Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Η Ανάσταση του σώματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί την πλέον αξιόπιστη, έγκυρη, αυθύπαρκτη, ζωηφόρα και θεοφόρα απόδειξη και πιστοποίηση, αμα δε και πραγματοποίηση του απολυτρωτικού Του έργου.
Επί του Σταυρού ο θάνατος καταλύεται και αφανίζεται και επί του Άδου η φθορά αλλοτριώνεται, μάλλον δε εξαλείφεται και αποδυναμώνεται. Ασφαλώς, ο Κύριος Ιησούς Χριστός προσέλαβε όμοια με εμάς ανθρώπινη φύση και σώμα, ουχί κατά δόκηση ή μετ΄ αιθερίου και πλάνου σχήματος.
Τουναντίον, σώμα όμοιο με το δικό μας, πλην βεβαίως της αμαρτίας. Παρά δε ταύτα, αν και η φθορά αποτελεί απόλυτη και καθολική απόρροια και φαινόμενο της έκπτωτης φύσεως, το σώμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αν και στην πραγματικότητα είναι νεκρωμένο, ταυτόχρονα, δεν μπορεί να παραδοθεί στη διαφθορά. Κατατέθηκε «η ζωή εν τάφω», ένεκα όμως της θείας πνοής και θεότητας που διακατείχε και διαπερνούσε το σώμα, αυτό το πανάγιο Σώμα είναι Θεού συνάμα Σώμα και ως εκ τούτου, ήταν απρόσβλητο και αδιαπέραστο στη διαφθορά του ¨χωροχρόνου¨. Κατά κάποιο τρόπο, η τριήμερη Ταφή του Ζωοδότου εξυπηρετεί , πάντοτε ασφαλώς πραγματική και αληθινή, την οικονομία της θείας λυτρώσεως, δηλαδή την αγάπη του Ακτίστου προς το κτιστό, το πέρασμα από τα Ουράνια στα επίγεια και την αγαπητική Αναστάσιμη μεταμόρφωση του κόσμου[1].
Ένεκα της λαμπρηφόρου Αναστάσεως του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση ποδηγετείται μυσταγωγικά και εσχατολογικά στην αθανασία , ουχί δε κατά φύσιν αλλά κατ΄ οικονομίαν Χριστού Αναστάντος. «Διότι προ της αναστάσεως του Χριστού, ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον, από δε της αναστάσεως του Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον»[2]. Η ζωή και η χαρά είναι καρποί της Αναστάσεως[3], καρποί θεόσδοτοι, διότι ο άνθρωπος υπερνικά τα θανάτια δεσμά και ευφραινόμενος εισέρχεται στην αναστάσιμη πανδαισία του σύμπαντος κόσμου, ενός κόσμου που άρχεται από το μακραίωνο παρελθόν της καταβολής του, συναινώνει το παρόν στο μέλλον και αντιστρόφως, προ-γεύεται το μέλλον ως εσχατολογία από τον παρόντα χρόνο και τόπο. «Δι΄ ημάς τους χριστιανούς η ζωή αυτή είναι σχολείον, εις το οποίον μανθάνομεν πώς να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Διότι, τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν; Αλλά, δια να αναστηθή μετά του Χριστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ΄ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του»[4].
Η Ανάσταση του Θεανθρώπου μεταποιεί και ¨μυστικά¨ εγκαθιδρύει την προ-ευαγγελική διδασκαλία σε ¨σήμα¨, μεταμορφώνει τον θεωρητικό λόγο ¨περί Αναστάσεως¨ σε έργο και μάλιστα σε εργοποιό Πρόσωπο. Κάθε αμαρτία μετά την Ανάσταση, δίδασκε ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπεδινός, εκλαμβάνεται ως ¨διπλή¨ αμαρτία, κυρίως ένεκα της αδυναμίας του ανθρώπου να καταστεί όντως άνθρωπος, να πάψει δηλαδή να μυωπάζει και να κωφεύει εις τα χαρμόσυνα σήμαντρα του κόσμου τούτου, ορατού και αοράτου, που δεν έπαψαν να διαλαλούν και να προτρέπουν στην εκούσια αποδοχή και οικειοποίηση του αναστάσιμου γεγονότος, που δεν έπαψαν να διακρατούν την ενότητα της Εκκλησίας επί του Αναστημένου Σώματος του Ιησού και Σωτήρος Χριστού.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανέστησε «Αυτός Εαυτόν» και σφράγισε διαμέσου αυτής της κινήσεως την παντοδυναμία και εξουσία του. Αποδεχόμαστε ότι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού κατοικούσε το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς[5] και έτσι αβίαστα καταλήγουμε και εξαίρουμε την Ανάσταση ως φυσιολογική συνέπεια του χριστολογικού μυστηρίου, της υποστατικής των φύσεων ενώσεως[6]. Υπό την έννοια αυτή, η σωτηρία επανέρχεται στην επίγεια πραγματικότητα και επομένως ¨πάλιν και πολλάκις¨ προσφέρεται η δυνατότητα αναγωγής του ανθρωπίνου προσώπου στην αγαθοποιό υπερβατικότητα, δηλαδή ο άνθρωπος, μακάριος ων και αθάνατος, συμμετέχει εις την Ουράνια Βασιλεία, στην απεραντοσύνη του θείου ελέους και της αγαθότητας μέσα από την πολεμική και το ¨άγιο μίσος¨ που επιστρατεύει και ενεργοποιεί κατά των παθών και ενάντια του εαυτού του. «Η Ανάστασις του Ιησού Χριστού και η ίδρυσις και επέκτασις εις τον κόσμον της Εκκλησίας Αυτού είναι το μέγα θαύμα της παγκοσμίου ιστορίας. Μόνο οι μυωπάζοντες και οι προκατειλημμένοι αρνούνται ν΄αναγνωρίσουν τα υπερφυσικά γεγονότα του Χριστιανισμού»[7].
Προ της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η δομή και πεμπτουσία του κόσμου είναι ανθρωποκεντρική. Μετά της Αναστάσεως, η αυτή δομή μεταμορφώνεται σε χριστοκεντρική και επειδή λογικοποιείται λειτουργικά στο Σώμα της Αγίας μας Εκκλησίας δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ακριβώς γι΄ αυτό, καθίσταται κατεξοχήν ανθρωποκεντρική με εναρμονίζουσα την όραση και τις πνευματικές αισθήσεις στην αύρα του Παραδείσου που είναι ¨οσμή ευωδίας πνευματική¨ και μυρίζει εσαεί Ανάσταση και ¨ζωή του παντός¨. Σε αναστάσιμη ατμόσφαιρα κινούμενος ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς θα καταθέσει τα παρακάτω παρακλητικά και χαρμόσυνα: «Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσαρα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!…Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από έναν Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων»[8]. Χριστός γαρ εγήγερται λοιπόν, ευφροσύνη αιώνιος!
Υποσημειώσεις:
1. Πρβλ., Γώγου Γεωργίου, Λόγοι Εκκλησιαστικοί, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1865, σελ. 643-646, Θεοδώρου Ανδρέου, Πιστεύω εις Ένα Θεόν, ματιές στο ορθόδοξο δόγμα με βάση το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 107-110, Λυκούδη Δημητρίου, Το μυστήριο του θανάτου υπό το φως της Αναστάσεως, στο περιοδικό «Θαλασσοπούλια» της ιεράς Μητροπόλεως Σύρου-Μυκόνου, τεύχος 30, Φεβρουάριος-Μάρτιος-Απρίλιος 2012, σελ. 88-91, Μηνιάτη Ηλία, Διδαχαί και λόγοι, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1723, σελ. 265-268, Στύλιου Ευθυμίου(Επισκόπου), Αθώος, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1988, σελ. 114-119, KennethScottLatourete, AHistoryofChristianity, Vol.1, toA.D. 1500, HasperCollinsPublishers, 1975, κεφ. 7ο “Admission, WorshipandDisciplineintheChristianCommunity”.
2. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αστήρ, Αθῆναι 1970, σελ. 40. Πρβλ., Νέλλα Παναγιώτου, Ο θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου, στο περιοδικό ¨Κοινωνία¨, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350-363.
3. Α΄ Κορ., 15, 22-23.
4. Αγ. Ιουστίνου Π., Ανθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 45. Πρβλ., Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397.
5. Πρβλ., Κολ., 2,9.
6. Πρβλ., Θεοδώρου Α., Πιστεύω εις Ένα Θεόν, σελ. 109-110.
7. Ματθαιάκη Τίτου(πρ. Μητροπολίτου Παραμυθίας), Θέματα του Άμβωνος, τόμος Α΄, Αθῆναι 1980, σελ. 216-217, πρβλ., του Ιδίου, Θέματα του άμβωνος, Περί των Εμφανίσεων του Αναστάντος Σωτήρος Χριστού και του σκοπού αυτών, τόμος Β΄, σελ. 105-111.
8. Αγ. Ιουστίνου Π., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 45.