ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Αν η Ανάσταση του Χριστού δεν ήταν πραγματική, τότε οι Απόστολοι – που σαν Τον είδαν δεμένο σκορπίστηκαν -, πως θα είχαν την δύναμη και την ώθηση να σπείρουν στα πέρατα της οικουμένης ένα φανταστικό γεγονός και να αντιστέκονται στις απειλές από ακονισμένα ξίφη, πυρακτωμένα τηγάνια και στους καθημερινούς μύριους θανάτους;
Αν δεν Τον έβλεπαν Αναστημένο και δεν είχαν μέγιστη απόδειξη της δυνάμεώς Του, δεν θα διακινδύνευαν τη ζωή τους…
Ρωτάνε πολλοί: Γιατί, μόλις αναστήθηκε ο Κύριος, να μην φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θα αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Το ότι δεν υπήρχε όμως τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού τόσο, που ήθελαν να σκοτώσουν και Αυτόν και τον Λάζαρο. Αφού λοιπόν, όταν ανέστησε άλλον, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον Του, αν τους φανερωνόταν όταν αναστήθηκε ο Ίδιος, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν’ αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάστηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλαδή σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα, που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ’ τα καρφιά και το τραύμα απ’ την λόγχη. Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή Του μεγάλα και εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί η ίδια η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν, ότι έφαγε και ήπιε.
Είδες ότι είναι λαμπρό το τρόπαιο της Αναστάσεως του Χριστού; M’ αυτήν έχουν έρθει σ’ εμάς τα άπειρα αγαθά, μ’ αυτήν διαλύθηκε η απάτη των δαιμόνων, μ’ αυτήν περιγελούμε το θάνατο. Με την ανάσταση περιφρονούμε την παρούσα ζωή, μ’ αυτήν επιθυμούμε σφοδρά τα μέλλοντα αγαθά. M’ αυτήν, ενώ έχουμε σώμα, δεν έχουμε τίποτε λιγότερο, από τις ασώματες δυνάμεις, αν θέλουμε.
Κανείς από όσους ζουν ορθή ζωή δεν δυσπιστεί για την ανάσταση, αλλά προσεύχονται κάθε ημέρα λέγοντας εκείνη την αγία λέξη: «Ας έρθει η βασιλεία Σου» (Mατθ. 6,10). Ποιοι λοιπόν είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ανάσταση; Εκείνοι που ακολουθούν μολυσμένες οδούς και ακάθαρτο βίο…
Αν δεν υπήρχε Ανάσταση, με ποιο τρόπο θα βεβαιώνεται η δικαιοσύνη του Θεού, εφόσον σ’ αυτή τη ζωή ευημερούν τόσοι πονηροί και ασεβείς και από την άλλη μεριά τόσοι αγαθοί πονούν και υποφέρουν;
Όλοι μεν θα αναστηθούν, όχι όμως όλοι για να ζήσουν αιώνια με τον Θεό. Θα αναστηθούν, άλλοι μεν για την κόλαση, άλλοι για τη Ζωή. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς ο Χριστός «θα Αναστήσει», αλλά είπε: «θα Ζωοποιήσει», πράγμα πολύ ανώτερο της Αναστάσεως, που μόνο στους δικαίους θα δωρηθεί.