Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος: Εγίναμε όλοι ευσεβείς μόνο σ’ ένα πράγμα, στο να κατηγορούμε τους άλλους ως ασεβείς. Χρησιμοποιούμε ως δικαστάς μας τους άθεους, ρίχνουμε τα άγια στους σκύλους και πετούμε μπροστά στους χοίρους τα μαργαριτάρια, κοινολογώντας τα ιερά σε αυτιά και ψυχές ασεβών
. Εκτελούμε οι τρισάθλιοι ακριβώς τις επιθυμίες των εχθρών μας και δεν ντρεπόμαστε να ζούμε σε πλήρη ανηθικότητα. Ξένοι εντελώς προς την πίστιν μας, σωστοί Μωαβίται και Αμμανίται, οι οποίοι ούτε επιτρέπονταν να πλησιάσουν την Εκκλησία του Κυρίου, ερευνούν και αλωνίζουν μέσα στα αγιώτατά μας.
Ανοίξαμε σ’ όλους όχι τις πύλες της δικαιοσύνης, αλλά περάσματα εμπαιγμού και αυθαδείας εναντίον αλλήλων κι είναι για μας άριστος, όχι εκείνος που δεν εκστομίζει μάταιο λόγο από φόβο Θεού, άλλα οποίος τύχει να είπει εναντίον του άλλου τις περισσότερες κατηγορίες, είτε ανοιχτά, είτε υπονοούμενα, οποίος δηλαδή δημιουργεί ζητήματα με τη γλώσσα του, ή για να το πούμε πιο σωστά, χύνει σαν φίδι δηλητήριο.
Προσέχουμε ακόμη τις αμαρτίες των άλλων, όχι για να πονέσουμε γι’ αυτές, αλλά για να τους ειρωνευτούμε· όχι για να τους θεραπεύσουμε, άλλα για να τους κτυπήσουμε απ’ επάνω· κι έχουμε ως απολογία των δικών μας αμαρτιών τις παραβάσεις των άλλων! Παραδεχόμαστε καλούς και κακούς όχι κατά τα έργα τους, άλλα ανάλογα με την έχθρα ή τη φιλία μας· κι ό,τι επαινούμε στον ένα σήμερα, αύριο το κακίζουμε για τον άλλον κι όσα οι άλλοι καταγγέλλουν, εμείς τα καμαρώνουμε και με προθυμία συγχωρούμε το κάθε τι στον ασεβή. Τόσο μεγαλόψυχοι είμαστε απέναντι της κακίας!
Όλα κατάντησαν όπως στην αρχή, όταν δεν υπήρχε κόσμος, ούτε η τωρινή τάξις και διαμόρφωση· τότε που ήταν όλα ανακατωμένα και ανώμαλα κι εχρειάζονταν το χέρι και τη δύναμη που τα ετακτοποίησε. Κι αν θέλης ακόμη, βρισκόμαστε σαν σε πόλεμο μέσα σε νυκτερινό σκοτάδι με το αμυδρό φως της σελήνης, χωρίς να ξεχωρίζουμε τις μορφές εχθρών και φίλων ή σαν σε ναυμαχία και ταραχή, με καταδρομή άνεμων και ισχυρήν ορμή ρευμάτων, μ’ επιδρομή κυμάτων, με συγκρούσεις πλοίων, με συμπλοκή κονταριών, με φωνές κελευστών, με θρήνους πληγωμένων, πνιγμένοι από ξένους ήχους και σε κατάσταση απορίας, και μη έχοντας καιρό γι’ ανδρείες πράξεις, αλλοίμονο τι παθαίνουμε, πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλον και σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας.
Και δεν είναι τέτοια η κατάσταση του λαού μόνο, ενώ οι ιερείς είναι καλύτεροι· παρά φαίνεται τώρα καθαρά να εφαρμόζεται το σαν κατάρα άλλοτε ειπωμένο,«εκατάντησε ο ιερεύς σαν το λαό». Κι ούτε πάλι είναι τέτοιοι οι πολλοί, ενώ οι ανώτεροι του λαού και προϊστάμενοι καλύτεροι· παρά κι αυτοί πολεμούν φανερά τους κληρικούς, χρησιμοποιώντας την ευσέβεια ως όπλο για να εξαναγκάσουν τους άλλους σε υπακοή. Κι όσοι μεν παθαίνονται για ζητήματα πίστεως και τα υψηλότατα θέματα της θεολογίας, κι εγώ δεν τους κατηγορώ· μάλιστα, για να ειπώ την αλήθεια και τους επαινώ και χαίρω μαζί τους και εύχομαι να είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς που αγωνίζονται για την αλήθεια και μισούν το ψεύδος· κι ακόμη μπορώ και να το καυχηθώ ότι θα είμαι. Γιατί προτιμότερος είναι ο επαινετός πόλεμος, από μιαν ειρήνη που μας χωρίζει από τον Θεό· και για έναν τέτοιον πόλεμο κάνει ωπλισμένο μαχητή τον πράον άνθρωπο το άγιο Πνεύμα, ώστε να μπορή να πολεμάη όπως πρέπει.
Τώρα όμως είναι μερικοί που αγωνίζονται για μικρά και ανωφελή πράγματα, και παίρνουν, όσους μπορούν, συμμάχους των του κακού με πολλή αμάθεια και θρασύτητα· κι έπειτα λένε σε όλα, προσβάλλεται η πίστις, και το σεβαστό αυτό όνομα το ανακατώνουν στις προσωπικές τους φιλονεικίες. Απ’ αυτά, όπως είναι φυσικό, εγίναμε μισητοί στα έθνη, και τα χειρότερο, δεν μπορούμε να είπουμε ότι αδίκως μας κατακρίνουν εξευτελισθήκαμε ακόμη και στους απλούστερους από τους δικούς μας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, ότι αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους, αφού αυτοί μόλις θα μπορούσαν να δεχθούν κάτι καλό κι από τους καλούς ακόμη.
Έτσι μας κτυπούν εκ των όπισθεν οι αμαρτωλοί και όσα εμείς εφευρίσκουμε οι μεν εναντίον των άλλων, εκείνοι τα χρησιμοποιούν εναντίον όλων μας. Εκαταντήσαμε πρωτοφανές θέαμα, όχι σε αγγέλους και ανθρώπους, όπως ο γενναιότατος αθλητής Παύλος, όταν αγωνιζόταν εναντίον των αρχών και εξουσιών του σκότους· εμείς γινήκαμε θέατρο σ’ όλους σχεδόν τους κακούς και σε κάθε περίσταση και τόπο, στην αγορά, στα συμπόσια, στις χάρες μας, στα πένθη μας. Εφθάσαμε ακόμη έως τη σκηνή των άσεμνων θεάτρων, και το λέω κλαίγοντας σχεδόν, και γελούμε με τις αισχρότητες· κατήντησε να μην υπάρχη για μας τίποτε άλλο ευχαριστότερο, ούτε διήγηση ή τραγούδι, ούτε παράσταση, από τον εμπαιζόμενο χριστιανό.
Αυτά μας προξενεί ο αναμεταξύ μας πόλεμος. Αυτά κάνουν οι αγωνιζόμενοι με μεγάλο ζήλο χάριν του αγαθού και πράου Ιησού. Αυτά όσοι αγαπούν τον Θεό με φανατισμό, που δεν χρειάζεται. Στο στάδιο δεν επιτρέπεται ν’ αγωνίζεται κανείς στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα έξω από τους κανονισμούς αλλιώς, θα τον αποδοκιμάσουν με φωνές και θα τον ατιμάσουν και θα χάση τη νίκη ο εκβιαστής στην πάλη ή ο αγωνιζόμενος σε κάτι άλλο παράνομα και αντίθετα προς τους ορισμένους κανονισμούς του αγωνίσματος, έστω κι αν είναι γενναιότατος και τεχνικώτατος.
Είναι λοιπόν δυνατόν ν’ αγωνίζεται κανείς υπέρ Χριστού αντιχριστιανικά και θα υπηρετήσει ποτέ την ειρήνη του Χριστού, πολεμώντας γι’ αυτήν κατά απαγορευμένο τρόπο;