Γράφει ο Τίμος Μωραϊτίνης, στο «Έθνος» της 21/11/1940
«… Και το θαύμα έγινεν. Ένας ύμνος μυριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια”. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί.
Η κανδήλα καίει προ της Εικόνος της Αγίας Παρθένου και υποκύανα νέφη λιβανωτού ανεβαίνουν προς τον ουράνιον θόλον, ενώ τα χείλη ψιθυρίζουν το άγιον όνομά της.
Έτσι ηγωνίσθη πάντοτε η Ελλάς. Με την βαθείαν, την ακλόνητον πίστιν προς τον Θεόν, με την μεγάλην, την αιωνίαν αγάπην πρός την Πατρίδα. Και ενίκησε. Και όταν ήλθαν καιροί σκοτεινοί και χρόνοι δυστυχίας, πάλιν με την ιδίαν πίστιν, με το ίδιον βαθύ, ειλικρινές και άδολον αίσθημα, εξήλθεν από το σκότος εις το φως και εσυνέχισε τον δρόμον της.
Και τώρα πάλιν εκεί εις τα βουνά της Ηπείρου, στους απότομους κρημνούς και στις αετοράχες, με τους οποίους η ελληνική φύσις κατεσκεύασε ανυπέρβλητα χαρακώματα, ο Στρατός υπό την ηγεσίαν της Θεομήτορος βαδίζει κατά του εισβολέως.
[irp posts=”308311″ name=”Η Ελληνίδα Μάνα του 1940″]
Αντί λαμπάδων λάμπουν τα δάση των γυμνών λογχών πέριξ της θείας μορφής της, που θαμβώνει με το ακτινοβόλημα μιας άδολης ωραιότητος. Είναι Αυτή η προστάτις και οδηγήτρια. Είναι Αυτή ο πύρινος στύλος και η Σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Είναι Αυτή που γλυκαίνει την ζωήν με τους σταλαγμούς της ουράνιας δρόσου. Είναι Αυτή που δεν λησμονεί ότι εις μίαν εορτήν της, προ της εικόνος της, προ του ναού της, εβυθίσθη από αιμοσταγείς χριστιανικάς χείρας ένα σκάφος και ότι ο βάρβαρος κρότος μιας τορπίλης διέκοψε την δέησιν και ενέκρωσε τα προσευχόμενα χείλη.
Στρατός και λαός προς Αυτήν ατενίζουν. Εδώ θυμίαμα από μοσχολίβανον ανεβαίνει προς τον ουρανόν, εκεί θυμίαμα ο καπνός της μάχης και ύμνος ο νικητήριος κρότος των πυροβόλων».