Αυτό είναι ή αγάπη του Χριστού προς τον άνθρωπο: ή λύτρωση από τον θάνατο. Λέει ή δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματικά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την αμαρτία του, από την κόλαση… αυτή είναι ή γνήσια αγάπη προς τον άνθρωπο.
Άπατα εαυτόν όποιος νομίζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.
Θα ρωτήσει κάποιος: και ή αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Και ή αγάπη του συζύγου προς την σύζυγο; Και ή αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά αγάπη; Τα ονομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη άλλα είναι άραγε έτσι; Όλα αυτά δεν έχουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε.
Αν ό πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ίσιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την αμαρτία, παρά μονάχα τα χαϊδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει. Αν πάλι, ό σύζυγος αγαπά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ό φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.