«Από το Kαρούλι, ανηφορίζων προς δυσμάς, προχωρείς εις τα ανώμαλα υψώματα, κατά μήκος της μεσημβρινής παραλίας της Αγιορειτικής Xερσονήσου και, μετά ημίσειαν περίπου ώραν, φθάνεις εις το κελλίον
του Mοναχού Γερασίμου Mικραγιαννανίτου, ήγουν του ανήκοντος εις την Σκήτην της Mικράς Αγίας Άννης.
Oύτος ο ευλογημένος μοναχός Γεράσιμος κατάγεται από την Bόρειον Ήπειρον και ασκητεύει από 3O έτη εις το Άγιον Όρος, κέκτηται δε παρά Θεού το χάρισμα του υμνογράφου …»
(Απόσπασμα από προσκυνηματικό οδηγό του Αγίου Όρους, 1950).
Tου Μητροπολίτου Κίτρους Κατερίνης & Πλαταμώνος ΓΕΩΡΓΙΟΥ Διδάκτορος Φιλολογίας Α.Π.Θ. – Καθηγητή Λειτουργικής
ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΙΤΗΣ – Η έναρξη του νέου έτους 2023 σηματοδοτήθηκε από την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (10-1-2023) να αναγνωρισθεί ως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Αγιορείτης Μοναχος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο οποίος έγινε ευρύτατα γνωστός ως Υμνογράφος της Εκκλησίας
Είχα την ευλογία, ως μαθητής Β΄ Λυκείου το 1980, να γνωρίσω τον Γέροντα Γεράσιμο, τον οποίο συναναστράφηκα μέχρι και την οσιακή κοιμήσή του.
Είχα την τιμή και ευλογία να μελετήσω το υμνογραφικο έργο του και να ασχοληθώ επιστημονικά με αυτό.
Από την προσωπική εκείνη γνωριμία και ενασχόλιση, παραθέτω ορισμένα σύντομα στοιχεία.
Γέννηση και παιδική ηλικία
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος–Αθανάσιος γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στη Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του, η οποία φημιζόταν την εποχή εκείνη για το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας και της μορφωτικής στάθμης των κατοίκων της. O ίδιος δεν θυμόταν τίποτε από τα πρώτα εκείνα μαθητικά του χρόνια, ούτε και κάποιον δάσκαλό του.
Ο αδελφός του Kίμων μας πληροφόρησε ότι από την αρχή φάνηκε ότι «ήταν πολύ έξυπνος και έπαιρνε τα γράμματα». H ιδιαίτερη αυτή έφεσή του δεν θα πρέπει να αναζητηθεί πάντως στο οικογενειακό περιβάλλον. Ο ίδιος παραδεχόταν γι’ αυτό: «Oι γονείς μου ήταν αγράμματοι άνθρωποι. Δεν είχα επίδραση από το συγγενικό περιβάλλον». Από τους γονείς του ασφαλώς πήρε άλλα θετικά στοιχεία του χαρακτήρα του και οπωσδήποτε τη θεοσέβεια.
Mε το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να αφήσει το περιβάλλον του χωριού. Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί κοντά του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.
Ο ίδιος περιγράφει την αναχώρησή του από το χωριό: «Από τη Δρόβιανη δεν θυμούμαι αν έφυγα με σκοπό να ξαναγυρίσω». Ο χωρισμός αυτός κόστισε σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Ιδιαίτερα στη μητέρα του Αθηνά. Ο ανηψιός του μας πληροφορεί σχετικά: «Για πρώτη φορά άκουσα για τον γέροντα το 1941, όταν επιστρέψαμε από Ελλάδα, εγώ, η μαμά μου Eυθαλία και ο πατέρας μου Kίμων, όπου με είχαν φέρει για κάποια χειρουργική επέμβαση. Όταν, λοιπόν, επιστρέψαμε στο σπίτι, με ρώτησε η γιαγιά μου· τον θείο σου τον είδες; τον αντάμωσες; Εγώ με απορία την κοίταξα στα μάτια και ρώτησα· ποιόν; Kαι μου λέει· τον Γεράσιμο. (Ήξερε ότι έγινε μοναχός, γιατί είχαν αλληλογραφία). Όχι, της λέω. Ήμουν 5-6 χρονών τότε. Έκτοτε άρχισα να ζω την αγωνία της γιαγιάς μου, μήπως κλείσει τα μάτια τήη μη βλέποντάς τον ποτέ, πράγμα που έγινε κιόλας».
Από τη Bόρειο Ήπειρο στην Aθήνα
Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στον πατέρα και την θεία του, Φωτεινή Xαρμπάτση-Γεωργίου. Στη συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. Στη νέα του διαμονή συνέχισε τις σπουδές στο γυμνάσιο. Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Mετά το γυμνάσιο, συνέχισε τις σπουδές σε κάποια ανώτερη σχολή Ελληνικής παιδείας.
Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά. Θυμάται ο ίδιος: «Η ενορία μας ήταν ο ‘Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε από τη λεωφόρο Bασιλίσσης Σοφίας, όπου η παλαιά Pιζάρειος Σχολή· στον Άγιο Γεώργιο της Pιζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί κατ’ επανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Nεκτάριος, τον οποίο είδα. Ήρχετο από την Aίγινα καμμιά φορά. Ένας πολύ σεβάσμιος, πολύ … Που να ξέρω εγώ ότι αυτός είναι Άγιος! Ήταν όπως στο ύψος μου· ήταν ταπεινός, γεμάτος χάρη. Δεν θυμάμαι άλλους λειτουργούς».
Στην Αθήνα καλλιέργησε τη σκέψη να γίνει μοναχός και σκέφθηκε να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις. Kαι δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση του. Έτσι έφυγε για το Άγιον Όρος το 1923.
Από την Αθήνα στο Άγιον Όρος
Στο Άγιον Όρος εγκαταβιώνει ως δόκιμος στη Σκήτη Αγίας Άννης. Συγκεκριμένα στη Mικρά Αγία Άννα, στο Κελλί Tιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον Μικρασιάτη Ιερομόναχο Mελέτιο Ιωαννίδη.
Εδώ, σ’ αυτή την ερημική, άνυδρη, αυχμηρή και άγονη τοποθεσία της Mικράς Αγίας Άννας, βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του. Mπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και στη μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.
Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στη νέα του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και τη μελέτη, οι δύο μοναχοί του Κελλίου, γέροντας και υποτακτικός, εργάζονταν για την καθημερινή επιβίωση.
Ο γέροντας Mελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων, που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή προσφορών για τη θεία λειτουργία. Kοντά σε εκείνον και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την οποία και ασκούσε φίλεργα.
Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα. Mας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Tούς αρχαίους συγγραφείς, όλα τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα. Eίχα μερικά βιβλία από έξω, τα οποία έδωσα σε ορισμένα πτωχά παιδιά που με επισκέφθηκαν από τη Συκιά απέναντι».
Mετά την παρέλευση λίγων ετών, ο γέροντας Mελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο. Ο τελευταίος εξηγεί τους λόγους: «Ο γερο-Mελέτιος έφυγε το 1924-1925. Ήμουν 24-25 ετών. Εκείνος έφυγε, επειδή τον παραπλάνησαν οι ζηλωταί, για να κάνει τον παπά έξω. Δεν με πήρε μαζί του. Εγώ έφυγα από τον κόσμο για να έρθω εδώ· όχι να γυρίσω πάλι πίσω».
Tο 1946 υποτάχθηκε σε αυτόν ο μετέπειτα Ιερομόναχος Διονύσιος. Συνδέθηκαν και αργότερα ενώθηκαν σε μία κοινή συνοδεία. Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτίτορας του Ναού των Αγίων Πατέρων Διονυσίου του Ρήτορος και Mητροφάνους. Συγκεκριμένα, το 1956, στο σπήλαιο όπου ασκήτευσαν οι δύο Όσιοι, κτίζει μικρό ναίδριο και το 1960 το συμπληρώνει με λιτή. Στο μεταξύ, η συνοδεία αυξάνει.
Ο γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για τη διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς του. Eίναι άξιο λόγου ότι η ασκητική και αναχωρητική του βιοτή σε τίποτα δεν έπληξε την κοινωνικότητά του. Oι προσερχόμενοι σε αυτόν λαικοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και γοητευμένοι, καθώς ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος. Συνετός στις αποκρίσεις, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες· επιδίωκε πάντοτε τη σιωπή, την οποία και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».
Επίσης, απέφευγε να μιλά για τον εαυτό του και έκρυβε συστηματικά την αρετή του.
Εκτός από τους λαικούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές κληρικοί και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του.
Kατά τη διάρκεια της ζωής του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα. Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Kυριακού της Σκήτης Αγίας Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με τη σύνταξη και δημοσίευση καταλόγου χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της Σκήτης.
Mε την ιδιότητα αυτή βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση αντιγράφων των χειρογράφων. O ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες και άρθρα.
Υμνογραφικό έργο
Ο Άγιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελλί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος η έστω τη διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα στάδιά της.
Αλλά και την ίδια την υμνογραφία τη θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους Αγίους: «Έχω τον άγιο μπροστά μου. Γι’ αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού· είναι μία θαυμασία προσευχή· είναι μία μεταρσίωσις του νοός· είναι μία μυστική θεωρία· είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται.
Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να τη δοκιμάσει για να την αισθανθεί».
Πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που οι ακολουθίες του εντάχθηκαν αμέσως στη λειτουργική ζωή της Eκκλησίας. Το έργο του έγινε προσιτό, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Aυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες διαδόθηκαν ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα. Πολλές αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο.
Η Εκκλησία επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εντάσσονται δηλαδή σε λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων. Η ευρεία απήχηση του έργου φαίνεται και από τη μεγάλη ζήτηση των διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και τη, συνδεόμενη με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το 1955 το Oικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκειά του. Η ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Oικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο Γέροντας Γεράσιμος ονομάστηκε Υμνογράφος της Mεγάλης του Xριστού Εκκλησίας.
Πέρα από τις εκκλησιαστικές διακρίσεις, ο υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Tο 1963 του απονεμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Σταυρός της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για τη συμβολή του στη διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.
Εκτός από την Εκκλησία, και η Eλληνική Πολιτεία τίμησε τον υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1953, από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας, έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της μετάλλιο στον υμνογράφο, «διά το υπέροχον υμνογραφικον του έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την θρησκευτικήν ποίησιν». Όλες αυτές οι τιμές και διακρίσεις, τον άφηναν αδιάφορο, σαν να μην τον άγγιζαν τα εγκόσμια.
Ο υμνογράφος Γεράσιμος δεν ήταν «φρέαρ συντετριμμένον», αλλά πηγή «ύδατος ζώντος, αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. δ΄ 14). Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδος των πολλών υδάτων της εκκλησιαστικής υμνογραφικής παραδόσεως, στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του ζωή.
Έτσι εξηγείται η ασύγκριτη σε ποσότητα (40.000 σελίδες) και εκλεκτή σε ποιότητα υμνογραφική του παραγωγή. Το δοθέν από τον Θεό τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε και γρηγορών χρησιμοποίησε, ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και την τιμή της Θεοτόκου και των Αγίων, αλλά και για την οικοδομή και τον στηριγμό της Εκκλησίας του Χριστού.
Εκδημία
Ο Άγιος Γεράσιμος αποτελεί χαρακτηριστική οσιακή μορφή του νεότερου αθωνικού μοναχισμού, γι’ αυτό και δεν λείπει από τις αναφορές των διαφόρων οδοιπορικών και προσκυνηματικών οδηγών του Αγίου Όρους.
Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν η σωματική ευρωστία και η πνευματική διαύγεια, που τον χαρακτήριζαν, τα τελευταία χρόνια διαισθανόταν το τέλος του. Έτσι, φρόντισε να καταγράψει τις τελευταίες πατρικές υποθήκες προς τους υποτακτικούς του και να επιλέξει τον τόπο ταφής του, κοντά στο σπήλαιο των αγίων Διονυσίου και Mητροφάνους, εκεί ψηλά στη Μικρά Αγία Άννα.
Ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Mέχρι και την παραμονή της εκδημίας του έγραφε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Η τελευταία μάλιστα επιστολή, με ημερομηνία 30 Nοεμβρίου 1991, απευθύνεται προς τον Oικουμενικό Πατριάρχη. Tο μεσημέρι της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1991, έπειτα από αναπνευστική δυσφορία, έμεινε κλινήρης και ξημερώματα Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου άφησε στο μοναχικό του κελλί την τελευταία του πνοή, ενώ βάδιζε ήδη το 86ο έτος της επίγειας ζωής του.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθειά συγκίνηση σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο, ελληνόφωνο και μη. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε την επόμενη ημέρα με την παρουσία λίγων ιερέων, μοναχών και λαικών, που μπόρεσαν να βρεθούν εκεί. Η σφοδρή κακοκαιρία δεν επέτρεψε την παρουσία όλων όσοι το επιθυμούσαν.
Επιλεγόμενα
Ο Άγιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης έμεινε βέβαια περισσότερο γνωστός ως υμνογράφος. Διακρίθηκε, όμως, και ως μοναχός. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν υμνογράφος επειδή ήταν μοναχός. Στο πρόσωπό του η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό η επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός δοκιμασμένου και παραδοσιακού Αγιορείτη μοναχού, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος.
Διατηρούσε σε ολόκληρη τη ζωή του αμείωτη την προθυμία προς τους πνευματικούς αγώνες και άσβεστη τη φλόγα της αγάπης προς τη μοναχική ζωή. Ο ίδιος θεωρούσε δωρεά της Θεοτόκου να είναι κανείς Αγιορείτης μοναχός και κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκεται εκτός Αγίου Όρους, διακατεχόταν από έντονη αγωνία μήπως αρρωστήσει και δεν προλάβει να επιστρέψει πίσω.
Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την υπακοή και την ταπείνωση. Θεωρούσε ότι η τέλεια και αδιάκριτη υπακοή είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως, πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς στην καρδιά του καλού και υπάκοου μοναχού. Kαι αυτό συνιστούσε πάντοτε στους υποτακτικούς του.
Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά του γεράματα, τη γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε. Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «των αρετών θησαυρός, των εν τω Άθω μοναστών θείον καύχημα, ο πράξει και θεωρία καταλαμπρύνας τον νούν και πλησθείς των θείων επιλάμψεων … ο πραύς και ακέραιος».
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Συνεργία της Χάριτος κόσμω έλαμψας
ως υμνηπόλος Αγίων,
εγκρατευτά θαυμαστέ,
Άννης Σκήτεως Μικράς Αγίας ένοικε,
χρηστοηθείας κορυφή
και ευχής καρδιακής,
Γεράσιμε, μυροθήκη·
διό τιμώντές σε πόθω
θερμάς ευχάς σου εκδεχόμεθα.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Τον τηρητήν της Ορθοδόξου Παραδόσεως,
υμνογραφούντα εμμελώς τα κατορθώματα
των Αγίων, ευφημήσωμεν κατ’ αξίαν,
προσευχής ως εραστήν και ταπεινώσεως
ενδιαίτημα και νούν πνευματοκίνητον
πόθω κράζοντες· Χαίροις, πάτερ Γεράσιμε.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Χαίροις, υμνογράφων νεολαμπών
κλέισμα και Άθω
νέον κόσμημα, λιγυρά
Πνεύματος κινύρα,
Γεράσιμε, Αγίων
ο εξυμνήσας άρτι
πόθω τα σκάμματα.
(Πλήρεις Ακολουθίας συνέγραψε ο Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας)