Πρωτοτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δορμπαράκης
Το πώς και το γιατί της ορθόδοξης κατήχησης
1. Η ορθόδοξη κατήχηση και το περιεχόμενό της.
Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς προκειμένου να μιλήσει για την αναγκαιότητα της κατήχησης μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας μας.
Πάντοτε, απαρχής μέχρι σήμερα, η κατήχηση θεωρείτο ως μία από τις ουσιαστικότερες διαστάσεις του εκκλησιαστικού έργου, η οποία μάλιστα αναφερόταν σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ηταν η ίδια η εντολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στους μαθητές Του: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν (Ματθ. 28, 19-20). Γι᾽ αυτό και οι απόστολοι και στη συνέχεια όλοι οι μαθητές και συνεχιστές του έργου των αποστόλων θεώρησαν ως αυτονόητη υποχρέωσή τους, κυριολεκτικά όρο για να παραμένουν εν Χριστώ, την άσκηση αυτού του κατηχητικού έργου: πρώτα προς τους εκτός της πίστεως, τα διάφορα έθνη, προκειμένου να τους καλέσουν σε μετάνοια και στην πίστη στον Ιησού Χριστό, έπειτα στους ήδη πιστούς, προκειμένου να εμβαθύνουν στην πίστη τους, να την κατανοήσουν στις διάφορες διαστάσεις της, να αυξηθούν σε αυτήν. Στο δίλημμα μάλιστα μεταξύ της κατήχησης του λόγου του Θεού και της άσκησης φιλανθρωπικού έργου η επιλογή τους ήταν δεδομένη: προτεραιότητα είχε ο λόγος του Θεού, χωρίς όμως παραθεώρηση και της φιλανθρωπίας.
Το παράδειγμα της πρώτης Εκκλησίας με το πρόβλημα στα κοινά τραπέζια που οδήγησε και στην εκλογή των επτά διακόνων είναι αποκαλυπτικό: Ουκ αρεστόν εστίν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις (Πρ. ᾽Απ. 6, 2).
Αν όμως θεωρείτο αυτονόητη η κατήχηση προς όλους από τους Αποστόλους και από την Εκκλησία, εξίσου αυτονόητο θεωρείτο και το περιεχόμενο της κατήχησής τους, όπως ιδιαιτέρως το εκφράζει ο απόστολος Παύλος: ουκ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον (Α´ Κορ. 2,2). Και βεβαίως μαζί με τη Σταύρωση τονιζόταν πάντοτε και η άλλη όψη του Σταυρού, η ᾽Ανάσταση.
Ο Θεός ανέστησε τον Ιησού Χριστό, τον οποίο εσείς σταυρώσατε, όπως είπε και ο απόστολος Πέτρος στο συγκεντρωμένο πλήθος της Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής (Πρβλ. Πρ. ᾽Απ. 2, 32. 36). Σταυρός και Ανάσταση: να το κήρυγμα των αποστόλων, να το κέντρο της κατήχησης της Εκκλησίας. Και η αλήθεια αυτή ερμηνεύει κάτι πολύ γνωστό: γιατί τα Ευαγγέλια δεν θεωρήθηκαν ποτέ βιογραφίες του Χριστού. Διότι πέρα από το γεγονός ότι βιογραφίες γράφουμε μόνο για ανθρώπους, οι Ευαγγελιστές κατέγραψαν το κήρυγμα των αποστόλων, το οποίο περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από τον Σταυρό και τη Ανάσταση.
Ποιά η αιτία του κεντρικού αυτού περιεχομένου του κηρύγματος των αποστόλων και της Εκκλησίας; Γιατί το βάρος έπεφτε πάντοτε στον Σταυρό και την Ανάσταση; Διότι κυρίως αυτά έσωσαν τον κόσμο από την αμαρτία και το αποτέλεσμά της, τη φθορά και τον θάνατο. Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό αίρει την αμαρτίαν του κόσμου, καταργεί το σώμα αυτής, πατά τον θάνατο με τον θάνατό Του και μας ανοίγει τον Παράδεισο, καθώς μας συμφιλιώνει με τον Θεό Πατέρα. Ετσι ο θάνατος παύει να έχει την τρομακτική όψη την προ Χριστού και γίνεται απλή δίοδος που μας φέρνει σε αγαπητική σχέση με τον Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού. Εάν τε ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν (Ρωμ. 14,8). Πού σου, θάνατε, το κέντρον; (Α´Κορ. 15,55).
Η νίκη λοιπόν της ζωής και η καταπάτηση του θανάτου ήταν πάντοτε ό,τι ουσιαστικότερο έφερε για τον άνθρωπο ο Χριστός. Χωρίς τη νίκη αυτή, χωρίς την άρση της αμαρτίας, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος, ματαία η πίστις υμών (Α´Κορ. 15,17). Ο Χριστός χωρίς την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου θα ήταν ένας ακόμη ιδρυτής θρησκείας, ο οποίος μπορεί να μας προσέφερε ωραίες διδασκαλίες ή και καλό παράδειγμα, αλλά θα μας άφηνε εγκλωβισμένους μέσα στα πλαίσια της φθοράς και του θανάτου του κόσμου τούτου.
Βεβαίως, είναι περιττό και να αναφέρουμε ότι η νίκη αυτή απέναντι στον θάνατο δεν εξαντλείται μόνο στη διδασκαλία, αλλά βιώνεται ως πραγματικότητα μέσα στην Εκκλησία μας, και μάλιστα στο κατεξοχήν μυστήριο που φανερώνει την Εκκλησία, τη Θεία Ευχαριστία. Εκεί, στη συνέχεια του Μυστικού Δείπνου, στην προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού, ο πιστός κατανοεί εμπειρικά και προσωπικά ότι ο θάνατος υπερβαίνεται, γιατί ακριβώς καλείται να φάει και να πιεί τον ίδιο τον Θεό του και να γίνει έτσι ένα μαζί Του.
Κι αυτό σημαίνει ότι η όποια κατήχηση αν δεν καταλήγει στη Θεία Λειτουργία, αν δεν κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι εκεί βρίσκεται το κέντρο της ζωής του, τελικώς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα λειτουργεί όπως το κήρυγμα των Προτεσταντών, δηλαδή ως κάτι που αιωρείται τελικώς στο κενό. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το κλαδί του δέντρου. Το κλαδί είναι ζωντανό και κατανοείται ως τέτοιο μόνο σε διαρκή σχέση και αναφορά προς το δέντρο. Οι χυμοί του δέντρου κρατούν το κλαδί ζωντανό, το σώμα και το αίμα του Χριστού κρατούν τον χριστιανό ζωντανό, αφού έτσι μας έμαθε ο Κύριος να βλέπουμε τον εαυτό μας. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα (᾽Ιωάν. 15,5).
2. Ο τρόπος προσφοράς του περιεχομένου της κατήχησης.
Αυτό λοιπόν κήρυσσαν οι απόστολοι, αυτό ήταν πάντοτε το περιεχόμενο της κατήχησης της Εκκλησίας. Αλλά αυτό το περιεχόμενο διαφοροποιείτο κάθε φορά ως προς την προσφορά του ανάλογα με τους αποδέκτες του. Αλλιώς μιλούσαν οι απόστολοι δηλαδή στους εκτός της πίστεως, αλλιώς στους ήδη πιστούς. Αλλιώς στους αρχαρίους πνευματικά, αλλιώς στους προχωρημένους και τελείους. Οταν ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα μιλά για το γάλα της πίστεως που μπορούν να δεχτούν ορισμένοι πιστοί γιατί δεν αντέχουν τη στέρεα τροφή, τι άλλο μας διδάσκει από αυτή τη διακριτική στάση ως προς την προσφορά του κηρύγματος της Εκκλησίας; Γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα. Ούπω γαρ ηδύνασθε᾽(Α´ Κορ. 3,2). Κι αυτήν τη διάκριση μας τη δίδαξε ο ίδιος πρώτα από όλα ο Θεός μας, ο Οποίος την αποκάλυψή Του στον κόσμο την έκανε σταδιακά. Πρώτα φανερώθηκε στους Εβραίους με τον Μωσαικό Νόμο και τους προφήτες – ό,τι συνιστά την Παλαιά Διαθήκη – έπειτα φανερώθηκε άμεσα και προσωπικά στο πρόσωπα του Ιησού Χριστού – ό,τι συνιστά την Καινή Διαθήκη.
Κι ακόμη: ο ίδιος πάλι ο Ιησούς Χριστός σταδιακά αποκαλυπτόταν στους μαθητές Του. Εκείνος έλεγε ότι πολλά πράγματα δεν μπορούσαν να βαστάσουν οι μαθητές Του τότε που ήταν ακόμη εν σαρκί μαζί Του, αλλά θα τα κατανοούσαν αργότερα με την έλευση του αγίου Πνεύματος. Ετι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ᾽ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Οταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16, 13). Καί πράγματι: η πλήρης κατανόηση του Ιησού Χριστού ως Θεού και ανθρώπου, ακόμη και από τους μαθητές Του, ακόμη και από την ίδια την Παναγία Μητέρα Του, έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, ότε κατήλθε το Πνεύμα το Αγιον. Διότι μόνον εν αγίω Πνεύματι κατανοείται και γίνεται γνωστός προσωπικά ο Χριστός. Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω (Α´ Κορ. 12, 3).
Κι αυτήν την τακτική διδάσκει ο Χριστός να ακολουθούν και οι μαθητές Του σε όλους τους αιώνες. Μη δώτε το άγιον τοις κυσί – έλεγε – μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς᾽(Ματθ. 7, 6). Με άλλα λόγια η διακριτική προσφορά του περιεχομένου της πίστεως θεωρείται δεδομένη και περαιτέρω εξηγείται από τον Κύριο ότι τούτο γίνεται για λόγους φιλανθρωπίας. ᾽Ακόμη και η άρνηση να μιλήσει κανείς για την πίστη είναι πολλές φορές η καλύτερη στάση αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ο οποίος αδυνατεί, στη φάση που βρίσκεται, να την αποδεχτεί. Τυχόν υπέρβαση της διάκρισης αυτής για λόγους υπερβάλλοντος ζήλου, δηλαδή ζήλου ου κατ᾽ επίγνωσιν, αποκαλύπτει το εσωτερικό δικό μας πρόβλημα εγωισμού, που θέλουμε να γινόμαστε βασιλικώτεροι του βασιλέως και να διορθώνουμε τον ίδιο τον Χριστό.
Καί όντως: ήδη από την πρώτη Εκκλησία παρουσιάστηκαν τέτοιοι ζηλωτές, οι οποίοι αδιάκριτα προσέφεραν τα της πίστεως σε όλους. Κι η Εκκλησία μας τι έκανε; Σε αυτές τις περιπτώσεις απαγόρευε ακόμη και την ιεραποστολή. Πότε; Οταν γινόταν η διαπίστωση ότι το ακροατήριο είναι εχθρικά διακείμενο, όταν είναι χλευαστικά διακείμενο ή απλώς ανέτοιμο. Εκεί η καλύτερη χριστιανική στάση, το καλύτερη κήρυγμα, η πιο σωστή κατήχηση είναι η σιωπή. Το ίδιο δεν έκανε και ο Κύριος προς τον Πιλάτο, όταν τον ανέκρινε εκείνος λίγο πριν από τη Σταύρωση; Στην ερώτηση για παράδειγμα του Πιλάτου τι εστιν αλήθεια; ο Κύριος δεν κάθεται να του εξηγήσει, αλλά απλώς σιωπά (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 18, 38 εξ.). Διότι γνώριζε ο Κύριος ότι ο Πιλάτος ήταν ανέτοιμος να κατανοήσει το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού.
Αξίζει τέλος να μνημονευθεί στο σημαντικό αυτό θέμα και η στάση της Εκκλησίας αργότερα στο θέμα των κατηχουμένων. Λίγοι γνωρίζουν τον λόγο που η Εκκλησία ξεκινά την ανάγνωση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου μετά το Πάσχα. Επρεπε οι κατηχούμενοι να έχουν βαπτιστεί – κάτι που γινόταν κυρίως κατά το Πάσχα – για να είναι στην ορθή πνευματική κατάσταση του μέλους της Εκκλησίας, ώστε να κατανοούν το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Οσο ήταν κατηχούμενοι μπορούσαν να ακροώνται τα συνοπτικά λεγόμενα Ευαγγέλια, του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Τον Ιωάννη όμως που είχε γράψει το πνευματικότερο Ευαγγέλιο, εκείνο που τόνιζε ιδιαιτέρως τη θεότητα του Κυρίου, μπορούσαν να ακροώνται μετά τον φωτισμό του αγίου βαπτίσματος.
Τα παραπάνω, όπως και πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν, επιβεβαιώνουν την τακτική της Εκκλησίας μας στο θέμα της κατήχησης και κατά τα νεώτερα χρόνια: τη διαβάθμιση σε κατηχητικές βαθμίδες, την αναφορά κατ᾽ αυτές σε διαφορετικά θέματα – πάντοτε όμως με κέντρο τον Ιησού Χριστό μέσα στα πλαίσια της ενορίας. Στα νεώτερα παιδιά χρειάζεται το γάλα της πίστεως. Στα μεγαλύτερα, και πάλι με μεγάλη διάκριση, πιο στέρεα τροφή.
Πως θα ξέρει κανείς πότε μπορεί να προχωρήσει σε κάτι πιο στέρεο; Τι μπορεί να έχει ως κριτήριο πορείας στην κατήχηση; Το πόσο τα παιδιά ενδιαφέρονται και ζητάνε να γνωρίσουν τις αλήθειες της πίστεως. Σ᾽ εκείνον που ρωτάει, που διψά να μάθει, σ᾽ εκείνον ιδιαιτέρως μπορεί κανείς να αποκαλύψει τα βαθύτερα στοιχεία της πίστεως. Τω αιτούντί σε δίδου λέει ο Κύριος (Ματθ. 6, 42). Κι είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που έκαναν πολλοί άγιοι της Εκκλησίας, σαν τον άγιο Αντώνιο. Όταν ήθελαν να πούνε κάτι πιο ουσιαστικό από την πνευματική ζωή στους μαθητές τους ή στους επισκέπτες τους, έλεγαν κάτι πολύ γενικό, δίνοντας απλώς μία αφορμή. Αυτός που πράγματι ήταν έτοιμος να δεχτεί τον πνευματικό λόγο, ρωτούσε για διευκρίνιση. Οπότε έπαιρναν αφορμή από αυτό οι άγιοι και προχωρούσαν. Διαφορετικά, σταματούσαν και απλώς προσεύχονταν. Γιατί το να προχωρά κανείς αδιάκριτα, όπως είπαμε, στην πραγματικότητα προκαλεί καταστροφή. Όπως λέει και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής στη Φιλοκαλία εκείνος που άφησε την πράξη και βασίζεται σε μία απλή γνώση, αντί για δίκοπο μαχαίρι κρατά καλαμένιο ραβδί, το οποίο σε καιρό πολέμου, κατά την Γραφή, θα του τρυπήσει το χέρι και θα μπει μέσα σ᾽ αυτό και θα του βάλει το φυσικό δηλητήριο προτού του το βάλουν οι εχθροί.
3. Προϋποθέσεις του ασκούντος την κατήχηση.
Ολα τα παραπάνω που αναφέραμε στηρίζονται σ᾽ ένα απλό αλλά απόλυτο γεγονός, το οποίο θεωρείται αυτονόητο στην ορθόδοξη παράδοση: ότι ο ασκών την κατήχηση είναι σαν τους αποστόλους ή το λιγότερο πρέπει να βρίσκεται στη γραμμή των αποστόλων, να είναι άνθρωπος δηλαδή βαθιάς πίστεως στον Ιησού Χριστό, συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, κεκλημένος από αυτήν για το μεγάλο και ιερό αυτό έργο. Δεν έχει καμία σημασία να μιλάμε για την κατήχηση, να αναφερόμαστε στο περιεχόμενό της, στους τρόπους προσφοράς της, και να μην υπάρχουν εκείνοι που θα την υλοποιούν. Πάντοτε ο κατηχητής θεωρείτο από την Εκκλησία μας ως χαρισματούχος, ο οποίος με επίγνωση και με μεγάλο φόβο Θεού ανελάμβανε στην Εκκλησία τη συγκεκριμένη αυτή διακονία. Δεν αρκεί να είναι κανείς απλώς καλό παιδί ή και να διακρίνεται στον τομέα των γραμμάτων. Απαιτείται το επιπλέον της ιεραποστολικής προσφοράς που θα το διακρίνει κυρίως ο επίσκοπος ή ο εντεταλμένος από αυτόν υπεύθυνος ιερέας. Γι᾽ αυτό ίσως πολλές φορές μπορεί και πρέπει να μην ασκηθεί η κατήχηση, όταν υπάρχει έλλειψη των χαρισματούχων αυτών, και να επιφορτισθεί ο ιερέας που μπορεί να το κάνει, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί το σημαντικότερο και σπουδαιότερο έργο, μαζί με την τέλεση των ιερών ακολουθιών.
Δυστυχώς μερικές φορές οι ιερείς νεότητας ελαφρά τη καρδία επιλέγουμε την πιο εύκολη για εμάς λύση: την ανάθεση του έργου αυτού σε όποιον προσφέρεται, χωρίς όμως να εξετάζουμε αν συντρέχουν σε αυτόν οι εκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Δεν εννοούμε βεβαίως ότι αυτός που θα αναλάβει την κατήχηση θα είναι αναμάρτητος. Αναμάρτητοι δεν υπήρξεν ούτε θα υπάρξουν ποτέ, πλην του Ενός, του ενανθρωπήσαντος Θεού μας Ιησού Χριστού. Αλλά είπαμε: θα πρέπει να είναι συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, με επίγνωση της σπουδαιότητας και της ιερότητας του έργου της κατήχησης, με αγάπη προς τα παιδιά και βεβαίως με διάθεση συνεχούς καταρτισμού που θα του επιτρέπει να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε θέμα πιθανόν τεθεί προς συζήτηση από αυτά. Τότε, ναί! Καί το έργο του θα ευλογείται από τον Θεό, αλλά και ο ίδιος θα εμπλουτίζεται από την προσφορά και την κένωσή του αυτή.