ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ: «Επεφάνη γάρ η χάρις τού Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι τήν ασέβειαν καί τάς κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί ευσεβώς ζήσωμεν εν τώ νύν αιώνι, προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ελπίδα καί επιφάνειαν τής δόξης τού μεγάλου Θεού καί σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ός έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, ίνα λυτρώσηται ημάς από πάσης ανομίας καί καθαρίση εαυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων(:διότι με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού φανερώθηκε η χάρις του Θεού, η οποία σώζει όλους τους ανθρώπους.
Και μας παιδαγωγεί η χάρις του Θεού ώστε, αφού αρνηθούμε την ασέβεια και τις επιθυμίες του μάταιου και αμαρτωλού αυτού κόσμου, να ζήσουμε στη ζωή αυτή με εγκράτεια στον εαυτό μας, με δικαιοσύνη προς τους γύρω μας ανθρώπους και με ευσέβεια προς τον Θεό. Και να ενισχυόμαστε στην ενάρετη ζωή, περιμένοντας με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και Σωτήρος μας, του Ιησού Χριστού, ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσει από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)»[Τίτ. 2, 11-14].
Αφού ζήτησε από τους υπηρέτες πολλή αρετή -γιατί πραγματικά είναι μεγάλη αρετή το να κοσμεί κανείς σε όλα τη διδασκαλία του Θεού και Σωτήρα μας και να μη δίνει καμία αφορμή στους κυρίους, ούτε και για το παραμικρό πράγμα-, προσθέτει και τη δίκαιη αιτία για την οποία οφείλουν οι υπηρέτες να είναι ενάρετοι. Και ποια είναι αυτή; «Διότι με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού», λέγει, «φανερώθηκε η χάρις του Θεού, η οποία σώζει όλους τους ανθρώπους)». Αυτοί που έχουν τον Θεό διδάσκαλο, πώς δεν θα είναι λογικά τέτοιοι, όπως πριν από λίγο είπα, αφού βρήκαν άφεση των απείρων αμαρτημάτων τους; Γιατί γνωρίζετε ότι μαζί με τα άλλα και αυτό ελέγχει και συγκρατεί όχι λίγο την ψυχή, το να μην τιμωρηθεί, ενώ είναι υπεύθυνη για άπειρα αμαρτήματα, αλλά να επιτύχει συγνώμη και άπειρα αγαθά. Αν λοιπόν κάποιος, πες μου, αφού πάρει υπηρέτη εκείνον που έκαμε άπειρα σφάλματα, δεν τον βασανίζει με μαστίγιο, αλλά του δώσει για εκείνα συγνώμη και του ζητήσει ευθύνες για τα μελλοντικά, παραγγέλλοντας τον να φυλάγεται, ώστε να μην πέσει στα ίδια, και τον τιμήσει με μεγάλα δώρα, ποιον νομίζετε ότι δεν θα μεταβάλει αυτό ακούοντας την τόσο μεγάλη χάρη;
Όμως μη νομίσεις ότι η χάρη σταματάει μέχρι τη συγχώρηση των προηγούμενων αμαρτημάτων, αλλά και από όσα μπορεί να γίνουν στο μέλλον μας εξασφαλίζει γιατί και αυτό είναι έργο της χάριτος. Αν δηλαδή συμβαίνει να μην τιμωρεί πάντοτε όταν ενεργούμε κακώς ,το πράγμα τότε δεν είναι χάρη, αλλά κάποια προτροπή για όλεθρο και καταστροφή. «Γιατί φανερώθηκε», λέγει, «η χάρη του Θεού που μας διδάσκει να αρνηθούμε την ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες και να ζήσουμε με σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και με ευσέβεια τον παρόντα αιώνα, περιμένοντας τη μακάρια ελπίδα μας και την εμφάνιση της δόξας του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού». Πρόσεχε πώς μαζί με τα βραβεία αναφέρει και την αρετή. Και αυτό είναι έργο της χάριτος, το να μας απαλλάξει από τα βιοτικά και να μας οδηγήσει προς τον ουρανό. Εδώ δείχνει δύο εμφανίσεις. Και πραγματικά είναι δύο, η πρώτη πριν από τη χάρη και η δεύτερη της ανταπόδοσης και της δικαιοσύνης.
«Αρνησάμενοι(:αφού αρνηθούμε)», λέγει, «τήν ασέβειαν καί τάς κοσμικάς επιθυμίας (:την ασέβεια και τις επιθυμίες του μάταιου και αμαρτωλού αυτού κόσμου)». Να η προϋπόθεση όλης της αρετής. Δεν είπε: «αφού αποφύγουμε», αλλά «αφού αρνηθούμε». Η άρνηση δείχνει μεγάλο το χάσμα, πολύ το μίσος, μεγάλη την αποστροφή. «Με όση διάθεση, με όσο ζήλο αποστράφηκαν τα είδωλα, με τόση», λέγει, «να αποστραφούν και την κακία αυτήν και τις κοσμικές επιθυμίες». Γιατί πραγματικά και αυτά είναι είδωλα, η κοσμική επιθυμία και η πλεονεξία, και αυτήν ονομάζει ειδωλολατρία. Και όσα μας χρησιμεύουν στην παρούσα ζωή είναι κοσμικές επιθυμίες όλα όσα θα διαλυθούν μαζί με την παρούσα ζωή είναι κοσμική επιθυμία. Ας μην έχουμε λοιπόν κανένα κοινό με αυτές. Ήρθε ο Χριστός για να αρνηθούμε την ασέβεια. «Ασέβεια» εννοεί τα δόγματα, και «κοσμικές επιθυμίες» τη ζωή την ανήθικη. «Σωφρόνως καί δικαίως καί ευσεβώς ζήσωμεν εν τώ νύν αιώνι (:να ζήσουμε με σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και με ευσέβεια τον παρόντα αιώνα)».
Βλέπεις ότι, όπως πάντοτε λέγω, εγκράτεια δεν είναι αυτό μόνο, το να απέχει κανείς από την πορνεία, αλλά και να είναι μακριά από τα υπόλοιπα πάθη; Άρα και όποιος αγαπά τα χρήματα δεν είναι εγκρατής. Γιατί όπως εκείνος αγαπά τα σώματα, έτσι και αυτός αγαπά τα χρήματα ή καλύτερα αυτός είναι περισσότερο ακόλαστος, επειδή δεν τον ωθεί σε αυτό τόσο μεγάλη ανάγκη. Γιατί και αναβάτης ανίκανος κυρίως λέγεται όχι εκείνος που δεν συγκρατεί το άγριο και ατίθασο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να υποτάξει το ήσυχο και πολύ ήμερο. «Τι λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «η επιθυμία των χρημάτων είναι μικρότερη από την επιθυμία των σωμάτων;». Στον καθένα βέβαια είναι φανερό, αλλά και από πολλά αποδεικνύεται αυτό. Και πρώτα, επειδή η επιθυμία των σωμάτων έγινε για μας από ανάγκη. Αυτό όμως που έγινε από ανάγκη είναι φανερό ότι κατορθώνεται και με πολύ κόπο, αφού και σπάρθηκε μέσα στη φύση μας. Δεύτερο, γιατί στους παλαιούς δε γινόταν πολύς λόγος για χρήματα, ενώ πολύς ήταν ο λόγος για γυναίκες εξαιτίας της σωφροσύνης. Και όταν ένας συνευρεθεί με γυναίκα σύμφωνα με τον νόμο κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει μέχρι τα γηρατειά, όταν όμως χρηματίζεται θα τον κατηγορήσουν όλοι.
Και από τους εθνικούς φιλοσόφους πολλοί περιφρόνησαν τα χρήματα, τις γυναίκες όμως όχι τόσο πιο τυραννικότερο είναι αυτό το πάθος από εκείνο. Αλλά επειδή ο λόγος μου απευθύνεται προς την εκκλησία, ας μη φέρω τα παραδείγματα από τους έξω, αλλά από τις Γραφές. Αυτό λοιπόν το αναφέρει σχεδόν σαν εντολή ο μακάριος Παύλος λέγοντας: «Έχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα. (:εφόσον λοιπόν κατά τη διάρκεια της ζωής μας έχουμε τροφές και ενδύματα και κατοικία για να μας σκεπάζει, θα αρκεστούμε σε αυτά)»[Α΄Τιμ. 6,8]. Και για τις γυναίκες λέγει: «Μή αποστερείτε αλλήλους, ει μή τι άν εκ συμφώνου πρός καιρόν, ίνα σχολάζητε τή νηστεία καί τή προσευχή καί πάλιν επί τό αυτό συνέρχησθε, ίνα μή πειράζη υμάς ο σατανάς διά τήν ακρασίαν υμών(:μην αποστερείτε ο ένας τον άλλο με αποχή και εγκράτεια, εκτός αν το κάνετε αυτό έπειτα από συμφωνία προσωρινά, για επιδίδεστε με μεγαλύτερη προθυμία και αφοσίωση στη νηστεία και στην προσευχή και πάλι να συνέρχεστε στις συζυγικές σας σχέσεις, για να μην σας πειράζει σε πορνεία ο σατανάς εξαιτίας της αδυναμίας σας να εγκρατευθείτε)» [Α΄Κορ. 7,5]. Και πολλές φορές θα τον δεις να νομοθετεί για τη νόμιμη συνουσία. Και επιτρέπει να απολαμβάνει κανείς αυτήν την επιθυμία, και δεύτερο γάμο να συνάψει, και πολύ φροντίζει γι΄αυτό το πράγμα, και πουθενά δεν τιμωρεί γι΄αυτό, εκείνον όμως που επιθυμεί χρήματα παντού τον καταδικάζει.
Αλλά και ο Χριστός για τα χρήματα βέβαια πολλές φορές πρόσταξε, ώστε να αποφεύγει κανείς την καταστροφή που προέρχεται από αυτά, ενώ για την αποχή από γυναίκα δεν έκανε το ίδιο. Άκου λοιπόν τι λέγει για τα χρήματα: «Ούτως ούν πάς εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοίς εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναί μου μαθητής (:Έτσι λοιπόν καθένας από σας που δεν κάνει από πριν τον λογαριασμό του και δεν απαρνείται τα πάντα, όλα τα υπάρχοντά του, δηλαδή και τους φυσικούς του δεσμούς και τον πλούτο και τις απολαύσεις και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου)» [Λουκά 14,33]. Πουθενά δεν είπε: «Αν κανείς απαρνηθεί τη γυναίκα του», γιατί γνωρίζει ποια τυραννίδα έθεσε μέσα μας. Και αυτός ο μακάριος λέγει στον Τιμόθεο: «Τίμιος ο γάμος εν πάσι καί η κοίτη αμίαντος πόρνους δέ καί μοιχούς κρινεί ο Θεός(:Ας είναι σε όλα τιμημένος ο γάμος, και η συζυγική κοίτη ας φυλάσσεται καθαρή από κάθε μολυσμό διότι ο Θεός θα καταδικάσει τους πόρνους και τους μοιχούς)» [Εβρ.13,4]. Πουθενά δεν καλεί άξια τιμής τη φροντίδα για τα χρήματα, αλλά το αντίθετο. «Οι δέ βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν καί παγίδα καί επιθυμίας πολλάς ανοήτους καί βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τούς ανθρώπους εις όλεθρον καί απώλειαν(:Όσοι όμως έχουν προσκόλληση στο χρήμα και θέλουν να γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και την απώλεια)» [Α΄Τιμ.6,9]. Δεν είπε: «να γίνουν πλεονέκτες», αλλά «να πλουτίζουν».
Για να μάθετε όμως και από τις κοινές έννοιες είναι ανάγκη να αναφέρω και αυτόν τον λόγο. Αν κάποιος στερηθεί μια φορά τα χρήματα, δεν θα ενοχλείται πια από την επιθυμία τους. Γιατί τίποτε δεν τον κάνει να επιθυμεί τόσο πολύ τα χρήματα, όσο το να έχει χρήματα. Σχετικά με την επιθυμία όμως των σωμάτων δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά παρόλο που και ευνουχίσθηκαν πολλοί, δεν απέβαλαν τη φωτιά που τους ενοχλεί από μέσα, γιατί η επιθυμία βρίσκεται σε άλλα όργανα, φυτεμένη μέσα στη φύση. Για ποιον λόγο λοιπόν σας τα είπα αυτά; Επειδή οι πλεονέκτες είναι πιο ακόλαστοι από τους πόρνους, αφού ενοχλούνται από μικρότερη επιθυμία ή καλύτερα το πράγμα αυτό δεν είναι επιθυμία, αλλά ραθυμία. Γιατί εδώ η επιθυμία είναι τόσο φυσική, ώστε, και αν ακόμη δεν πλησιάζει κανείς γυναίκα, η φύση κάνει και εργάζεται το δικό της εκεί όμως δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο.
«Καί ευσεβώς ζήσωμεν(: Και με ευσέβεια να ζήσουμε)», λέγει, «εν τώ νύν αιώνι (:στη ζωή αυτή)». Και ποια η ελπίδα; Ποιο το βραβείο των κόπων; «Προσδεχόμενοι (:περιμένοντας)», λέγει, «τήν μακαρίαν ελπίδα καί επιφάνειαν (:με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση τη μακάρια ελπίδα μας και εμφάνιση». Πραγματικά λοιπόν τίποτε δεν είναι πιο μακάριο από εκείνη, τίποτε πιο περιπόθητο. Και αυτά δεν μπορούν να τα παραστήσουν λόγια, γιατί τα τότε αγαθά ξεπερνούν τον νου μας. «Προσδεχόμενοι(:περιμένοντας με χαρά)», λέγει, «τήν μακαρίαν ελπίδα καί επιφάνειαν τής δόξης τού μεγάλου Θεού καί σωτήρος ημών Ιησού Χριστού(:τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και Σωτήρος μας, του Ιησού Χριστού)». Πού είναι εκείνοι που λέγουν ότι ο Υιός είναι κατώτερος από τον Πατέρα; «Του μεγάλου», λέγει, «Θεού και Σωτήρα μας». Αυτός που έσωσε τους εχθρούς, τι δεν θα κάνει τότε όταν δεχθεί εκείνους που διακρίνονται για την αρετή τους; «Του μεγάλου Θεού», λέγει. Όταν λέγει το «μεγάλος» για τον Θεό δεν εννοεί μεγάλος προς κάτι, αλλά απολύτως μεγάλος, μετά τον οποίο δεν μπορεί κανείς να είναι μεγάλος, επειδή είναι μεγάλος προς κάτι. Αν όμως είναι προς κάτι, είναι σε σύγκριση μεγάλος και όχι από τη φύση Του τώρα όμως είναι ασυγκρίτως μεγάλος.
«ός έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, ίνα λυτρώσηται ημάς από πάσης ανομίας καί καθαρίση εαυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων(:ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσει από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)», λέγει «λαόν περιούσιον», δηλαδή εκλεκτό, που δεν έχει κανένα κοινό προς τους υπολοίπους «ζηλωτήν καλών έργων (:λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)». Βλέπεις ότι χρειάζεται και τα δικά μας έργα; Δεν είπε απλώς «έργων», αλλά «ζηλωτή», δηλαδή να φθάνει στην ίδια την αρετή με πολλή προθυμία, με την αρμόζουσα ορμητικότητα. Το να απαλλάξει λοιπόν εκείνους που υπέφεραν από το βάρος των κακών και ήταν ανίατα άρρωστοι, ήταν έργο της δικής Του φιλανθρωπίας αυτά όμως που ακολουθούν ύστερα είναι και δικά μας και δικά Του. «Ταύτα λάλει καί παρακάλει καί έλεγχε μετά πάσης επιταγής (:Αυτά λέγε και πρότρεπε και έλεγχε με κάθε εξουσία)»[Τίτ.2,15].
Βλέπεις πως στον Τιμόθεο προστάζει και λέγει: «Έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον (:έλεγξε, επίπληξε, συμβούλεψε)» [Β΄Τιμ.4,2], ενώ εδώ: «ταύτα λάλει καί παρακάλει καί έλεγχε μετά πάσης επιταγής(:Αυτά λέγε και πρότρεπε και έλεγχε με κάθε εξουσία)»[Τίτ.3,1]. Επειδή τα ήθη τους ήταν αγριότερα, γι΄αυτό και προστάζει να ελέγχει αυστηρά και με όλη του την εξουσία. Γιατί υπάρχουν αμαρτήματα που πρέπει να τα εμποδίζουμε και με προσταγές όπως το να περιφρονούν τα χρήματα πρέπει να πείθουμε συμβουλεύοντας, και το να είναι πράοι και όλα τα παρόμοια όμως τον μοιχό, τον πόρνο, τον πλεονέκτη, πρέπει να τον επαναφέρουμε στο καλύτερο με εξουσία αυτόν που παρατηρεί τους οιωνούς, αυτόν που καταφεύγει στη μαντική, αυτόν που πράττει άλλα παρόμοια, όχι μόνο με εξουσία, αλλά με κάθε εξουσία. Βλέπεις πώς θέλει να τα προστάζει ο Τίτος αυτά και με κύρος και με πολλή εξουσία;
«Μηδείς σου περιφρονείτω(:Μην αφήνεις κανέναν να σε περιφρονεί)», αλλά «Υπομίμνησκε αυτούς αρχαίς καί εξουσίαις υποτάσσεσθαι, πειθαρχείν, πρός πάν έργον αγαθόν ετοίμους είναι, μηδένα βλασφημείν, αμάχους είναι (:υπενθύμιζε στους πιστούς να υποτάσσονται στους άρχοντες και σε όσους ασκούν κάποια εξουσία, να πειθαρχούν και να είναι πρόθυμοι και έτοιμοι για κάθε καλό έργο, να μην κακολογούν κανέναν, να μην προκαλούν διαμάχες και φιλονικίες)»[Τίτ.3,1-2]. Τι λοιπόν; Ούτε εκείνους που ενεργούν κακώς, ούτε εκείνους επιτρέπεται να τους κατηγορούν; Αλλά πρέπει να είναι έτοιμοι για κάθε καλό έργο, να μην κακολογούν κανέναν.
Ας ακούσουμε τη συμβουλή: «Μηδένα(:κανέναν)», λέγει, «βλασφημείν(:να μην κακολογούν)»[Τίτ.3,2]. Kaθαρό πρέπει να είναι το στόμα μας από κακολογίες. Γιατί, είτε είναι αληθινές οι κακολογίες, δεν είναι στη δική μας δικαιοδοσία να τα λέμε αυτά, αλλά να τα εξετάζει ο κριτής-γιατί λέγει: «Σύ δέ τί κρίνεις τόν αδελφόν σου;(: εσύ όμως γιατί κατακρίνεις τον αδελφό σου;)» [Ρωμ.14,10]-, είτε δεν είναι αληθινές, πρόσεχε πόση είναι η φωτιά. Άκουσε τον ληστή που λέγει στον άλλο ληστή: «καί γάρ καί αυτοί εν τώ αυτώ κρίματί εσμεν», γιατί και εμείς βρισκόμαστε στην ίδια καταδίκη [ πρβ. Λουκά 23,40: «ουδέ φοβή σύ τόν Θεόν, ότι εν τώ αυτώ κρίματι εί;(: Σε λίγο θα εμφανιστείς ενώπιον του Θεού. Ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι; Ο φόβος του Θεού δεν σε συγκρατεί να μην προσθέτεις και τώρα νέες αμαρτίες στον εαυτό σου; Δεν θυμάσαι το παρελθόν σου και τα τόσα σου εγκλήματα; Διότι κι εσύ υφίστασαι την ίδια καταδίκη και την ίδια ποινή του σταυρού που υφίσταται κι Αυτός)»], τον ίδιο αγώνα τρέχουμε. Αν επικρίνεις άλλους, γρήγορα και εσύ θα πέσεις στα ίδια. Γι΄αυτό συμβουλεύει ο μακάριος αυτός λέγοντας: «Ώστε ο δοκών εστάναι βλεπέτω μή πέση(:όποιος έχει την ιδέα ότι στέκεται καλά στα πόδια του, ας προσέχει μην πέσει)» [Α΄Κορ. 10,12].
«αμάχους είναι (:να μην προκαλούν διαμάχες και φιλονικίες)», λέγει, «επιεικείς, πάσαν ενδεικνυμένους πραότητα πρός πάντας ανθρώπους (:να είναι επιεικείς και υποχωρητικοί, να επιδεικνύουν κάθε πραότητα σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους)»[Τίτ.3,2], και εθνικούς και Ιουδαίους, και μοχθηρούς και κακούς. Εκεί δηλαδή τους φοβίζει από τα μελλοντικά λέγοντας: «Επομένως όποιος νομίζει ότι στέκεται, ας προσέξει μήπως πέσει», εδώ όμως όχι από τα μελλοντικά, αλλά από τα περασμένα τους ελέγχει, κάνοντας το ίδιο με όσα προσθέτει: «Ήμεν γάρ ποτε καί ημείς ανόητοι(: γιατί κάποτε ήμασταν και εμείς ανόητοι)», πράγμα που κάνει στην επιστολή του προς τους Γαλάτες γράφοντας: «Ούτω καί ημείς, ότε ήμεν νήπιοι, υπό τά στοιχεία τού κόσμου ήμεν δεδουλωμένοι (:έτσι και εμείς οι Χριστιανοί, όταν ήμασταν σε νηπιώδη πνευματική κατάσταση, ήμασταν υποδουλωμένοι στη στοιχειώδη και ανεπαρκή θρησκευτική γνώση του κόσμου που βρίσκεται στην άγνοια και την αμάθεια)» [Γαλ.4,3]. «Λοιπόν να μην κακολογήσεις κανέναν», λέγει, «γιατί και εσύ ήσουν τέτοιος».
«Ήμεν γάρ ποτε (:Κάποτε ήμασταν και εμείς)», λέγει, «καί ημείς ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, δουλεύοντες επιθυμίαις καί ηδοναίς ποικίλαις, εν κακία καί φθόνω διάγοντες, στυγητοί, μισούντες αλλήλους(:ανόητοι, απείθαρχοι, περιπλανώμενοι μακριά από τον Θεό και την αλήθεια, δούλοι σε επιθυμίες και σε κάθε είδους ηδονές και περνούσαμε τη ζωή μας με μοχθηρία και φθόνο, μισητοί και άξιοι να μας αποστρέφονται, αφού κι εμείς οι ίδιοι μισούσαμε ο ένας τον άλλον)»[Τίτ.3,3]. Ώστε προς όλους πρέπει να είμαστε τέτοιοι, να φερόμαστε δηλαδή με πραότητα.
Γιατί αυτός που πρώτα ήταν τέτοιος και ύστερα απαλλάχθηκε, οφείλει να μην επικρίνει τους ομοίους του, αλλά να προσεύχεται και να ευγνωμονεί Εκείνον που έδωσε και στον ίδιο και σε εκείνους τη συγχώρηση των προηγούμενων κακών. Κανείς ας μην καυχιέται, «γιατί όλοι αμάρτησαν». Όταν λοιπόν θέλεις να επικρίνεις κάποιον, πράττοντας εσύ σωστά, έχοντας στον νου σου την προηγούμενη ζωή σου και το αβέβαιο του μέλλοντος, να συγκρατείς την οργή. Γιατί και αν ακόμη από την πρώτη ηλικία έζησες ενάρετα, μπορεί όμως να έχεις πολλά αμαρτήματα και αν δεν έχεις, όπως νομίζεις, σκέψου ότι αυτό δεν έγινε από τη δική σου αρετή, αλλά από τη χάρη του Θεού. Γιατί, αν δεν καλούσε τους δικούς σου προγόνους, και εσύ μπορεί να ήσουν απείθαρχος. Πρόσεχε πώς ανέφερε κάθε κακία. Δεν οικονομούσε άπειρα ο Θεός με τους προφήτες, με όλους; Μήπως τους ακούσαμε;
«Ήμεν γάρ ποτε (:διότι ήμασταν κάποτε)», λέγει, «καί ημείς πλανώμενοι ότε δέ η χρηστότης καί η φιλανθρωπία επεφάνη τού σωτήρος ημών Θεού(:και εμείς πλανώμενοι όταν όμως φανερώθηκε η αγαθότητα και η φιλανθρωπία του Σωτήρος μας Θεού)». Πώς; «Ουκ εξ έργων τών εν δικαιοσύνη ών εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά τόν αυτού έλεον έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου (:Όταν όμως φανερώθηκε η αγαθότητα και η φιλανθρωπία του Σωτήρος μας Θεού, μας έσωσε όχι από έργα αρετής που κάναμε εμείς, αλλά σύμφωνα με το έλεός Του, με το λουτρό του αγίου βαπτίσματος, στο οποίο μας αναγεννά και μας ανακαινουργώνει το Άγιο Πνεύμα)»[Τίτ.3,4-5]. Πωπω! Πόσο ήμασταν βυθισμένοι μέσα στην κακία, ώστε να μην μπορούμε να καθαριστούμε, αλλά να χρειαστούμε αναγέννηση! Γιατί αυτό σημαίνει παλιγγενεσία. Όπως δηλαδή σε ένα σπίτι που είναι ετοιμόρροπο κανείς δεν βάζει υποστήριγμα, ούτε το ενώνει με τις παλαιές υποδομές, αλλά αφού το γκρεμίσει μέχρι τα θεμέλια, έτσι από την αρχή το κατασκευάζει και το ανακαινίζει, το ίδιο και Αυτός έκανε. Δεν μας επισκεύασε, αλλά από την αρχή μας κατασκεύασε. Γιατί αυτό σημαίνει η φράση «διά ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου (:με την ανακαίνιση που χαρίζει το άγιο Πνεύμα)» από την αρχή μας έκανε καινούργιους. Πώς; Με το Πνεύμα. Και πάλι, δείχνοντας αυτό με άλλον τρόπο, προσθέτει: «ού εξέχεεν εφ΄ ημάς πλουσίως διά Ιησού Χριστού τού σωτήρος ημών (:που ο Θεός το έχυσε επάνω μας πλούσια διαμέσου του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος μας)»[Τίτ.3,6]. Τόσο πολύ μας χρειάζεται η ευσπλαχνία του Θεού.
«ίνα δικαιωθέντες τή εκείνου χάριτι (:Και μας το έχυσε πλούσια, για να δικαιωθούμε και να αγιασθούμε πρώτα με τη χάρη Εκείνου)»[Τίτ.3,7]. Πάλι με τη χάρη Του, όχι από το χρέος Του «κληρονόμοι γενώμεθα κατ΄ ελπίδα ζωής αιωνίου (:και να γίνουμε έπειτα κληρονόμοι αιώνιας ζωής, σύμφωνα με την ελπίδα μας)». Συγχρόνως είναι προτροπή για ταπεινοφροσύνη και ελπίδα για τα μελλοντικά. Γιατί, αν όταν ήμασταν τόσο απελπισμένοι, ώστε να χρειαστεί να γεννηθούμε από την αρχή και να σωθούμε με τη χάρη Του, μας έσωσε χωρίς να έχουμε κανένα καλό, πολύ περισσότερο θα το κάνει αυτό στο μέλλον.
Τίποτε δεν ήταν χειρότερο από την ανθρώπινη θηριωδία πριν από τον ερχομό του Χριστού. Γιατί σαν εχθροί και αντίπαλοι συμπεριφέρονταν όλοι μεταξύ τους. Οι πατέρες έσφαζαν τα παιδιά τους και οι μητέρες ερωτεύονταν τα παιδιά τους. Τίποτε δεν ήταν όρθιο, ούτε ο φυσικός, ούτε ο γραπτός νόμος, αλλά όλα είχαν ανατραπεί μοιχείες διαρκείς, φόνοι και οτιδήποτε άλλο υπάρχει φοβερότερο από τους φόνους, κλοπές (και λέγει κάποιος από τους εθνικούς ότι το πράγμα φαινόταν πως είναι έργο της αρετής και φυσικά, αφού και θεό τέτοιον λάτρευαν), χρησμοί συνεχείς που πρόσταζαν να φονεύεται ο τάδε και ο τάδε.
Να πω κάτι από εκείνα που συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια; Κάποιος Ανδρόγεως, υιός του Μίνωα, ήρθε στην Αθήνα και νίκησε στην πάλη, έπειτα όμως τιμωρήθηκε και θανατώθηκε. Ο Απόλλων λοιπόν, θεραπεύοντας το κακό με κακό, πρόσταξε να παίρνουν και να θανατώνουν γι΄αυτό[:Αναφέρεται στον γνωστό μύθο του Μινώταυρου και στον φρικτό φόρο αίματος που πλήρωναν οι Αθηναίοι. Από τον φόρο αυτόν απάλλαξε τους Αθηναίους ο Θησέας] δεκατέσσερις νέους. Τι υπάρχει σκληρότερο από αυτήν την τυραννία; Και αυτό έγινε, και ένας άνθρωπος ήρθε για να λύσει τη μανία του Θεού και έσφαξε τους νέους εκείνους, γιατί σε αυτούς ίσχυε η απάτη. Όταν όμως ξεσηκώθηκαν και υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους, δεν ίσχυε πια η απάτη. Αν βέβαια το πράγμα γινόταν δίκαια, δεν έπρεπε να εμποδιστεί αν όμως άδικα, όπως ασφαλώς και γινόταν άδικα, ούτε από την αρχή έπρεπε να διαταχθεί.
Προσκυνούσαν πυγμάχους και παλαιστές. Πόλεμοι γίνονταν συνεχείς και αλλεπάλληλοι σε κάθε πόλη και κωμόπολη και σπίτι. Ήταν παιδεραστές και κάποιος σοφός αυτών [Πρόκειται για τον Σόλωνα] νομοθετούσε ότι δεν επιτρέπεται σε δούλο ούτε να είναι παιδεραστής, ούτε να ασχολείται με τον αθλητισμό, «επειδή το πράγμα ήταν ενάρετο και περιείχε πολλή τιμή». Γι’αυτό και σε σπίτια έμεναν και το έκαναν φανερά αυτό. Και αν εξετάσει κανείς όλα τα δικά τους, θα βρει ότι και στην ίδια τη φύση φέρονταν φανερά με υβριστικό τρόπο και κανείς δεν τους εμπόδιζε, αλλά όλα τα δράματά τους ήταν γεμάτα από αυτά, δηλαδή από μοιχείες, ασέλγειες και ανηθικότητες. Παννυχίδες γίνονταν μιαρές και γυναίκες προσκαλούνταν να τις δουν. Πωπω αισχρό πράγμα! Τη νύχτα γινόταν παννυχίδα σε θέατρο και παρθένος καθόταν ανάμεσα σε παράφρονες νέους του μεθυσμένου όχλου. Το σκοτάδι ήταν η πανήγυρη και τα μυσαρά έργα που τελούνταν από αυτούς. Γι’αυτό λέγει: «Ήμεν γάρ ποτε καί ημείς ανόητοι, απειθείς, πλανώμενοι, δουλεύοντες επιθυμίαις καί ηδοναίς ποικίλαις, εν κακία καί φθόνω διάγοντες, στυγητοί, μισούντες αλλήλους (:Πρέπει να είμαστε όλοι επιεικείς και πράοι προς όλους, διότι και σε μας έτσι φέρθηκε ο Θεός. Κάποτε ήμασταν και εμείς ανόητοι, απείθαρχοι, περιπλανώμενοι μακριά από τον Θεό και την αλήθεια, δούλοι σε επιθυμίες και σε κάθε είδους ηδονές και περνούσαμε τη ζωή μας με μοχθηρία και φθόνο, μισητοί και άξιοι να μας αποστρέφονται, αφού κι εμείς οι ίδιοι μισούσαμε ο ένας τον άλλον)»[Τίτ.3,3]. Ο τάδε αγάπησε τη μητρυιά του, λέγει, και η τάδε τον πρόγονό της και κρεμάστηκε[:Αναφέρεται στον Φοίνικα, τον υιό του Αμύντορα και παιδαγωγό του Αχιλλέα(Ομήρου Ιλιάδα Ι) και στη Φαίδρα, τη σύζυγο του Θησέα]. Τους παιδικούς έρωτες, τους οποίους αυτοί συνηθίζουν να τους ονομάζουν «παιδικά», ούτε να τους πούμε είναι δυνατό.
Αλλά τι; Θέλεις να δούμε και γάμους με τις μητέρες; Υπάρχει και αυτό σε αυτούς, και το πιο φοβερό, το πράγμα γινόταν από άγνοια και ο θεός τους δεν το εμπόδιζε, αλλά ανεχόταν να υβρίζεται η φύση και αυτό γινόταν αν και ήταν από τις επίσημες[:Αναφέρεται στον Οιδίποδα και την Ιοκάστη]. Και αν αυτοί, που ήταν φυσικό, αν μη για τίποτε άλλο τουλάχιστο για τη δόξα από τους πολλούς, να επιδίδονται στην αρετή, φέρονταν τόσο εύκολα προς την κακία, τι ήταν φυσικό να πράττουν οι πολλοί που ζούσαν στα κρυφά; Τι πιο περίπλοκο από την ηδονή αυτή; Αγάπησε η τάδε τον τάδε όταν επέστρεψε ο άνδρας της τον έσφαξε με τη βοήθεια του μοιχού[:Ο λόγος είναι για την Κλυταιμήστρα, τον Αγαμέμνονα, τον Αίγισθο και στον Ορέστη και για τις γνωστές συμφορές της οικογένειας των Ατρειδών]. Ίσως οι πολλοί γνωρίζετε την ιστορία. Τον μοιχό σκότωσε ο γιος τους σκοτωμένου και εκείνην την έσφαξε. Στη συνέχεια τρελάθηκε και ο ίδιος και καταδιωκόταν από τις ερινύες. Έπειτα αυτός που κυριεύτηκε από τόση τρέλα έφυγε και έσφαξε άλλον, και παίρνει τη γυναίκα του. Τι υπάρχει χειρότερο από τις συμφορές αυτές; Γι’αυτό τα λέγω αυτά παρμένα από τους μη Χριστιανούς, για να πείσω τους εθνικούς πόσα κακά κατείχαν την οικουμένη.
Αλλά αν θέλετε, ας το αποδείξω και από τα δικά μας: «καί έθυσαν(:και θυσίασαν)», λέγει, «τούς υιούς αυτών καί τάς θυγατέρας αυτών τοίς δαιμονίοις(:και θυσίασαν τους γιους και τις θυγατέρες τους στα δαιμόνια, στα είδωλα)»[Ψαλμ.105,37]. Και πάλι οι κάτοικοι των Σοδόμων δεν καταστράφηκαν για τίποτε άλλο, παρά μόνο επειδή ερωτεύονταν παιδιά[ βλ. Γέν. 19,4-30]. Αλλά πάλι στην αρχή της παρουσίας του Χριστού δεν χόρευε η θυγατέρα του βασιλιά στη διάρκεια του συμποσίου ανάμεσα σε μεθυσμένους ανθρώπους; Δεν ζητούσε φόνο για βραβείο για τον χορό το κεφάλι του προφήτη; [βλ. Ματθ.14,1-12]. «Τίς λαλήσει τάς δυναστείας τού Κυρίου; (:Ποιος θα μπορέσει ποτέ να κάνει λόγο και να εξυμνήσει επαξίως τα έργα τα θαυμαστά της δυνάμεως του Κυρίου;)» [Ψαλμ. 105,2].
«Ήμεν γάρ ποτε καί ημείς (:διότι ήμασταν κάποτε και εμείς)», λέγει, «στυγητοί, μισούντες αλλήλους (:μισητοί και άξιοι να μας αποστρέφονται, αφού κι εμείς οι ίδιοι μισούσαμε ο ένας τον άλλον)»[Τίτ.3,3]. Γιατί οπωσδήποτε όταν αφήσουμε στην ψυχή όλες τις ηδονές, αυξάνεται αναγκαστικά το μίσος. Γιατί; Επειδή όπου η αγάπη είναι μαζί με την αρετή, κανείς δεν ξεπερνάει κανέναν. Πρόσεχε και ο Παύλος τι λέγει: «Μή πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. καί ταύτά τινες ήτε (:Μην πλανάστε. Ούτε οι πόρνοι, ούτε οι ειδωλολάτρες, ούτε οι μοιχοί, ούτε οι εκθηλυμένοι και θηλυπρεπείς, ούτε οι αρσενοκοίτες ούτε οι πλεονέκτες, ούτε οι κλέφτες, ούτε οι μέθυσοι, ούτε αυτοί που εμπαίζουν και βρίζουν τους άλλους, ούτε οι άρπαγες με κανένα τρόπο δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού και μερικοί από εσάς τέτοιοι ήσασταν στο παρελθόν)» [Α΄Κορ. 6,9-11]. Βλέπεις πώς επικρατούσε κάθε είδος κακίας και ήταν πολλή η ομίχλη και διαφθειρόταν το δίκαιο; Γιατί, αν εκείνοι που άκουγαν τις προφητείες και έβλεπαν να γίνονται τόσα κακά και στους εχθρούς και στον εαυτό τους δεν συγκρατούνταν, αλλά έκαναν άπειρα καινούργια πράγματα, τι θα έκαναν οι άλλοι;
Ένας άλλος πάλι από αυτούς πρόσταζε τις παρθένες να παλεύουν γυμνές μπροστά στους άνδρες [:Πρόκειται για τον Λυκούργο, τον γνωστό νομοθέτη της Σπάρτης]. Είθε να συμβούν σε σας πολλά αγαθά, γιατί ούτε τον λόγο αντέχετε να ακούσετε. Αυτό όμως το πράγμα οι φιλόσοφοι δεν το ντρέπονταν. Και κάποιος άλλος, φιλόσοφος, ο κορυφαίος από αυτούς, τις βγάζει ακόμη και σε πολέμους και προστάζει να είναι κοινές, σαν να ήταν κάποιος μαστροπός και προαγωγός» [: Πρόκειται για τον Πλάτωνα].
«εν κακία καί φθόνω διάγοντες(:περνούσαμε τη ζωή μας με μοχθηρία και φθόνο)», λέγει[: Τίτ.3,3]. Αν λοιπόν οι φιλόσοφοί τους νομοθετούσαν αυτά, τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους μη φιλοσόφους; Αν αυτοί που έχουν τη βαθειά γενειάδα και φορούν τον τρίβωνα λέγουν τέτοια πράγματα, τι θα λέγαμε για τους άλλους; Δεν έγινε γι΄αυτό η γυναίκα, άνθρωπε, ώστε να εκτίθεται δημόσια σε όλους.
Ω σεις, που τα πάντα αντιστρέφετε! Που έρχεστε σε μίξη με τους άνδρες σαν να είναι γυναίκες και οδηγείτε τις γυναίκες σαν να είναι άνδρες στον πόλεμο. Γιατί αυτό είναι το έργο του διαβόλου, το να συγχέει και να αντιστρέφει τα πάντα και να διασαλεύει και να μετακινεί τα όρια που από την αρχή τέθηκαν και εκείνα που έθεσε ο Θεός στη φύση. Γιατί στη γυναίκα ο Θεός έδωσε μόνο να φροντίζει το σπίτι, ενώ στον άνδρα να ασχολείται με τα δημόσια πράγματα. Εσύ όμως κατεβάζεις την κεφαλή στα πόδια, και ανεβάζεις τα πόδια στην κεφαλή. Οπλίζεις τις γυναίκες, και δεν ντρέπεσαι; Και τι λέγω αυτά; Παρουσιάζουν και κάποια γυναίκα τους που σκότωσε ακόμη και τα παιδιά της, και δεν αισχύνονται ούτε ντρέπονται βάζοντας τέτοιες μυσαρές ιστορίες στις ακοές των ανθρώπων.
«Ότε δέ(:Όταν όμως)», λέγει, «η χρηστότης καί η φιλανθρωπία επεφάνη τού σωτήρος ημών Θεού, ουκ εξ έργων τών εν δικαιοσύνη ών εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά τόν αυτού έλεον έσωσεν ημάς διά λουτρού παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου ού εξέχεεν εφ΄ ημάς πλουσίως διά Ιησού Χριστού τού σωτήρος ημών, ίνα δικαιωθέντες τή εκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ΄ ελπίδα ζωής αιωνίου(:Όταν όμως φανερώθηκε η αγαθότητα και η φιλανθρωπία του Σωτήρος μας Θεού, μας έσωσε όχι από έργα αρετής που κάναμε εμείς, αλλά σύμφωνα με το έλεός Του, με το λουτρό του αγίου βαπτίσματος, στο οποίο μας αναγεννά και μας ανακαινουργώνει το Άγιο Πνεύμα, που ο Θεός το έχυσε επάνω μας πλούσια διαμέσου του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος μας. Και μας το έχυσε πλούσια, για να δικαιωθούμε και να αγιασθούμε πρώτα με τη χάρη Εκείνου και να γίνουμε έπειτα κληρονόμοι αιώνιας ζωής, σύμφωνα με την ελπίδα μας)»[Τίτ.3,4-7].
Τι σημαίνει «κατ΄ ελπίδα (:σύμφωνα με την ελπίδα μας)»; Δηλαδή, όπως ελπίσαμε έτσι θα απολαύσουμε ή ότι ήδη είστε και κληρονόμοι. «Πιστός ο λόγος (:Το ότι δικαιωθήκαμε και αναγεννηθήκαμε και θα κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή είναι λόγος και αλήθεια αξιόπιστη)»[Τίτ.3,8]. Επειδή λοιπόν μίλησε για πράγματα μελλοντικά και όχι ακόμη παρόντα, πρόσθεσε το αξιόπιστο. «Είναι αληθινά αυτά», λέγει, «και αυτό φαίνεται από αυτά που προηγήθηκαν. Γιατί εκείνος που μας απάλλαξε από τόση μεγάλη ανομία και από τόσο πολλά κακά, είναι ολοφάνερο πώς θα δώσει οπωσδήποτε και τα μελλοντικά σε μας που παραμείναμε στη χάρη του γιατί από την ίδια πρόνοια γίνονται όλα».
Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό και ας μην ψέγουμε καθόλου τους άλλους, καθόλου ας μην τους κατηγορούμε, αλλά μάλλον ας τους προτρέπουμε, ας προσευχόμαστε γι αυτούς, ας τους συμβουλεύουμε, ας τους παραινούμε, είτε μας υβρίζουν είτε μας χλευάζουν, γιατί τέτοιοι είναι οι ασθενείς. Όσοι όμως τρέχουν για την υγεία των ασθενών υποφέρουν και κάνουν τα πάντα, ακόμη και αν δεν κατορθώνουν τίποτε, για να μην κατηγορούν τον εαυτό τους για αδιαφορία. Ή δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές όταν ένας γιατρός παραιτείται από τον ασθενή κάποιος άλλος συγγενής του λέγει: «συνέχισε τη θεραπεία και μη σταματήσεις καθόλου, για να μην κατηγορώ τον εαυτό μου, για να μην τον μέμφομαι, για να μην μπορώ να πω τίποτε εναντίον μου;». Δεν βλέπετε πόσο φροντίζουν οι συγγενείς για τους δικούς τους; Πόσα κάνουν γι΄αυτό, και γιατρούς παρακαλούν και κάθονται κοντά τους διαρκώς; Τουλάχιστον αυτούς ας μιμούμαστε, αν και βέβαια η φροντίδα δεν είναι για ίδια πράγματα.
Τώρα όμως, όταν το παιδί είναι άρρωστο στο σώμα, δεν θα αρνηθεί κανείς να το στείλει σε μακρινό ταξίδι για να θεραπεύσει την αρρώστια του. Όταν όμως πάσχει η ψυχή, κανείς δεν φροντίζει καθόλου γι’ αυτήν, αλλά όλοι χάνουμε το θάρρος, όλοι αδιαφορούμε, όλοι ολιγωρούμε, αν και βλέπουμε τα παιδιά, τις γυναίκες και μας τους ίδιους να κυριευόμαστε από τη φοβερή αυτή αρρώστια. Αλλά αργότερα αισθανόμαστε το πράγμα. Σκεφτείτε πόσο αισχρό και πόσο πολύ καταγέλαστο είναι να λέμε αργότερα «δεν περιμέναμε, δεν ελπίζαμε να συμβεί αυτό». Και δεν είναι μόνο αισχρό αλλά και επικίνδυνο. Γιατί, αν στην παρούσα ζωή είναι γνώρισμα των ανόητων ανθρώπων το να μην προβλέπουν τα μελλοντικά, πολύ περισσότερο θα συμβεί αυτό στη μέλλουσα ζωή, τη στιγμή που ακούμε τώρα πολλούς να μας συμβουλεύουν και να λένε αυτά που πρέπει και αυτά που δεν πρέπει να κάνουμε. Ας είμαστε λοιπόν κυριευμένοι από την ελπίδα αυτή, ας φροντίζουμε για τη σωτηρία μας, ας παρακαλούμε για όλα τον Θεό, ώστε να μας βοηθήσει. Μέχρι πότε θα είμαστε ράθυμοι; Μέχρι πότε αδιάφοροι, μέχρι πότε θα περιφρονούμε τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας; Αυτός σκόρπισε πλούσια πάνω μας τη χάρη του αγίου Πνεύματος.
Ας κατανοήσουμε λοιπόν πόση χάρη φανέρωσε για μας και ας δείξουμε και εμείς τόσο ενδιαφέρον ή καλύτερα τόσο δεν είναι δυνατό, τουλάχιστο μικρότερο. Γιατί, αν και μετά τη χάρη αυτήν παραμείνουμε αναίσθητοι, θα είναι μεγαλύτερη η τιμωρία μας. «ει μή ήλθον (:Εάν δεν είχα έλθει)», λέγει, «καί ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον νύν δέ πρόφασιν ουκ έχουσι περί τής αμαρτίας αυτών (:και δεν τους είχα μιλήσει αποδεικνύοντάς τους με τη διδασκαλία μου και με τα θαύματά μου ότι είμαι ο Μεσσίας, δεν θα είχαν αμαρτία για την απιστία που έδειξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρόφαση που να δικαιολογεί την αμαρτία τους. Και είναι βαριά και ασυγχώρητη η αμαρτία τους αυτή)» [Ιω.15,22]. Είθε όμως να μη γίνει να πει αυτά για μας, αλλά εύχομαι να αξιωθούμε εμείς τα αγαθά που έχει υποσχεθεί για εκείνους που Τον αγαπούν με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Τίτον επιστολήν, ομιλία Ε΄,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 22, σελίδες 94-117.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm