγαθά. Αν ο άνθρωπος δεν πιεστεί στην αρχή και αν κάπου κάπου δεν περιφρονεί όσα βρίσκονται μπροστά στα μάτια του, έτσι ώστε να μπορέσει σταδιακά να τα εγκαταλείψει και να προχωρήσει μπροστά, καθώς θα πληθύνεται μέσα του η ενατένιση και η μελέτη των μελλόντων αγαθών, ποτέ δεν θα μπορέσει να υψωθεί πάνω από το σώμα του μέσα στη ζωή του. Γιατί αν οι οδοιπόροι δεν προχωρούν μέρα με τη μέρα προς τα εμπρός, καλύπτοντας τη διαδρομή τους, αλλά απεναντίας στέκονται σε έναν τόπο, ο δρόμος μπροστά τους ποτέ δεν πρόκειται να λιγοστέψει και ποτέ δεν πρόκειται να φτάσουν στο τέρμα του δρόμου τους. Έτσι και εμείς: αν δεν πιέζουμε τους εαυτούς μας λίγο λίγο, ποτέ δεν πρόκειται να αποκτήσουμε τη δύναμη για να απομακρυνθούμε από τα σωματικά, για να ατενίσουμε προς τον Θεό.
Εδώ είναι η θεική σοφία: επειδή είναι τόσο δύσκολο να ξεφύγει ο άνθρωπος από τα σωματικά, άπαξ και παγιδευτεί από ένα από αυτά, οφείλει να αγωνίζεται προσπαθώντας να σταθεί πάνω από αυτά. Με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος θα μπορέσει να λιγοστέψει τους λογισμούς του και η διάνοιά του – εξαιτίας της ελάττωσης των φροντίδων της – θα μπορέσει να αφοσιωθεί στην ενατένιση κάποιου άλλου πράγματος. Δεν εννοώ με αυτά ότι δεν πρέπει να φροντίζουμε για τις ανάγκες μας – γιατί αυτό είναι αναγκαίο – μην τυχόν και σε αντίθετη περίπτωση στερήσουμε από την ύπαρξή μας και την ίδια τη ζωή. Όμως δεν πρέπει να κάνουμε αυτό κύριο έργο μας και να βάλουμε δεύτερο το έργο του Θεού. Αλλά περισσότερο προσέχοντας το έργο του Θεού, να αφήνουμε στον Θεό τη φροντίδα για το πράγμα αυτό, διότι είναι καλύτερο να δείχνουμε την εμπιστοσύνη μας στον Θεό, παρά στον εαυτό μας.
Αλλά ακόμα κι αν ο άνθρωπος επιχειρούσε να καταφρονήσει τα γήινα παντελώς για χάρη των πνευματικών, εγώ δεν θα το θεωρούσα αυτό αξιόμεμπτο, καθώς έχουμε τόσες παροτρύνσεις από την Γραφή, οι οποίες μας διδάσκουν να ενδυναμώνουμε τον εαυτό μας στην ελπίδα μας. Είναι γραμμένο: «Ο Κύριος εγγύς· μηδεν μεριμνάτε» και ο Δαβίδ λέει: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, oι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Ο Κύριός μας πρόσταξε σε μας επίσης και είπε: «Μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ αυξήσατε την μνήμην των μελλόντων, και δεν θέλετε στερηθή ταύτα τα γήινα πράγματα, άτινα είναι τόσον αναγκαία λόγω των απαιτήσεων της φύσεως».
Μακάρι ο Κύριος να μας στέλνει τη χάρη του, ώστε η αγάπη Του να πληθύνεται μέσα μας, ώστε με τη συνεχή σκέψη Του να λησμονήσουμε τον κόσμο και τα πράγματά του, βρίσκοντας λύτρωση από τα δεσμά του. Και αντί για αυτά τα πολλά δεσμά, μακάρι να μας αξιώσει να δεθούμε με τον έναν εκείνο δεσμό, ο οποίος ποτέ δεν λύνεται από εκείνους που Τον αγαπούν, δηλαδή τον δεσμό της βασιλείας των ουρανών. Μακάρι να δεθούμε με αυτόν τον δεσμό και να κριθούμε άξιοί του μυστηρίου εκείνων των αγαθών, των οποίων η εκπλήρωση εναπόκειται στον μέλλοντα αιώνα, με την βοήθεια εκείνων που το προγεύτηκαν σε αυτή την ζωή. Μακάρι κι εμείς να το αποκτήσουμε και να αποκτηθούμε από αυτό, με τη δύναμη που εκπορεύεται από αυτό, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.