ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: Μαζί μέ τήν ευχούλα -τώρα δέν μπορούμε νά πούμε καί λεπτομέρειες, αυτό όταν τό βρείς μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν τό ακούσεις από τόν άλλον- έρχονται τά δάκρυα τά οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται νά τά αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τά δάκρυα δέν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Άν συνηθίσεις νά κλαίς, τήν άλλη μέρα θά κλαίς, καί τήν άλλη μέρα θά κλαίς, καί θά φτάσεις σ ένα σημείο θά πείς: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δέν ξέρω». Ναί αλλά μέ τά δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τή φανέλα σου, τό μαντήλι σου μέ τό σαπούνι, έτσι είναι καί τά δάκρυα στήν προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ άλλα ανώτερα δάκρυα.
Τά δάκρυα, θά σάς πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, τό μυαλό θά σάς πονέσει, διότι είναι τά πρώτα δάκρυα, τά οποία λέγονται «καθαρτικά δάκρυα», καθαρίζουν τά δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός τών «καθαρτικών», έρχονται άλλα δάκρυα «χαροποιά». Τά οποία, καί τό πρόσωπό σας θά γίνει ωραίο, θά ομορφαίνει, καί ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παραδελφός σου, θά τόν βλέπεις σέ άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τή βία του πού έχει μέσα, κατά τόν ζήλο, κατά τή θερμότητα, θά τά συναντήσει.
Νά καλλιεργείς τά δάκρυα. Νά καλλιεργείς τίς εικόνες, τίς σκέψεις πού φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα τήν εικόνα τού νεκρού σώματος τού γερο-Ιωσήφ. Όταν τόν φίλησα καί τόν βάλαμε στό μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θά γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δέν μέ δεχθεί, δέν μέ συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τά δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας καί απαθείας τά δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τά αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τά δάκρυα μετανοίας ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θά είμαι μέ τόν Χριστόν ή μέ τόν διάβολον; Εάν θά είμαι αιώνια εις τήν κόλασιν; Τότε τί θά κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν έρχονται τά δάκρυα τής χάριτος. Τά δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μού ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τόν Παράδεισο τίποτε άλλο δέν θέλω, παρά νά κλαίω έτσι». Αυτά τά δάκρυα έρχονται ύστερα..
Τά δάκρυα είναι η τροφή τής ψυχής. Όπως όταν τό σώμα τρέφεται μέ καλή τροφή ζωογονείται, έτσι καί η ψυχή τρέφεται μέ τά δάκρυα καί ζωογονείται.
Όταν προσεύχεσαι, νά προσπαθείς νά έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, καί κλαίς εις τήν προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις τήν προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τά δάκρυα, πάς οπίσω.
Εγώ παρακάλεσα τόν άγιο Εφραίμ: «Άγιε τού Θεού, εσύ τών δακρύων άνθρωπος είσαι» -όπως λέει τό τροπάριο: Ταίς τών δακρύων σου ροαίς τής ερήμου τό άγονον εγεώργησας- καί μού δωσε τόσα πολλά δάκρυα, πού δέν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στό σημείο νά κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω καί όπου θέλω.
Αλλά τί; Νά, εδώ πάνω τώρα, νά πούμε, από πάνω ο Ι., στό δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Καί καμιά φορά μέ πιάνουν τά δάκρυα καί λέει ο Ι.: «Σ ακούγαμε τή νύχτα πού έκλαιγες». «Έ, καλά, βρέ παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δέν παρακαλέσω τόν Θεό νά μ ελεήσει, αλλά μέ παίρνουν τά δάκρυα». Καί δίπλα ήτανε, δίπλα στό δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ ακούγαμε, Γέροντα, πού όλη τή νύχτα έκλαιγες», λέει. «Έ, καλά, βρέ παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θά κλαίω».
«Άκουσε», λέω, «δέν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στήν προσευχή. Ναί, γι αυτό», λέω, «άκουσε θά πάω σέ άλλο μέρος, νά μή μέ ακούει κανένας, νά κλάψω όσο θέλω» γιατί μπορεί καί νά ψάλλω, μπορεί καί νά αυτό, πώς θά ρθούν τά δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεύτε τόν τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τώ θανόντι, πώς, όσο σκληρή νά είναι η ψυχή σου, νά θεωρείς τόν εαυτό σου ότι είσαι επάνω στό φέρετρο καί πάνε νά σέ θάψουνε, ναί, μπορείς νά μήν κλάψεις; Μία-δύο, μετά είναι αδύνατο νά μήν κλάψεις καί θά αποκτήσεις συνήθεια νά κλαίς. Αλλά νά παρακαλέσεις καί τήν Παναγία νά πούμε.
Καί ένας λογισμός μού ήρθε: «Νά, βλέπεις πού αγωνίζεσαι» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τά δάκρυα. Επειδή αυτό τό χάρισμα πού μού δωσε ο άγιος Εφραίμ, τό οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, καί έφυγαν τά δάκρυα.