Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι’ αυτά, τα σπάργανα του Χριστού.
Αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι’ αυτό τα ‘χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμη τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος που προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πως αληθινή είναι και η ουράνια γέννηση του, αδιάψευστη είναι και η επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα.
Στον ουρανό είναι ο μόνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ο μόνος που γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεώς Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεώς Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ο Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Η Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε η ουράνια γέννησή Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε η ενανθρώπησή Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε η Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ο Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννηση Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ό,τι άφορα το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου που κατευθύνει τα πάντα.
Τι φυσικότερο από το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Άλλα και Τι πιο παράδοξο από το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Το αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
Τι να πω και τι να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη που γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον που γεννήθηκε. Άλλα τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ο Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε η φυσική τάξη και ενέργησε η θεία θέληση.
[irp posts=”320126″ name=”Ο χάλκινος όφις και η Γέννηση του Χριστού”]
Πόσο ανέκφραστη είναι η ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ο άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ό,τι βλέπουμε παρά σ’ ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ’ αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ο Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ’ αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα! Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό! Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο
κι ασώματο! Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως… τούτο είναι το θέλημά Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή· με δόξα να ντύσει την ευτέλεια· και την προσβολή σ’ αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μού προσφέρει το Πνεύμα Του. Μού χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει· μού δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ήσ. 7:14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έθαψε το νήμα· Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία Τον γέννησε η οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε· η Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα, εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο· οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά. Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ’ εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο που ο ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος που έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος που έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος που από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη που νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε. Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό η Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως. Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Άλλα πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ο Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ο διάβολος, που είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννηση Του. Γι’ αυτό γεννιέται από παρθένα·
Γι` αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη· γι’ αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ο παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ’ αυτόν λοιπόν που θ’ αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε η Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει που θα γεννηθεί ο Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας»; (Ματθ. 2:4) Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους που ήρθε στον κόσμο;
Ο Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι’ Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε , η Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Αλλ’ από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ»; (Μιχ. 5:1)
Πολύ καλά είπε ο προφήτης «από σένα». Από σάς προήλθε και παρουσιάστηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα τι ωφέλιμοι εχθροί που είστ’ εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πως το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.
Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.