Αγία Κυριακή: Στις 7 Ιουλίου η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακής. Η αγία Κυριακή είναι από τα ιερά θύματα των τελευταίων αρχαίων διωγμών της Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, που βασίλεψε από το 284 ως το 305. Οι αρχαίοι διωγμοί είναι από τις ενδοξότερες ημέρες στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και κάθε διωγμός, γιατί είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία πάντα διώκεται.
Η αγία Κυριακή ήταν θυγατέρα ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της Δωρόθεος κι η μητέρα της Ευσεβία δεν είχαν παιδιά. Προσεύχονταν και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει ένα παιδί και να του το αφιερώσουν. Ο Θεός άκουσε την προσευχή των ευσεβών γονέων, και μια Κυριακή γεννήθηκε ένα ωραίο κοριτσάκι. Ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, πιστοί στην υπόσχεση τους, το ονόμασαν Κυριακή και το ανάθρεψαν με κάθε φροντίδα και επιμέλεια, ως αφιερωμένο στο Θεό. Η ατεκνία πάντα είναι μεγάλη λύπη για τους συζύγους και μάλιστα για τούς Χριστιανούς, αλλά και η χαρά τους πάλι πολύ μεγάλη, όταν αποκτήσουν παιδί.
Αγία Κυριακή: Η Αγία που διώχνει την κατάθλιψη
Γι’ αυτό με κάθε τρόπο, και πρώτα με το όνομα που δίνουν στο παιδί, δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό. Στο διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός εναντίον των χριστιανών, η Κυριακή θα ήταν μια παιδούλα ούτε ως είκοσι ακόμα ετών. Τότε και οι γονείς και η θυγατέρα κατηγορήθηκαν και πιάστηκαν ως χριστιανοί. Και το πιο σκληρό ήταν ότι χωρίστηκε το κορίτσι από τους γονείς του· το Δωρόθεο και την Ευσεβία τους πήγαν προς την Αρμενία και την Κυριακή την οδήγησαν στη Νικομήδεια.
Εκεί ο ηγεμόνας, ανακρίνοντας την παιδούλα και βλέποντας τη σταθερή της πίστη, έδωκε διαταγή να τη μαστιγώσουν σκληρά. Η Κυριακή σε κάθε ερώτηση απαντούσε- «Είμαι χριστιανή». Και σε κάθε απειλή του ηγεμόνα έλεγε· «Μην πλανιέσαι και μη σε ξεγελάει ο λογισμός σου· με βοηθάει ο Θεός και δεν θα με νικήσεις».
Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την αγία Κυριακή στο ναό, για να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, μπαίνοντας στο ναό, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να τη βοηθήσει. Ένας δυνατός τότε σεισμός κατατρόμαξε τους δημίους και τα αγάλματα του ναού έπεσαν κι έγιναν κομμάτια. Άναψαν ύστερα φωτιά για να την κάψουν ζωντανή, μα όπως τη βάτο του Μωυσή, την κύκλωσαν οι φλόγες, μα δεν την έκαψαν. Την έρριξαν ύστερα στα θηρία, μα κι εκείνα δεν την πείραξαν, παρόμοια όπως το Δανιήλ, όταν τον έρριξαν στο λάκκο των λεόντων. Θα περίμενε κανένας ο ηγεμόνας να ανοίξει τα μάτια του και να δει το θαύμα του Θεού, μα έξαλλος και τυφλωμένος από οργή έδωκε διαταγή να αποκεφαλίσουν το αθώο κι αγνό κορίτσι.
Η αγία Κυριακή, πριν ο δήμιος εκτελέσει τη διαταγή, ζήτησε να την αφήσουνε να προσευχηθεί. Γονάτισε τότε κι άρχισε να προσεύχεται. Κανένας δεν άκουσε τα λόγια της, γιατί σε τέτοιες στιγμές η καρδιά του ανθρώπου, προσεύχεται «στεναγμοίς αλλαλήτοις». Δεν κινούνται τα χείλη, δεν ακούεται φωνή. Κι όμως ο Θεός ακούει, κι είναι σαν και να ρωτά τον προσευχόμενο, σαν και τότε το Μωυσή στην Ερυθρά θάλασσα· «Τι βοάς προς με;». Η αγία Κυριακή προσευχήθηκε για ώρα πολλή κι ύστερα έγειρε στη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτέλεσει τη διαταγή, είδε πως η αγία Κυριακή ήταν νεκρή. Η ψυχή της παιδούλας πέταξε σαν μικρό πουλί, και φωτεινός άγγελος την πήρε, για να τη φέρει στο Νυμφίο Χριστό.
Ας μείνομε στο όνομα της αγίας Κυριακής, στο γεγονός δηλαδή ότι οι ευσεβείς γονείς της την ονόμασαν έτσι, επειδή γεννήθηκε σε ημέρα Κυριακή. Το όνομα συνδέεται στενά με το πρόσωπο και τη συνείδηση του άνθρωπου. Ενώ το όνομα είναι έξω από τον άνθρωπο και προστίθεται σ’ αυτόν ύστερα, όμως συνδέεται τόσο μαζί του, που γίνεται ένα μ’ αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε την καλή συνήθεια των ευσεβών χριστιανών να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα Αγίων της πίστης. Με αυτό τον τρόπο και με την ευκαιρία που η Εκκλησία κάθε χρόνο εορτάζει τα ιερά της πρόσωπα, ο κάθε χριστιανός στο όνομά του έχει μια συνεχή υπόμνηση της ευσέβειας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως με το όνομα εισάγει «εις την οικίαν έκαστος την εαυτού τον άγιον». Αμήν.
(+ Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Δ. Ψαριανού, Εικόνες έμψυχοι, Εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ.93-95)
Αγία Κυριακή: Το γυναικείο μοναστήρι στην Ημαθία (ΦΩΤΟ)
Παρακλητικός Κανών στην Αγία Κυριακή την Μεγαλομάρτυρα
7 Ιουλίου
Ὁ Ἱερεύς Εὐλογητός ὁ Θεός…
Ὁ ἀναγνώστης: Ἀμήν.
Ψαλμός ρμβ΄ (142).
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀλήθειά σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σου. Καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος, καί ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἔμου, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα. Γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἡ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός σέ κατέφυγον, δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μου. Τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ. Ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου, καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος σου εἰμι.
Καί εὐθύς τό, Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου., ἐξ ἑκατέρων τῶν Χορῶν, ὡς ἕξης:
Ἦχος δ΄.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τήν ἑξανθήσασαν ἁγνείας λαμπρότητι, ὡς ἐν κοιλάσιν εὐωδέστατον ἴον, Κυριακήν τήν ἔνδοξον, μαρτύρων καλλονήν, πάντες ἀνυμνήσωμεν, πρός αὐτήν ἐκβοῶντες, Ρύσαι τούς ὑμνουντάς σέ, τῶν δεινῶν σαῖς πρεσβείαις, ἴνα γεραίρωμεν εὐλαβῶς, τήν πανεύφημόν σου μνήμην, Ἀθληφόρε ἀξιάγαστε.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἔκ σού, σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ψαλμός Ν΄ (50).
Ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου, καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιον μούεεστι διά παντός. Σοί μόνω ἥμαρτον, καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου, καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου, καί τό Πνεῦμα σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ.
Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.
Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην, ὁ Θεός, οὐκ ἐξουδενώοει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Καί ὁ Κανών.
Ὠδή ἅ΄ Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Ὑμνοῦμεν σέ πόθω, Κυριακή, Χριστοῦ Ἀθληφόρε, καί δεόμεθά σου θερμῶς, παρασχου λιταίς σου πρός τόν Κτίστην, πάσι τοῖς κάμνουσι τήν ἀνάρρωσιν.
Μαράνασα, μάρτυς, σῶμα τό σόν, Θεοῦ δί’ ἀγάπην, κακουχίαις τέ καί δεινοῖς, διό τά τοῦ σώματός μου πάθη, δί’ ἐγκρατείας μαράναι ἀξίωσον.
Νυκτός Χριστοῦ μάρτυς καί σκοτασμοῦ, τῆς πλάνης φυγοῦσα, ἠξιώθης θείου φωτός, καμέ φωτισθῆναι ταῖς λιταίς σου, θεοφεγγέσιν ἀκτίσι ἀξίωσον.
Θεοτοκίον.
Ἐκένωσε, Κόρη, ὁ ποιητής, ἐν τή σή κοιλία, ἑαυτόν δέ τούς πατρικούς, κόλπους τό καθόλου μή κενώσας, διά τό σῶσαι ὡς Θεός τό ἀνθρώπινον.
Ὠδή γ΄. Σύ εἰ τό στερέωμα.
Ἴασαι τά πάθη μου, τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ταῖς πρός Θεόν, ἐνθέρμοις λιταίς σου, Κυριακή μεγαλώνυμε.
Σύνεσιν μοί δώρησαι, τῷ ἀσυνέτω, πανθαύμαστε, Κυριακή, ἴνα πράττω πάντα, τοῦ Θεοῦ τά προστάγματα.
Ἔκ σού, παμμακάριστε, Κυριακή, τήν κατάπαυσιν, νόσων δεινῶν, πόθω ἀναμένω, ἀπολαῦσαι πρεσβείαις σου.
Θεοτοκίον.
Μαρία γενέσθαι μοί, τῷ μολυνθέντι τοῖς πταίσμασιν, ἴλεων νῦν, τόν ἔκ σού τεχθέντα, ἀσιγήτως δυσώπησον.
Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Ἀπαστράπτουσα θαύμασιν, ἐκ τῶν προσφευγόντων σοί, μάρτυς ἔνδοξε, τῶν παθῶν φρικτήν σκοτόμαιναν, ἀπελαύνεις ὄντως ταῖς πρεσβείαις σου.
Ρεῖθρα ὄντως, πανένδοξε, ἰαμάτων ἄφθονα ἀναβλύζουσα, τοῖς τιμῶσι σήν πανήγυριν, ρῶσιν ταῖς λιταίς σου νῦν χορήγησον.
Τῶν μαρτύρων τήν εὔκλειαν, τήν Κυριακήν ἀνυμνήσωμεν, οἱ πιστοί καί ἐπαινέσωμεν, ὡς τετυχηκότες ἀπαλλαγῆς τῶν δεινῶν.
Θεοτοκίον.
Ὕφαντον ἐκ τῆς ἄνωθεν, χάριτος χιτώνα, Παρθένε, ἔνδυσον, τόν σόν δοῦλον ταῖς πρεσβείαις σου, καί τή ἀφθαρσία μέ περίβαλε.
Ὠδή ἐ΄. Φώτισον ἠμᾶς.
Σόφισον μέ νῦν, τῆς σοφίας ταῖς ἑλλάμψεσι, ταῖς ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ ἔννοιαν, καί φωτί θείω, Κυριακή μέ φωταγώγησον.
Κύμασι δεινοῖς, ἁμαρτίας βυθιζόμενον, καί ταῖς τρικυμίαις τῶν θλίψεων, Κυριακή μέ, τοῦ κινδύνου ἐλευθέρωσον.
Ὕψιστον ἐκδυσώπει ὑπέρ τοῦ δούλου σου, παθῶν θλιβόντων, καί δεινῶν ἁπαλλαγῆναι μέ.
Θεοτοκίον.
Ρύπου μέ παθῶν, μεσιτεία σου καθάρισον, καί τήν σκοτισθεῖσαν ψυχήν μου φώτισον, ἴνα δοξάζω καί ὑμνῶ σέ, πολυύμνητε.
Ὠδή στ΄. Ἰλάσθητι μοί.
Ἰδεῖν τήν δόξαν Θεοῦ, ἐπιποθῶν ὁ ταλαίπωρος, Κυριακή, πρός τήν σήν, προσφεύγω βοήθειαν, θερμῶς σου δεόμενος, ὅπως ταῖς λιταίς σου, ταύτης γένωμαι νῦν μέτοχος.
Ἀγάπη πρός τόν Θεόν, πάντα ὡς φρούδα κατέλιπες, Κυριακή τά ἐν γῆ, σύ οὔν καί τόν δοῦλόν σου, παριδεῖν ἀξίωσον, πάντα τά ἠδέα, καί ἁγίως πολιτεύεσθαι.
Κρατήρα, Κυριακή, θανατηφόρον κεκέρακεν, ἡ Εὕα πάλαι ἐμοί, σύ δέ τοῖς σοῖς αἵμασιν, οἶνον μοί ἐνστάλαξον, τῆς ἀθανασίας, τήν καρδίαν μου εὐφραίνοντα.
Θεοτοκίον
Ἡ μόνη καταφυγή, χριστιανῶν σύ βοήθησον, τῷ κινδυνεύοντι νῦν, καί χεῖρα μοί ὄρεξον, καί πρός τόν λιμένα μέ, τόν τῆς σωτηρίας, καθοδήγησον, Πανάχραντε.
Διάσωζε, Κυριακή ἀθληφόρε, ταῖς πρός Θεόν σου πρεσβείαις, ἀπό ποικίλων κινδύνων τούς δούλους σου, καί ἴασαι τάς δεινάς ἠμῶν νόσους.
Θεοτοκίον
Ἄχραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν.
Ὁ ἱερεύς μνημονεύει. Εἴτα τό Κοντάκιον. Ἦχος β΄.
Ἀνέτειλεν ἠμίν λαμπρά, ὥσπερ ἥλιος, ἡ μνήμη σου σεμνή Κυριακή ἀθληφόρε, νέφη τῶν παθῶν ἀποδιώκουσα, καί φωταγωγοῦσα τούς εὐσεβῶς, τή σή εἰκόνι προσπελάζοντας, καί σέ πόθω καί πίστει γεραίροντας.
Προκείμενον Ἦχος δ΄.
Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοί, καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Στίχος. Καί ἔστησεν ἐπί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατεύθυνε τά διαβήματά μου.
Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (Ἰ΄ 16-22).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς, ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων, γίνεσθε οὔν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, καί ἀκέραιοι ὡς αἵ περιστεραί. Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ἀνθρώπων, παραδώσουσι γάρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καί ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς καί ἐπί ἡγεμόνας δέ καί βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καί τοῖς ἔθνεσιν. Ὅταν δέ παραδιδῶσιν ὑμᾶς, μή μεριμνήσητε πῶς ἤ τί λαλήσετε, δοθήσεται γάρ ὑμίν ἐν ἐκείνη τή ὥρα τί λαλήσετε, οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμίν. Παραδώσει δέ ἀδελφός ἀδελφόν εἰς θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπί γονεῖς καί θανατώσουσιν αὐτούς, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου, ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχος, Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.
Καί τό παρόν προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄.
Οὐδείς καταφεύγων ἐν τή σκέπη σου, κατησχυμένος ἐκπορεύεται, Κυριακή ἀθληφόρε, ἀλλ’ αἰτεῖται τήν ρῶσιν, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, παρά Θεοῦ ταῖς ἰκεσίαις σου.
Τό, Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου… (ὑπό τοῦ ἱερέως)
Ὠδή ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων.
Πάντων δεινῶν ἀρρωστημάτων, τά ἰάματα λαμβάνομεν ἀφθόνως, οἱ πιστῶς τή θερμή, προστρέχοντες σοί σκέπη, Κυριακή πανένδοξε, ταῖς ἐνθέοις σου πρεσβείαις.Ὄμβρους παρέχεις ἰαμάτων, καταπαύσουσα τό πῦρ ἀρρωστημάτων, καί πιστούς σύ ποιεῖς, ὑμνεῖν ἀδιαλείπτωςευλογητος εἰ Κύριε, ὁ Θεός εἰς τούς αἰώνας.
Θέσει, ὤ μάρτυς, θεουμένη, ὡς ἐγγίζουσα τῷ θρόνω τοῦ Ὑψίστου, ὑπέρ πάντων ἠμῶν, τῶν σέ ἀνευφημούντων, ὑμνωδιῶν ἐν κάλλεσι, τόν Θεόν ἀεί δυσώπει.
Θεοτοκίον.
Ὡς πέρ ὁ ἄσωτος, Μαρία, νῦν προχέω τά δάκρυα ἀφθόνως, ὡς τελώνης ἀεί, ἰλάσθητι κραυγάζω, σῶσον μέ τοίνυν, Δέσποινα, μητρικαίς σου ἰκεσίαις.
Ὠδή ἡ΄. Τόν Βασιλέα.
Σύ τῶν αἱμάτων, τοῖς σταλαγμοίς σου, παρθένε, ἀποξήρανον βυθόν ἁμαρτίας, καί χορηγεῖ ρῶσιν, τοῖς κάμνουσι λιταίς σου.
Εὔχου Κυρίω, Κυριακή ἀθληφόρε, ὑπέρ πάντων τῶν σοί προσφευγόντων, καί ρύου κινδύνων, αὐτούς σαῖς ἰκεσίαις.
Ρύσαι σόν δοῦλον, Κυριακή ἀθληφόρε, τόν τή σκέπη τή σή προσελθόντα, νόσων ὀλέθριων, καί θλίψεων λιταίς σου.
Θεοτοκίον
Ἁγνή Παρθένε, ἐκ κατωτάτου βυθοῦ μέ, ἀπογνώσεως ρύσαι καί πρός ὅρμον, μετανοίας βίον, ἴθυνον τού σου δούλου.
Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Φωτί τῷ ἀπροσίτω, ἐντρυφώσα, θεοφρον, τῆς ἁμαρτίας ἀχλύν τήν κακοζόφον, ἐκ τῶν σῶν δούλων λιταίς σου, νῦν διασκέδασον.
Εὐφρόσυνον ἡμέραν, ἄγει νῦν ἡ κτίσις, Κυριακή, τήν σήν μνήμην γεραίρουσα, καί εἰρηναίαν ἐκ τῶν λιτῶν σου, κατάστασιν ἀναμένουσα.Ἴασιν ταχίστην, δώρησαι λιταίς σου, Κυριακή ἀθληφόρε, καί φώτισον, τόν σκοτεινόν ἁμαρτίαις, νοῦν μου, πανένδοξε.
Θεοτοκίον
Μετά Θεόν, Παρθένε, ἄμαχον προστάτιν, καί ἀντιλήπτορα μέγιστον ἔχων σέ, κράζω σοί σῶσον, τόν δοῦλόν σου Ἄχραντε.
Εἴτα
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.
Καί θυμιά ὁ ἱερεύς τό Θυσιαστήριον καί τόν λαόν, ἤ τόν οἶκον, ὅπου ψάλλεται ἡ Παράκλησις, καί ἠμεῖς ψάλλομεν τά παρόντα.
Μεγαλυνάρια. Ἦχος πλ. β΄.
Ἔπιδε ἐξ ὕψους θείου Χριστοῦ, νύμφη στεφηφόρε, καί ἐπισκεψαι τούς πιστῶς, σέ ἀνευφημούντας, καί θείαις σου πρεσβείαις, νόσων παντοίων ρύσαι, καί πάσης θλίψεως.Τόν Χριστόν ποθήσασα ἀληθῶς, ἔσπευσας τεθνάναι, καί θυσίαν προσενεγκεῖν, σεαυτήν ἁγία Κυριακή θεοφρον, τοῦτον οὔν ἐκδυσώπει, ὑπέρ τῶν δούλων σου.
Θεοτοκίον.
Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.
Τρισάγιον καί τό Τροπάριον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς βρύσις πολυκρουνός, παρθενομάρτυς Χριστοῦ, κατήρδευσας, πάνσοφε, τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, καί ἤθλησας ἄριστα, ἔσωσας τούς ἐν σκότει, τῆς εἰδωλομανίας, αἴγλη τῶν σῶν θαυμάτων, Κυριακή ἀθληφόρε, διό ἐν παρρησία Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.
Ἤ τό παρόν Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Καλλιέρημα ὤφθης καί θύμα ἅγιον, προσενεγκοῦσα τῷ Πλάστη τήν καθαράν σου ψυχήν, ἤν ἐδόξασε Χριστός, ὤ καρτερόψυχε. Ὅθεν καί βρύει διά σου, τοῖς τιμῶσι σέ πιστοῖς, τάς χάριτας ὑπέρ ψάμμον, Κυριακή ἀθληφόρε, ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος.
Ὁ ἱερεύς ὡς ἔθος μνημονεύει.
Εἰς τήν ἀπόλυσιν ψάλλομεν τό παρόν.
Προσόμοιον.
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν…
Κλάδος εὐκλεής, Κυριακή, ρίζης διασήμου ἐδείχθης, Χριστόν κηρύξασα, φέρων τῆς ἀθλήσεως, καρπόν σωτήριον, καί ξηραίνων ἐν χάριτι, φυτά ἀσεβείας, ὅθεν σέ δοξάζοντες, καθικετεύομεν, ρύσαι ταῖς πρεσβείαις σου πάσης, λύμης τῶν παθῶν ἀχλυώδους, τούς τή θεία σκέπη σου προστρέχοντας.