Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: Πριν από την προπατορική πτώση, η σωματική και η πνευματική όραση του ανθρώπου ήταν υπερβολικά δυνατές.
Μετά την πτώση και εξαιτίας της, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσαμε να πούμε πως ο μεταπτωτικός άνθρωπος, σε σύγκριση με τον προπτωτικό, είναι τυφλός σωματικά και πολύ περισσότερο πνευματικά.
Ο νους και η καρδιά μας έχουν τυφλωθεί. Εξαιτίας αυτής της τυφλότητας, ο νους δεν μπορεί να ξεχωρίσει τους ορθούς λογισμούς από τους πλανεμένους και η καρδιά δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα πνευματικά αισθήματα από τα εμπαθή, ιδιαίτερα όταν τα τελευταία δεν είναι προφανή. Λόγω, λοιπόν, της νοητικής και καρδιακής τυφλότητάς μας, όλες οι ενέργειές μας καταντούν λίγο ή πολύ λαθεμένες. Γι’ αυτό ο Κύριος αποκάλεσε τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, αν και μορφωμένους, «μωρούς και τυφλούς» (Ματθ. 23:17,19) και «τυφλούς οδηγούς τυφλών» (Ματθ. 15:14), που ούτε οι ίδιοι μπαίνουν στη βασιλεία των ουρανών, ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν (Ματθ. 23:14).
Στη γνήσια χριστιανική άσκηση, η χάρη του Θεού, την οποία έχουμε λάβει με το άγιο Βάπτισμα, αρχίζει να μας θεραπεύει λίγο-λίγο από την πνευματική τυφλότητα μέσω της μετάνοιας και της κατανύξεως. Έτσι, σταδιακά, από την κατάσταση της τυφλότητας μπαίνουμε στην κατάσταση της θεωρίας. Στην κατάσταση αυτή, εκείνος που βλέπει είναι ο νους, γι’ αυτό και οι πατέρες την ονομάζουν νοητή, αλλά και πνευματική, καθώς είναι δώρο και καρπός του Αγίου Πνεύματος.
Απ’ αυτή την άποψη η θεωρία διαφέρει από την όραση. Η όραση είναι φυσική σ’ όλους τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος μπορεί να δει, όποτε το θελήσει. Ικανοί για τη θεωρία, όμως, είναι μόνο εκείνοι που έχουν καθαρθεί με τη μετάνοια. Κι αυτοί, πάντως, δεν φτάνουν στη θεωρία από μόνοι τους, αλλά όταν το πανάγιο Πνεύμα του Θεού θελήσει να κοινωνήσει με το πνεύμα τους. Η διδασκαλία περί των νοητών ή πνευματικών θεωριών έχει διατυπωθεί με κάθε σαφήνεια και λεπτομέρεια από τον όσιο Πέτρο τον Δαμασκηνό σε έργο του που περιέχεται στον τρίτο τόμο της Φιλοκαλίας (Περί των οκτώ νοητών θεωριών).
Η κατάνυξη είναι η πρώτη πνευματική αίσθηση που δίνεται στην καρδιά από τη θεία χάρη. Είναι η γεύση μιας θεόσταλτης θλίψεως ανάμικτης με μιαν ευλογημένη παρηγοριά, που ανοίγει μπροστά στον νου μια θέα αόρατη ως τότε σ’ αυτόν. Από την πνευματική αίσθηση της κατανύξεως γεννιέται η πνευματική θεωρία, σύμφωνα με το ψαλμικό «γευθείτε και θα δείτε» (Ψαλμ. 33:9), η οποία με τη σειρά της επιτείνει την αίσθηση.
«Από την έμπονη εργασία (των αρετών)», γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «γεννιέται η άμετρη θέρμη, που αναπτύσσεται στην καρδιά από λογισμούς θερμούς, πρωτοφανέρωτους στη διάνοια. Αυτή η εργασία και η προσοχή, όταν είναι έντονες, κάνουν τον νου λεπτό και ικανό να βλέπει (ό,τι του ήταν ως τότε αόρατο). Αυτή η θέαση, αυτή η θεωρία, όπως ονομάζεται, προκαλεί στο βάθος της ψυχής τους θερμούς λογισμούς που ανέφερα. Η θεωρία γεννά τη θέρμη (που τη γέννησε). Και από τη θέρμη, που αναπτύσσεται από τη χάρη της θεωρίας, γεννιέται η ροή των δακρύων» (Λόγος Θ’, 1).
Όσο διαρκεί η αίσθηση, διαρκεί και η θεωρία. Όταν τελειώνει η αίσθηση, τελειώνει και η θεωρία. Με τρόπο άγνωστο έρχεται, με τρόπο άγνωστο απομακρύνεται. Δεν εξαρτάται από τη δική μας θέληση ή προαίρεση, αλλά από τη θεία πρόνοια. Η πύλη της πνευματικής θεωρίας είναι η ταπείνωση. Η διαρκής κατάνυξη συνοδεύεται από διαρκή θεωρία.
Θεωρία είναι η μελέτη και η πνευματική οικείωση της Καινής Διαθήκης. Η διακοπή της κατανύξεως συνεπάγεται διακοπή της κοινωνίας με την Καινή Διαθήκη και έναρξη της κοινωνίας με την Παλαιά. Τότε, αντί να επικρατεί στην ψυχή η ταπείνωση, που δεν αντιστέκεται στο κακό (βλ. Ματθ. 5:39), επικρατεί η δικαιοσύνη, που ανταποδίδει «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» (Εξ. 21:23-25, Λευϊτ. 24:20-21, Δευτ. 19:18-21). Γι’ αυτό ο όσιος Σισώης ο Μέγας, αναστενάζοντας, έλεγε: «Την Καινή Διαθήκη διαβάζω και στην Παλαιά επιστρέφω» (Γεροντικό, αββάς Σισώης 35).
Όποιος θέλει να παραμένει διαρκώς στην κατάσταση της κατανύξεως και της πνευματικής θεωρίας, πρέπει να οικειωθεί σταθερά την ταπείνωση με την αυτομεμψία και τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, απορρίπτοντας ολοκληρωτικά την αυτοδικαίωση και την κατάκριση των άλλων.
Η πρώτη πνευματική θεωρία είναι η επίγνωση των αμαρτιών, που ως τότε ήταν σκεπασμένες από τη λήθη και την άγνοια. Ο ασκητής, βλέποντάς τες διαμέσου της κατανύξεως, αποκτά αμέσως εμπειρική γνώση της προηγούμενης πνευματικής του τυφλότητας, την ύπαρξη της οποίας δεν είχε συνειδητοποιήσει. Μόλις, όμως, υποχωρήσει η κατάνυξη, αυτή η θεωρία χάνεται. Επανέρχεται, όταν επανέλθει και η κατάνυξη. Ο ασκητής περνά εμπειρικά από την επίγνωση των αμαρτιών του στη γενικότερη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της εμπάθειας της πεσμένης του φύσεως. Από τη θεωρία της δικής του πτώσεως οδηγείται σταδιακά στη θεωρία της πτώσεως ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους.
Στη συνέχεια του αποκαλύπτεται, σταδιακά πάλι, ο κόσμος των πεσμένων πνευμάτων. Τα πνεύματα αυτά τα γνωρίζει και τα μελετά μέσ’ από τα πάθη του, μέσ’ από τον αγώνα που κάνει εναντίον τους, μέσ’ από τους λογισμούς και τις φαντασίες και τα αισθήματα που του προξενούν. Η πλανεμένη και απατηλή εικόνα της επίγειας ζωής, που πρωτύτερα του φαινόταν ατέλειωτη, τώρα χάνεται από μπροστά του. Αρχίζει πια να βλέπει το όριό της –τον θάνατο. Αρχίζει να μεταφέρεται νοερά στην ώρα του θανάτου, στην ώρα της αδέκαστης κρίσεως του Θεού.
Θεωρώντας την πτώση του, αντιλαμβάνεται πόσο αναγκαίος είναι ο Λυτρωτής. Εφαρμόζοντας τις εντολές του Κυρίου, διαπιστώνει τη θεραπευτική τους δράση στα πάθη του και τη ζωογονητική τους επενέργεια στην εξασθενημένη ψυχή του. Έτσι, αποκτά ζωντανή πίστη στο Ευαγγέλιο και αρχίζει να το κηρύσσει έμπρακτα με τη διαγωγή του. Στο Ευαγγέλιο, σαν σε καθρέφτη, βλέπει πολύ καθαρά την πτώση του, την πτώση όλης της ανθρωπότητας και την πτώση των πονηρών πνευμάτων.
Περιοριστήκαμε στην αναφορά των θεωριών που είναι αναγκαίες και που γίνονται σύντομα προσιτές στον προσεκτικό αγωνιστή. Και κλείνουμε την αναφορά αυτή με τα λόγια του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού: «Ο νους δεν μπορεί να φτάσει στην απάθεια από μόνη την πράξη (δηλαδή μόνο από την πρακτική εξάσκηση των αρετών και τις σωματικές ασκήσεις), αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και ποικίλες θεωρίες» (Περί αγάπης Β’, 5).
Είναι πολύ φυσικό να φτάσει ο νους μας σε κατάσταση απάθειας, όταν τα αισθήματα της πεσμένης μας φύσεως αντικατασταθούν από αισθήματα πνευματικά, που συνοδεύουν την κατάνυξη, και όταν οι λογισμοί της πεσμένης μας φύσεως αντικατασταθούν από λογισμούς πνευματικούς, που σχηματίζονται από την αποκτημένη μέσω των πνευματικών θεωριών γνώση.
Από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Έργα 5. Λόγος για τα πνεύματα – λόγος για τον θάνατο (απόσπασμα). Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014