Του Μοναχού Μωϋσέως του Αγιορείτου
Μετά την αναγέννηση τού 18ου αιώνος, με τη δράση του νεοησυχαστικού κινήματος τών λεγομένων Κολλυβάδων, και πρωτεργάτες τους οσίους Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (+1794), ο οποίος ως άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης (+1346) εργάζεται μεταφραστικά και Ιεραποστολικά σε όλα τα Βαλκάνια- Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον σοφό διδάσκαλο και νέο Γρηγόριο Παλαμά (+1359)· Μακάριο Νοταρά και πρώην Κορίνθου (+1805), τον άλλο Ιερό Φώτιο (+899)· και Αθανάσιο Πάριο (+1813), τον ακαταμάχητο υπερασπιστή των ορθών δογμάτων, ως άλλο άγιο Μάρκο τον Ευγενικό (+1445), έχουμε μία χορεία ενάρετων φίλων της νοεράς προσευχής. Με πρώτους τους εξόριστους Ιεροπρεπείς Κολλυβάδες πού εργάσθηκαν πλούσια σε νησιά του Αιγαίου και άλλους τόπους και μετέφεραν σε πολλά λαϊκά στρώματα την ευωδία του αθωνικού αρώματος, πού λέγεται νοερά άθληση, νοερά προσευχή, ευχή του Ιησού, δηλαδή ή επανάληψη του ονόματος· Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και με μερικές μικρές παραλλαγές. Παρακάτω θα δούμε μερικούς Αγιορείτες νεοησυχαστές πατέρες.
Το 1851 συγγράφεται ή «Νηπτική θεωρία» περιέχουσα «λόγους είκοσιν Ανωνύμου τινός αγιορείτου Απελπισμένου επικληθέντος, εν οις ακριβώς, άφ’ ών διά της πείρας έμαθε και έπαθε, τον τρόπον της ενάρξεως και οδηγίαν της προοδεύσεως και απλανή τελείωσιν τής ατελούς νοεράς εργασίας, τής, παρά των θεσπέσιων Οσίων Πατέρων άνωθεν παραδομένης, καλούμενης νοεράς προσευχής, ίνα εκ προχείρου έχωσιν οι ποθούντες εισελθείν εις τον ιερόν αγώνα ταύτης της συντόμως (δι΄ αγώνων) εισαγούσης εν τη επουρανίω Χρίστου του Θεού Βασιλεία». Με τον απλό αλλά γλαφυρό τρόπο του, ο αφιλόδοξος, ταπεινός, ανώνυμος συγγραφέας -μερικοί τον ταυτίζουν με τον διάσημο ησυχαστή παπα Χαρίτωνα τον ερημίτη (+1906)- θέλει να βοηθήσει τους εργάτες της προσευχής και λέγει πώς θα προετοιμασθούν γι΄ αυτή: «Η παντοτινή νηστεία, η άμετρος κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος, η υπερβολική ταπείνωσις».
Ο ταπεινός, συνεχίζει να λέει και να επιμένει, «έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία- και τόσον τον περικυκλώνει η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ».
Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Πνευματικός (+1846) ήταν από τη Ρωσία κι έζησε μία εικοσιπενταετία με αυστηρότατη άσκηση σε κελλιά της μονής Ιβήρων και αλλού. Τετάρτη και Παρασκευή είχε τέλεια ασιτία και τις υπόλοιπες ήμερες μονοφαγία και για πολλά έτη το φαγητό του ήταν αλάδωτο. Ο νυκτερινός ύπνος του ήταν πολύ ολιγόωρος και κοιμόταν καθιστός. Ασκούσε επιμελημένα τη νοερά προσευχή. Οι θείες λειτουργίες του ήταν πάντα ένδακρεις. Αγαπούσε να μιλά, αν ποτέ μιλούσε, μόνο για την προσευχή. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει. Υπέφερε πραγματικά όταν τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Τον ίδιο τρόπο ζωής και ασκήσεως είχε και ο υποτακτικός του Νικόλαος (+1840). Οι μαθητές του δεν άντεχαν τη μεγάλη του φτώχεια. Το μόνο πού επέμενε ήταν η τήρηση του κανόνος της προσευχής, η συνεχής μνήμη του Θεού, η επίκληση του αγίου ονόματος του. Η κοίμηση του ήταν οσιακή.
Ο Γέροντας Ιωάννης (+1843) ήταν κι αυτός Ρώσος στην καταγωγή. Μαθήτεψε για ένα διάστημα στον διάσημο στάρετς όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη μονή Νεάμτς της Μολδαβίας, πού είχε περίπου χίλιους μοναχούς. Ο στάρετς δεχόταν όσους υπέμεναν τις στερήσεις μαζί του, μόνο και μόνο για ν΄ αυξάνονται τα στόματα πού θα υμνούσαν προσευχόμενα τον Θεό. Κύριο έργο του στάρετς, καθώς λέγει ο Γέροντας Ιωάννης, ήταν η διδασκαλία της καθαρότητος της καρδιάς και του νου, διά της αδιάλειπτου ευχής του Ιησού. Ο Ιωάννης έκοψε το δάκτυλο του, για να μη τον χειροτονήσουν και χάσει την ηρεμία της αγαπημένης του προσευχής.
Έζησε επί έτη στην αθωνική έρημο εργοχειρώντας και προσευχόμενος. Να πώς περιγράφει την κατάσταση του ο ίδιος: «Την καρδιά μου επλημμύρισε ανέκφραστη χαρά και η προσευχή άρχισε να ενεργεί μόνη της. Τόσο με γλύκανε, πού δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κοιμόμουν μία ώρα καθημερινώς και μάλιστα καθιστός- και πάλι σηκωνόμουν, σαν μη μου χρειαζόταν ο ύπνος- «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» … Γεννήθηκαν μέσα μου ανέκφραστη αγάπη και δάκρυα- αν θέλω, μπορώ να κλαίω ασταμάτητα … Συχνά το βράδυ σηκώνομαι να διαβάσω το ψαλτήρι, λέγω την προσευχή του Ιησού και πέφτω σε έκστασι. Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι- είμαι στο σώμα η εκτός του σώματος δεν ξεύρω· μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Όταν συνέρχομαι ήδη χαράζει».
Ο Γέροντας Δανιήλ (+1879) έζησε σ’ ερημικά μέρη του Αγίου Όρους με Γέροντα σκληρό και δύσκολο και με πολλές στερήσεις, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή. Στους ελάχιστους επισκέπτες του, μετά την τελευτή του Γέροντα του, έλεγε: «Μόνον ελπίζω στο έλεος του Θεού και στις προσευχές του Γέροντα. Με τί άλλο θα μπορούσα να δικαιωθώ;». Αυτό έλεγε συχνά: «Ζητώ μόνον το έλεος του Θεού και σ’ αυτό αποκλειστικώς ελπίζω». “Οσοι επέμεναν να τον συμβουλεύονται τους έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε δυσκολία, στρέφεται με δάκρυα στον Θεό κι εκείνος τον παρηγορεί…». Άλλοτε έλεγε: «Όποιος δοκίμασε τους καρπούς της ησυχίας μπορεί να μείνη στην αυτοσυγκέντρωσι και στην προσευχή περισσότερο από τρεις ήμερες…»
Ο ιερομόναχος Ευστράτιος ο Τραπεζούντιος οκταετής προσήλθε να μονάσει στη μονή Σουμελά του Πόντου. Μετά εικοσαετή εκεί παραμονή κι αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα ήλθε στο Άγιον Όρος στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Το τυπικό του ήταν: τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε νύχτα και η ευχή αδιάλειπτη. Το τυπικό του αυτό ήταν ισόβιο. Η σπηλιά πού ζούσε έμοιαζε με τάφο, σκοτεινή και κλειστή, για να επιμηκύνει τη νύχτα και να καλλιεργεί την προσευχή. Κοιμόταν μία ώρα την ήμερα, σχεδόν όρθιος. Λειτουργούσε καθημερινά. Νήστευε συνέχεια. Σ’ ένα των μαθητών του, πού ζούσαν πλησίον του, αλλά σε άλλον τόπο, πριν τον θάνατο του είπε, πώς του δόθηκε τέτοια προσευχή, ώστε και κατά την ώρα του ύπνου η καρδιά του προσεύχεται. Ο Γέροντας προσευχόταν καθιστός η όρθιος, έκλινε την κεφαλή λίγο προς το στήθος και πρόφερε σιγά, με κατάνυξη και προσοχή την ευχή, προσηλώνοντας το νου στα λόγια της ευχής και συγκρατώντας την αναπνοή, ώστε αυτή να εναρμονίζεται με την κίνηση του νου. Τον κοσμούσε και το διορατικό χάρισμα. Προσευχόμενος είχε κι ένα μεγάλο μανδήλι, για τα πολλά και θερμά του δάκρυα και βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής ανυψώσεως.
Ένας σπουδαίος εργάτης της νοεράς προσευχής υπήρξε ο Γέροντας Βαρνάβας Αγιοβασιλειάτης (+1905). Οι αγρυπνίες του ήταν συχνές και ολονύκτιες και μόνο με το κομποσχοίνι. Ακόμα μεγαλύτερος βιαστής ήταν ο Γέροντας του Ναθαναήλ. Σε συμβουλές του προς μοναχό ησυχάζοντα κατά μόνας, μεταξύ άλλων σπουδαίων, γράφει: «Όταν ενεργήσει η ευχή, έρχονται τα δάκρυα, η χαρά, η κίνησις και ο ανακαινισμός της καρδίας. Αλλά μη τα έχης διά τίποτε, ούτε να τα καταφρονής, αλλά με απλότητα λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» καθότι φωτισμός είναι ο Θεός … Όταν δε κάθησαι εις την ευχήν και ο νους σου φεύγει και δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, σήκω από το κάθισμα σου και μη λυπηθής πώς δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, αλλά μάλιστα να είσαι χαρούμενος. Εάν πάλιν το πονηρόν πνεύμα σε δέση και δεν δύνασαι να κάμης διόλου ευχήν, κάμε άλλην πνευματικήν εργασίαν, και εάν δεν δύνασαι κάμε σωματικήν υπηρεσίαν, και να έχης προσοχήν εις τον εαυτόν σου και να μη συγχύζεσαι ποτέ, πάντοτε χαρούμενος να είσαι και όχι λυπημένος, διότι όλοι οι άγιοι με την πραότητα εβάδισαν. Διάβαζε και εξακολούθησον καθώς σε είπον και θέλει περνά η ημέρα σου χωρίς να την καταλαμβάνης…».
Μεγάλος αγωνιστής υπήρξε και ο Γέροντας του γνωστού παπα Σάββα του Πνευματικού του Μικραγιαννανίτη (+1908) Γέρων Ιλαρίων ο Γκουρτζής (+1864), πού από μικρός ήταν ασκητής στην πατρίδα του την Γεωργία. Στο Άγιον Όρος έζησε στις μονές Ιβήρων και Διονυσίου και στην έρημο. Πολλές σπηλιές έγιναν κατοικία του. Πότιζε τα βράχια με δάκρυα και τηρούσε ακριβή σιωπή. Είχε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι όποιες όμως τον άφησαν απτόητο. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Οι μακρές νηστείες του τον άφηναν ημιθανή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή και με την ευλογία του Πνευματικού, για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε έγκλειστος. Στα γεράματα του χρησιμοποιούσε αλυσίδες ως κρεμαστήρες για τις πολύωρες αγρυπνίες του. Οι επιθανάτιοι λόγοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ! Ήθελα μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Κύριος δεν με αξίωσε. Μου έστειλε όμως ασθένεια, πού μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μαρτύριο, αν την υπομείνω με καρτερία και πίστη στο θείο θέλημα». Μετά την εκταφή του τα οστά του ευωδίασαν.
Ο όσιος Αντίπας ο Μολδαβός (+1882) από νέος είχε θείες εμπειρίες στην προσευχή του και έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός, διερχόμενος από μεγάλους και πολλούς πειρασμούς. Με τις συμβουλές αγίων Γερόντων και διάφορους ασκητικούς πόνους καλλιέργησε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Έζησε για τρία έτη στη μονή Εσφιγμένου και μετά αποσύρθηκε στην βαθύτατη έρημο. Είχε Ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία, όπως κι όλοι οι ησυχαστές. Ο ζήλος του ήταν πάντοτε συνετός. Το αθωνικό τυπικό διατήρησε σ΄ όλη του τη ζωή κι όταν βρέθηκε μακρυά από το προσφιλές του Άγιον Όρος. Καρπός της νήψεώς του ήταν μία γλυκύτητα πού πάντα είχε, κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο.
Αγαπούσε τη μόνωση, την ησυχία, τη σιωπή και την ευχή κι όταν ήταν μετοχάρης στον κόσμο. Τις αποφάσεις και τις μετακινήσεις του προετοίμαζε με μεγαλύτερη άσκηση και προσευχή. Καταλήγοντας στη μονή Βαρλαάμ δόθηκε όλος στη φίλη του προσευχή. Την απερίσπαστη προσευχή του συνόδευαν πυκνά και θερμά δάκρυα. Η ταπείνωση, η αυτομεμψία, η υπομονή, η ανεξικακία τον στόλιζαν και τον χαρίτωναν. Μόνη του περιουσία η αθωνίτικη εικόνα της Παναγίας. Αναχώρησε της παρούσης ζωής προσευχόμενος στη Θεοτόκο.
Ο διάσημος ασκητής του Άθωνα Χατζηγιώργης (+1886) ο Καππαδόκης από μικρός κι αυτός αγάπησε εγκάρδια την άσκηση και την προσευχή, όπως και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία πολύ τον βοήθησε. Στο Άγιον Όρος πρωτοήλθε στη μονή Γρηγορίου. Αργότερα πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, υπό την έμπειρη διδαχή του συμπατριώτη του πνευματικού Νεοφύτου (+1860), ο οποίος του έδωσε κανόνα να ζει παρά την σπηλιά του οσίου Νήφωνα. Κατόπιν πήγαν στην Κερασιά και καθιέρωσαν συνεχή, πολυετή, αυστηρή νηστεία με παντοτινό αλάδωτο φαγητό. Η σιωπή, η υπακοή, η ασιτία, η ευχή, η ταπείνωση, η αγάπη, τον κοσμούσαν. Για ν΄ αποφεύγεται η φλυαρία στη συνοδεία του, όταν ήταν όλοι μαζί σε κάποιο διακόνημα, έλεγε δυνατά την ευχή. Η ζωή τους ήταν μια συνεχόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η χαρμολύπη τους χαρακτήριζε. Η διακριτική αγάπη του Χατζηγιώργη βοήθησε πολλούς. Φάρμακα είχαν τα θεία μυστήρια. Η αλουσία του, τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του έκρυβαν μία καθαρή καρδιά, πού αγαπούσε τη νήψη. Εκοιμήθη μόλις μετέλαβε των άχραντων μυστηρίων.
Ο μακάριος παπα Χαρίτων ο Πνευματικός (+1906) έγινε μοναχός στα Μετέωρα, κατόπιν πήγε στο Σινά και μετά στην έρημο του Αγίου Όρους. Κοιμόταν λίγο και στο στασίδι, έτρωγε μια φορά την ήμερα, και λάδι μόνο το Σαββατοκύριακο. Αγαπητοί του τόποι τα σπήλαια των αγίων της μείζονος περιοχής των Καυσοκαλυβίων. Επρόκειτο για ησυχαστή, σιωπηλό, φιλήσυχο, εγκρατή, ταπεινό και φιλομαθή. Μελετητής και μιμητής αγίων, υμνογράφος και συναξαριογράφος. Έγραφε: «Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν, δάκρυα, εύχάς και ψαλμωδίας, και Γραφών την μελέτην, γενού ταπεινόφρων και γαληνός, και τον τύφον απόρριπτε, μη σε νικήση ο φθόνος και των παθών, ακρασία η ψυχόλεθρος». Ο πόλεμος του πειρασμού νικιόταν με την επίκληση της Παναγίας. Σπάνια εξήρχετο στα τέλη του βίου του του κελλιού του. Έχοντας διαρκή τη μνήμη του θανάτου, τη μνήμη του Θεού, αναχώρησε για το ανεπίστροφο ταξείδι των ουρανών, καθώς έγραφε, προσευχόμενος.
Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης ο Σμυρναίος (+1929) αγαπητούς του οσίους είχε τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ των Ασκητικών, ως και τους Κολλυβάδες. Μετά τον μονασμό του στις μονές Αγίου Παντελεήμονος και Βατοπεδίου πήγε στα πάντερπνα Κατουνάκια, όπου επεδόθη στην άσκηση, στη μελέτη και την προσευχή. Η πενία του έγινε πλούτος και η ησυχία φίλη κι αφορμή πνευματικής αγαλλιάσεως. Η εξωτερική ησυχία του έγινε και εσωτερική και καλλιεργούσε τον κήπο της αγαθής καρδιάς του με την ευχή του Ιησού, πού τον γέμιζε ευφροσύνη. Η αλληλογραφία του με άγιες μορφές και οι συγγραφές του φανερώνουν περίτρανα τον θείο φωτισμό και τη χάρη του, τη διάκριση του και τη σοφία του, όπως για παράδειγμα η επιστολή του προς μοναχό περί νοεράς προσευχής, πού αποδεικνύει την πατερική του γνώση, την κατάκτηση της ευχής, τη διάκριση και διόραση.
Ο Αθηναίος Καλλίνικος ο ησυχαστής ο Κατουνακιώτης (+1930) αγαπούσε ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών πατέρων.
Αγαπούσε επίσης πολύ την ησυχία, τη μόνωση, την άσκηση, τη σιωπή και την ευχή, όπως όλοι άλλωστε οι ησυχαστές. Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, ο κόπος, τα δάκρυα δεν ήταν λόγια και ιδέες, αλλά πράξεις και βιώματα, ως λέγει ο αββάς Θαλλάσιος· «νους εγκρατούς, ναός του Αγίου Πνεύματος». Η απλότητα, η ταπεινότητα κι η αγαθότητα τον στόλιζαν. Η εκούσια και μεγάλη του άσκηση κορυφώθηκε με τον τέλειο εγκλεισμό του στο κελλί του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Η αυτοφυλάκισή του δεν είχε άλλο λόγο παρά την καλύτερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού. Η αμεριμνησία, το απερίεργο, το ευκατάνυκτο, τ΄ ολιγόλογο η σιωπηλό, συνόδευαν τη διάπυρη ευχή του. Θεοφώτιστος, διακριτικώτατος, φιλάδελφος, χαριτωμένος ο Γέροντας Καλλίνικος, αξιώθηκε της θέας του Θαβωρείου φωτός, κι οι υποτακτικοί του τον έβλεπαν μερικές φορές να λάμπει. Πολέμησε τους αιρετικούς ονοματολάτρες κι έγινε ακραιφνής διδάσκαλος της νοεράς αθλήσεως. Η τελευταία επίγεια ήμερα του ήταν η 6η Αυγούστου, η λαμπρή εορτή της Μεταμορφώσεως, το Πάσχα των ησυχαστών.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης (+1983) έλεγε περί του μοναχού Ισαάκ (+1932) της μονής του: «Ήτο τύπος απλότητος, ακριβείας και ευλάβειας, σιωπηλός και απερίσπαστος εν παντί… υπόδειγμα εις όλους τους πατέρας». Ο ευλαβέστατος μοναχός Λάζαρος (+1974), της αυτής μονής, έγραφε περί αυτού, όταν ήταν μαζί στο Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων: «Όταν ετελούσαμεν την ακολουθίαν του όρθρου οι δύο μας επί δυόμισυ ώρας με κομβοσχοίνι, μόλις ένα η δύο κομβοσχοίνια έλεγε με σιγανήν φωνήν την ευχήν εις κάθε κόμπον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησον ημάς». Εις το τρίτον κομβοσχοίνιον εθερμαίνετο η καρδιά του από θείον έρωτα και ζήλον και δεν μπορούσε να κράτηση τον εαυτόν του για να ομιλή σιγά. Εφώναζε, λοιπόν, την κάθε λέξιν με διάπυρον ζήλον και αγάπην, ώς να είχεν ενώπιον του τον Χριστόν και τον παρακαλούσε, ώς κυλιόμενος εις τους πόδας του…». Τις νύχτες περνούσε κλαίγοντας για τις αμαρτίες του και για όλο τον κόσμο. Πρόθυμος πάντοτε στο διακόνημά του, στην ακολουθία, στον κανόνα του, για ν΄ αποδεικνύει ότι οι ησυχαστές υπάρχουν και στα κοινόβια, αγωνιζόμενοι μυστικά και γενναία.