Δύο μοναχοί παρακάλεσαν το Θεό να τους πληροφορήσει σε ποιο μέτρο πνευματικότητας έφθασαν. Και ήλθε σ’ αυτούς φωνή εκ του Ουρανού που τους έλεγε:
– Στην δείνα κώμη υπάρχει κάποιος κοσμικός, το όνομά του είναι Ευχάριστος και το όνομα της γυναίκας του Μαρία- δεν έχετε φθάσει στο ύψος της αγιότητες αυτών. Σηκώθηκαν λοιπόν οι δύο γέροντες και ήλθαν στην κώμη. Ρώτησαν που είναι το σπίτι του και εύκολα τους βρήκαν.
Και αφού συνάντησαν πρώτα τη γυναίκα τη ρώτησαν: «που είναι ο άνδρας σου;» Και εκείνη απάντησε: «Ποιμένας είναι και βόσκει τα πρόβατά μας». Το βραδάκι ήλθε και ο Ευχάριστος με τα πρόβατά του. Και μόλις είδε τους γέροντες έδωσε εντολή στη γυναίκα του να ετοιμάσει φαγητό. Έφερε κατόπιν νερό για να πλύνει τα πόδια τους. Τότε οι γέροντες του είπαν. «Δε θα καθίσουμε στο τραπέζι σου, εάν πρώτα δε μας πεις πως εργάζεσαι πνευματικά». Τότε ο Ευχάριστος με ταπείνωση τους είπε: «Εγώ είμαι ένας απλός τσοπάνηςκαι αυτή είναι η γυναίκα μου. Τι επί πλέον θέλετε να μάθετε;»
Εκείνοι επέμεναν και τον παρακαλούσαν αλλά ο Ευχάριστος δεν ήθελε να τους πει. Τότε οι γέροντες του είπαν: «Ο Θεός μας έστειλε σε σένα». Όταν άκουσε τα λόγια αυτά φοβήθηκε και τους είπε. «Να, αυτά τα πρόβατα έχουμε από τους γονείς μας. Τα εισοδήματά μας από το ποίμνιο μας τα χωρίζουμε στα τρία. Το ένα μέρος το δίνουμε στους φτωχούς, το δεύτερο μέρος το ξοδεύουμε στη φιλοξενία των αδελφών και το τρίτο μέρος το κρατούμε για τις ανάγκες μας. Επί πλέον με τη γυναίκα μου ζούμε αδελφικά. Το βράδυ προσευχόμαστε στο Θεό και τον παρακαλούμε να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας. Αυτά που σας λέγω δεν τα ξέρει κανείς παρά μόνο εσείς». Και οι γέροντες, αφού άκουσαν όλα αυτά, έφυγαν έκπληκτοι δοξάζοντες το Θεό.
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 2002, σ. 7 κ.ε