Με την ευλογία του Θεανθρώπου το «ον» τους διαδόθηκε και «επεκτάθηκε» σε «παν-όν» και αυτοί πλέον με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και των θαυματουργικών δυνάμεων Του, μόνιμα αισθάνονται τον «εαυτό» τους ένα με όλους τους ανθρώπους και με όλα τα δημιουργήματα. Δηλαδή αισθάνονται ένα με όλες τις «θλίψεις», τα «βάσανα» και «στενοχώριες» των ανθρώπων στη γη, αλλά και με όλες τις «χαρές» τις «εκστάσεις» και «μακαριότητες» των αγγέλων στον ουρανό. Αυτοί είναι θεοειδείς παν-αισθανόμενοι και παν-συναισθανόμενοι. Η καρδιά τους σαν παν-καρδιά, αισθάνεται όλες τις χαρές όλων των όντων σαν δικές της και όλα τα βάσανα σαν δικά της και όλους τους θανάτους σαν δικούς της και όλες τις αμαρτίες σαν δικές της και όλα τα μαρτύρια σαν δικά της.
Η ψυχή τους σαν παν-ψυχή, διαπερνάει όλα τα όντα και όλα τα δημιουργήματα και καθένα απ’ αυτά τα αισθάνεται σαν δικό της και διαμέσου όλων αυτών προσεύχεται για ολόκληρο το σύμπαν και για όλα που βρίσκονται σ’ αυτό.
Ο οφθαλμός τους είναι παν-οφθαλμός, η συνείδησή τους παν-συνείδηση, ο νους τους πα ν-νους, η ζωή τους παν-ζωή. Γιατί σ’ αυτούς όλα αυτά τα δίνει και όλα αυτά τα ενεργεί ο μεγαλύτερος θαυματουργός όλων των κόσμων, η εκκλησία του Χριστού. Αυτή, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και την αγάπη του Κυρίου Ιησού Χριστού, τον «νου» τους τον μεταμορφώνει σε «καθολικό» νου της εκκλησίας, τη ψυχή τους σε «καθολική» ψυχή της εκκλησίας, τον οφθαλμό τους σε «καθολικό» οφθαλμό της εκκλησίας και αυτοί πλέον «ατελεύτητοι» με όλες τις θεανθρώπινες «ατελευτότητες» της εκκλησίας του Σωτήρος, ζουν με την καθολική «παν-ψυχή» της εκκλησίας.
Και εξαιτίας όλων αυτών, αυτοί αισθάνονται με την «καθολική παν-καρδιά» της εκκλησίας, με την αθάνατη και αιώνια καθολική «παν-ψυχή» της εκκλησίας και εξαιτίας όλων αυτών, αυτοί πραγματικά ζουν, και σκέπτονται και αισθάνονται και βλέπουν και διαλογίζονται και πράττουν με τη χάρη του τρισηλίου Θεού και Κυρίου «εκ του πατρός, διά του υιού, εν Αγίω πνεύματι».
Από πού προέρχεται αυτό; Από εκεί που ο «Θαυμαστός» και «Θαυματουργός» φιλάνθρωπος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός σύνδεσε τον εαυτό Του με ό,τι είναι δικό τους. Σύνδεσε «διά της χάριτος» την καρδιά τους με ό,τι είναι στους ουρανούς και με ό,τι είναι στη γη. Και πριν απ’ αυτό, σύνδεσε αυτούς με τον εαυτό Του. Με τον Πανάγαθο, τον Πανοικτίρμονα, τον Παν-ελεήμονα, τον Παντογνώστη, τον Παν-ορώντα και Παντεπόπτη, τον Παν-αισθάνοντα και Παν-συναισθάνοντα Θεό και Κύριο. Φόρεσε αυτούς στον Εαυτό του με το Άγιο βάπτισμα και αυτοί ενδύθηκαν «εν Αυτώ». Τους «πλήρωσε»-γέμισε με τον εαυτό Του, με κάθε «πλήρωμα» Θεϊκό διαμέσου της θείας κοινωνίας και των λοιπών αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και αυτοί ακούραστα «αυξάνουν» την «αύξησιν του Θεού» σε όλες τις θεανθρώπινες «ατελευτότητες», σε όλες τις χωρίς όρια τελειότητες Αυτού.
Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει για την τελειοποίηση τους ποτέ κανένα τέλος. ?,τι έγινε στο παρελθόν το λησμονούν και προχωρούν πάντα μπροστά «τα μεν οπίσω επιλανθανόμενοι τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φι-λιπ, 3,14), γιατί σε αυτούς αξίζει (και ενδιαφέρει) να φτάσουν «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,13), έχοντες πάντοτε μπροστά στα μάτια τους τη ψυχή και απέναντι στα ακούσματα της «υπάρξεώς» τους τον τέλειο σκοπό των χριστιανικών αγώνων και αρετών. «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος έστιν» (Ματθ. 5,48).
Η τελειότητά τους δεν θα έχει τέλος ευαγγελίζεται ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γιατί η διακοπή στην «ανάπτυξη» θα σήμαινε και τέλος των δεσμών με τον ατελεύτητο. Δεν υπάρχει τέλος στο δρόμο αυτών που πηγαίνουν προς τον ατελεύτητο. Πες μου πώς αυτοί μπορούν να φτάσουν στο τέλος του «ατελεύτητου»; Αυτό είναι παντελώς αδύνατο και απραγματοποίητο. Τέτοια σκέψη δεν μπορεί να περάσει από τη διάνοια των «αγίων» (δηλ. χριστιανών) ούτε εδώ στη γη, όσο ακόμη είναι στο σώμα, ούτε εκεί στον ουρανό, όταν μεταφερθούν κοντά στο Θεό. Θα είναι «σκεπασμένοι» από το φως της «θεϊκής δόξας», θα είναι καταυγασμένοι απ’ αυτήν, θα φεγγοβολούν και θα τέρπονται μέσα σ’ αυτήν και σίγουρα ξέρουν, με πλήρη και τέλεια πεποίθηση ότι η τελειοποίηση τους θα είναι χωρίς τέλος και η «πρόοδος» τους στην «δόξα» θα είναι αιώνια.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους επιστολή του Απ. Παύλου»