Η αθεΐα στο παρελθόν ήταν μικρής έκτασης και αφανής, κατά τον αμέσως προηγούμενο όμως αιώνα γιγαντώθηκε στη μορφή και την όψη, έχοντας ηγέτες και υποστηρικτές και πολλούς άλλους, ιδιαίτερα όμως τον αθεότατο Βολταίρο.
Οι σοφοί διακρίνουν δύο μορφές αθεΐας, δηλαδή αθέων γιά νά άκριβολογοϋμε, τους «αποφατικούς» (αρνητικούς) και τους «θετικούς». Αποφατικούς ονομάζουν εκείνους τους αθέους που απορρίπτουν κάθε έννοια θεότητας· και, μολονότι κάποιοι φιλόσοφοι θεωρούν ότι η ιδέα του Θεού είναι έμφυτη στον άνθρωπο, ο Άγγλος Λοκ εναντιώθηκε στην πεποίθηση αυτή, αποδεικνύοντας με πολλά επιχειρήματα ότι αληθεύει το Αριστοτελικό αξίωμα που λέει ότι «ουδέν τω νω, ο μη πρότερον εν τη αισθήσει»: δεν υπάρχει τίποτα στη διάνοια, αν προηγουμένως δεν υποπέσει στις αισθήσεις.
Οι άθεοι που ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία, λοιπόν, λέγονται «αποφατικοί», επειδή έχουν ως δεδομένο και ως προϋπόθεση να εμφανίζονται ως άνθρωποι που δεν αποδέχονται καθόλου την έννοια του Θεού.
Από την άλλη, ονομάζονται «θετικοί» οι άθεοι εκείνοι που αποδέχονται κάποιο είδος Θεότητας, πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού, στρεφόμενοι όμως εναντίον του και μη αποκαλώντας καν Θεό αυτήν την υπέρτατη δύναμη. Ο δε Απόστολος Παύλος, επικρίνει τους παλαιούς ειδωλολάτρες, όχι επειδή αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού, όπως κάνουν οι σημερινοί άθεοι, αλλά επειδή, ενώ αναγνώριζαν την ύπαρξή Του και ομολογούσαν ότι είναι Θεός, δεν Τον δόξασαν ούτε Τον ευχαρίστησαν σαν Θεό. Αλλά έδωσαν το φοβερό όνομα του Θεού στα άψυχα και αναίσθητα κτίσματα και «ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ. Α’, 25). Ξύλον γαρ έκοψε εκ του δρυμού τέκτων, ου το ήμισυ κατέκαυσεν εν πυρί το δε λοιπόν εποίησεν εις θεόν γλυπτόν και προσκυνεί και προσεύχεται λέγων· εξελού με, ότι θεός μου ει συ (Ησ. ΜΔ’, 14-17): έκοψε ένα κομμάτι ξύλο από το δάσος ο ξυλουργός, από το οποίο το μισό το έκαψε στη φωτιά και το υπόλοιπο το έκανε σκαλιστό θεό, λέει ο προφήτης Ησαΐας, και το προσκυνά και προσεύχεται σ’ αυτό, λέγοντάς του «σώσε με, γιατί είσαι ο θεός μου».
Ασφαλώς ήταν μεγάλη η ανοησία των ανθρώπων εκείνης της εποχής, που λάτρευαν τα κτίσματα ως θεούς και έλεγαν στην άψυχη πέτρα και στο ξύλο «είσαι θεός μου, λύτρωσέ με από την ανάγκη μου». Όμως αυτό που κάνουν οι σημερινοί ασεβείς, δεν είναι απλά ανοησία, είναι εξωφρενικό, είναι τρέλλα, σχιζοφρένεια. Πέρασαν τόσες χιλιάδες χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος· και είναι ο κόσμος αυτός σαν ένα ανοικτό βιβλίο που διηγείται σε κάθε νουνεχή άνθρωπο για τον Δημιουργό του, όπως βροντοφωνάζει ο προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. ΙΗ’, 2). Και η Σοφία του Σολομώντα λέει «εκ γαρ μεγέθους καλλονής κτισμάτων αναλόγως ο γενεσιουργός αυτών θεωρείται» (Σοφ. Σολ. ΙΓ’, 5).
Αλλά και σύμφωνα με τον μεγάλο Απόστολο, «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους» [Ρωμ. Α’, 20: Μτφ. Διότι αυτά που έχει ο Θεός και δεν τα βλέπουμε, δηλαδή η αΐδια δύναμή του και η Θεότης του, βλέπονται καθαρά με τη διάνοια από την αρχή της Δημιουργίας, παρατηρώντας τα δημιουργήματά Του, ώστε να είναι αναπολόγητοι (οι ειδωλολάτρες)]
Πώς λοιπόν δεν είναι τρέλλα και κατάντημα έσχατης παράνοιας να αρνούνται τον Ποιητή και Πλάστη τους, τον Σωτήρα και ευεργέτη τους με τέτοια αδιαντροπιά και αυθάδεια που μεγαλύτερη δεν μπορεί να υπάρξει; Συναντιέται και στην αρχαιότητα αυτή η αφροσύνη της αθεΐας, αλλά σαν να φοβόταν ή να ντρεπόταν να παρουσιαστεί φανερά στον κόσμο· έτσι την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ, όταν λέει: «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού· ουκ έστι Θεός» (Ψαλμ. ΙΓ’, 1). Και αν ο Δαβίδ χαρακτήρισε άφρονα αυτόν τον κρυφό και συνεσταλμένον άθεο, αφού επέτρεψε στη διάνοιά του να σκεφτεί ότι δεν υπάρχει ο Θεός, τον Οποίον η Κτίση όλη μυριόστομη Τον κηρύττει Ποιητή και Προνοητή των όλων, αυτούς τους σημερινούς αθέους, οι οποίοι μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια, μετά από τόσα απειράριθμα θαύματα, διδάσκουν τόσο φανερά και αναίσχυντα ότι δεν υπάρχει Θεός, όχι μόνο προφορικά, αλλά και μέσα από συγγράμματα, αυτούς πώς πρέπει να τους χαρακτηρίσει κανείς; Βέβαια, η αφροσύνη δεν αρκεί σαν όρος για να τους χαρακτηρίσει· ίσως η παράνοια, ίσως η μανία είναι ο μόνος χαρακτηρισμός που ταιριάζει. Γιατί είναι χαρακτηριστικό του μανιακού να μην διακρίνει τον συγγενή από τον ξένο, τον φίλο από τον εχθρό, τον ευεργέτη από τον αντίπαλο, αλλά να κατασπαράζει τους πάντες σαν επίβουλους εχθρούς, όχι μόνο συγγενείς και φίλους, όχι μόνο τα παιδιά του, αλλά ακόμα και τα μέλη του σώματός του.
Τέτοιους ανθρώπους γνώρισε η Χριστιανοσύνη στα πρόσωπα κάποιων αιρετικών δυτικών, οι οποίοι, αν και γεννήθηκαν Χριστιανοί, αντιμετώπισαν με εχθρότητα και μίσος τη Θεία Πίστη και την πολέμησαν. Αλλά ιδιαιτέρως ο Γάλλος Βολταίρος διακρίθηκε ως ο μεγαλύτερος από όλους τους αθέους, παλαιούς και νεότερους.
(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Αλεξίκακον Φάρμακον” των εκδόσεων “Γρηγόρη”)