ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Αλλά επειδή είμαστε και άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε και σε ραθυμία, γι’ αυτό όταν περάσει και η πρώτη και η δεύτερη και η τρίτη ώρα μετά την προσευχή και δεις ότι η θερμότητα που είχες σιγά σιγά πηγαίνει να σβήσει, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε τη σκέψη σου που πάγωσε.
Και αν το κάνης αυτό όλη την ημέρα, διαθερμαίνοντας τα ενδιάμεσα διαλείμματα με την πυκνότητα των προσευχών, δεν θα δώσεις δικαίωμα στον διάβολο να εισχωρήσει στους λογισμούς σου.
Και αυτό που κάνουμε όταν γευματίζουμε και πρόκειται να πιούμε, που όταν βλέπουμε ότι κρύωσε το ζεστό νερό, το ξαναβάζουμε στη χύτρα για να ζεσταθεί γρήγορα, αυτό ας κάνουμε και εδώ˙ τοποθετώντας την προσευχή στο στόμα μας, σαν πάνω σε κάρβουνα ας ανάβουμε πάλι τη σκέψη μας στην ευλάβεια και ας μιμούμαστε τους οικοδόμους.
Εκείνοι, όταν πρόκειται να κτίσουν πλιθιά, επειδή δεν είναι σταθερό το υλικό, σφίγγουν την οικοδομή με μακριά ξύλα˙ και δεν το κάνουν αυτό σε αραιά διαστήματα, αλλά πυκνά, για να κάνουν με αυτά τα ξύλα πιο ανθεκτικό το δέσιμο των πλιθιών.
Το δυνατό της αδιάλειπτης προσευχής
Αυτό κάνε και συ˙ σφίγγοντας όλες σου τις βιοτικές πράξεις με τις συνεχείς προσευχές, σαν με ξύλινα ζωνάρια, περίφραξε από παντού τη ζωή σου.
Αν λοιπόν ενεργείς έτσι, και αν ακόμη φυσήξουν αμέτρητοι άνεμοι και πειρασμοί και στενοχώριες και κάποιοι αηδείς λογισμοί, και αν συμβεί οτιδήποτε κακό, δεν θα μπορέσει να γκρεμίσει το σπίτι εκείνο που είναι στηριγμένο με τόσες πυκνές προσευχές.
Και πώς είναι δυνατό, λέγεις, κοσμικός άνθρωπος, που είναι προσηλωμένος στο δικαστήριο, κάθε τρεις ώρες της ημέρας να προσεύχεται και να τρέχει στην εκκλησία; Είναι δυνατό και πολύ εύκολο˙ και αν δεν είναι εύκολο να πας στην εκκλησία, καθώς στέκεσαι εκεί μπροστά στις πόρτες και είσαι προσηλωμένος στο δικαστήριο, είναι δυνατόν να προσευχηθείς˙ διότι δεν χρειάζεται τόσο φωνή, όσο σκέψη˙ ούτε έκταση των χειρών, όσο τεντωμένη ψυχή˙ ούτε κάποια στάσι, αλλά πίστη˙ διότι και αυτή η Άννα δεν εισακούσθηκε επειδή έβγαλε δυνατή φωνή, αλλά επειδή φώναξε δυνατά μέσα στην καρδιά της.
Διότι λέγει:
«Η φωνή της δεν ακουόταν», αλλά την άκουγε ο Θεός.
Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και πολλοί άλλοι, και ενώ ο άρχοντας μέσα φώναζε, απειλούσε, έκαμνε άσεμνες χειρονομίες, μαινόταν, αυτοί στεκόμενοι μπροστά στις κλειστές πόρτες και λέγοντας λόγια προσευχής με το νου τους, όταν μπήκαν μέσα τον μετέβαλαν και τον καταπράυναν και τον έκαναν ήμερο από άγριος που ήταν˙ και δεν εμποδίσθηκαν καθόλου ούτε από τον τόπο, ούτε από την ώρα, ούτε από τη σιωπή για την προσευχή αυτή.