Του Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία -Μάθημα 8ον
1. Μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό; Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας αρχίζοντας να μας διδάσκει για τον Θεό στο Σύμβολο της πίστης μας χρησιμοποιεί την έκφραση «Πιστεύω εις ένα Θεόν…». Δεν λέει «γνωρίζω», αλλά «πιστεύω». Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο που θέλει να μας πεί η Εκκλησία μας: Ότι τον Θεό δεν μπορούμε να τον κάνουμε αντικείμενο γνώσης, δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε με το πνεύμα μας· είναι ακατάληπτος. Καταδέχεται όμως ο Θεός και αποκαλύπτει τον Εαυτό του σε μας. «Πιστεύουμε» στον Θεό.1
Αυτό είναι ένα βασικό δόγμα της πίστης μας, που φαίνεται καθαρά στην αγία Γραφή και το αναπτύσσουν οι άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους.
Η αγία Γραφή μας διδάσκει, πραγματικά, ότι ο Θεός κατοικεί σε «απρόσιτο φως», σε φως δηλαδή που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, δεν μπορεί κανείς να τον δεί. Είναι «…ο φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται» (Α´ Τιμ. 6,16).2 Κανένας άνθρωπος και κανένα πλάσμα δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως την φύση του Θεού. Είναι «ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμ. 11,33.34. Βλ. και Ιωάν. 1,18). Δεν υπάρχει κανένας που μπορεί να γνωρίσει τον Θεό παρά μόνο ο Θεός. Ποιός άλλος από τους ανθρώπους γνωρίζει τα ιδιαίτερα του ανθρώπου παρά μόνο η ψυχή του, που είναι μέσα του;
Έτσι και «τα του Θεού ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα του Θεού» (Α´ Κορ. 2,11)· «και ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27).
2. Από την άλλη όμως πλευρά η αγία Γραφή μας διδάσκει ότι Αυτός ο αόρατος και ακατάληπτος Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσα στην δημιουργία. Λέει ο απόστολος Παύλος: «Το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1,19,20. Βλ. και Ψαλμ. 18,2.5. Σοφ. Σολ. 13,1.5). Έτσι έχουμε την φυσική αποκάλυψη του Θεού. Αλλά έχουμε και την υπερφυσική αποκάλυψη του Θεού, που έγινε από τον Υιό Του που σαρκώθηκε. Λέει η αγία Γραφή: «Πολυμερώς και πολυτρόπος πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ᾽ εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ» (Εβρ. 1,1. Σύγκρ. με Σοφ. Σολ. 9,16.19)· και ότι ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Οποίος «εφανερώθη εν σαρκί» (Α´ Τιμ. 3,16) «δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν» (Α´ Ιωαν. 5,20). Έπειτα ο Ιησούς Χριστός κήρυξε την διδασκαλία του με τους Αποστόλους του, αφού έστειλε σ᾽ αυτούς «το Πνεύμα της αληθείας», το Οποίο «πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού» (Ιωάν. 14,17.18. Α´ Κορ. 2,10).
Τέλος, η αγία Γραφή μας λέει ότι, αν και «ο μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18) σε μας τα σχετικά με τον Θεό, όμως τώρα δεν βλέπουμε τον Θεό παρά σαν «δι᾽ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α´ Κορ. 13,12)· δηλαδή τον βλέπουμε σαν σε μετάλλινο καθρέπτη θαμπά· βλέπουμε ατελώς3 «Διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου δι᾽ είδους» (Β´ Κορ. 5,7).
3. Οι άγιοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας ανέπτυξαν με λεπτομέρεια αυτή την αλήθεια της πίστης μας, προ πάντων με την ευκαιρία της εμφάνισης διαφόρων αιρετικών δοξασιών σ᾽ αυτό το θέμα.
Πράγματι, μερικοί αιρετικοί δίδασκαν ότι ο Θεός είναι τέλεια καταληπτός από εμάς τους ανθρώπους· ότι μπορούμε να τον γνωρίσουμε τόσο καλά, όσο Αυτός ο Ίδιος γνωρίζει τον εαυτό Του· και ότι τα ονόματα που αποδίδονται στον Θεό εκφράζουν την ίδια την ουσία του. Τέτοιοι αιρετικοί ήταν τον δεύτερο αιώνα οι Γνωστικοί Ουαλεντίνος, Πτολεμαίος και Καρποκράτης.4 Προ παντός όμως την πλάνη αυτή, της τέλειας δηλαδή γνώσης του Θεού, την υποστήριξαν κατά τον τέταρτο αιώνα ο Αέτιος και ο Ευνόμιος με τους οπαδούς τους.5 Οι τρεις πρώτοι αντιμετωπίστηκαν από τον άγιο Ειρηναίο και ο Ευνόμιος με τους μαθητές του από τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Βασίλειο, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο κ.α.6 Οι άγιοι αυτοί πατέρες διδάσκουν ότι η ουσία ή η φύση του Θεού είναι ακατάληπτη από εμάς. Είναι ανόητο και τρελλό το να ζητάμε να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού. «Μανίας γαρ εσχάτης φιλονεικείν ειδέναι τι την ουσίαν εστίν ο Θεός», λέει κάπου ο ιερός Χρυσόστομος.7 Δεν είναι δυνατόν εμείς οι άνθρωποι να γνωρίσουμε τέλεια τον Θεό,
α) γιατί το πνεύμα μας είναι περιορισμένο, ενώ ο Θεός είναι απεριόριστος και το απεριόριστο θα έπαυε να είναι έτσι, αν γινόταν πλήρως καταληπτό από μια περιορισμένη ύπαρξη·8
β) γιατί το περιορισμένο πνεύμα μας είναι ενωμένο με ένα υλικό σώμα, που παρεμβάλλεται σαν μια πυκνή ομίχλη μεταξύ ημών και της άυλης θεότητας και εμποδίζει τον πνευματικό μας οφθαλμό να δεχτούμε σε όλη την καθαρότητά του τις ακτίνες του θείου φωτός·9
γ) γιατί το πνεύμα μας, εκτός του ότι είναι περιορισμένο και στενά ενωμένο με το σώμα, είναι σκοτισμένο με την αμαρτία, πράγμα που το καθιστά ακόμη λιγώτερο ικανό να ανυψωθεί στην καθαρή μελέτη του Θεού·10
δ) γιατί εμείς δεν κατανοούμε τέλεια ούτε και τις περιορισμένες υπάρξεις και τα αντικείμενα που βλέπουμε· δεν κατανοούμε την ουσία των στοιχείων της φύσης μας, ούτε την ουσία της ψυχής μας και τον τρόπο της ένωσής της με το σώμα, ούτε την φύση των αγγέλων και των άλλων ασωμάτων δυνάμεων.11
ε) Οι Πατέρες παρατηρούν ακόμη πόσο ήταν ατελής η γνώση του Θεού και σ᾽ αυτούς ακόμη που τιμήθηκαν με ειδικές αποκαλύψεις σαν τον Μωυσέα, τον Ησαία, τον Ιεζεκιήλ, τον Πέτρο και τον Παύλο και γενικά σ᾽ όλους τους Προφήτες και τους Αποστόλους·12
στ) ότι δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν την φύση του Θεού, αλλά και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ και γενικά τα πιο ανώτερα και τέλεια πνεύματα της δημιουργίας·13
ζ) ότι τέλος, αν ο Θεός ήταν τέλεια καταληπτός, θα έπαυε να ήταν Θεός για μας.14
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
1. Να τι διδάσκει η ορθόδοξη Εκκλησία μας: α) Γιά την ουσία του Θεού: «…Μα τι να είναι ο Θεός εις την φύσιν του, τούτο είναι αδύνατον να γνωρισθή από κανένα κτίσμα, όχι μόνον ορατόν, αλλά και αόρατον, ήγουν και από αυτούς τους Αγγέλους, διατί δεν είναι ουδεμία σύγκρισις καθόλου αναμέσον του κτίστου και κτίσματος. Καί εξ επομένου φθάνει μας προς ευσέβειαν (καθώς μαρτυρά ο Ιεροσολύμων Κύριλλος) να ηξεύρωμεν, πως «έχομεν Θεόν, Θεόν ένα, Θεόν όντα και αεί όντα, όμοιον και ταυτόν πάντοτε με τον εαυτόν του» (Κατήχ. 6,5 MPG 33,548), έξω από τον οποίον άλλος Θεός δεν είναι» (Ορθόδοξος ομολογία της πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, πρώτον μέρος της Κατηχήσεως· ερώτησις η´· «Τίνα γνώμην πρέπει να έχω περί Θεού;» Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ ΙΙ σ. 595,6).
β) Γιά την Αγία Τριάδα: «Με ουδέ καν μίαν ομοιότητα είναι δυνατόν να φανερωθή τελείως το πράγμα τούτο, και να παρασταθή εις τον νούν μας φανερά, με τίνα τρόπον είναι ο Θεός ένας εις την ουσίαν και τρεις εις τας υποστάσεις… Ουδένας νούς, όχι μόνον ανθρώπινος, αλλά ούτε αγγελικός, ημπορεί να καταλάβη ή γλώσσα να το ερμηνεύση…Ο συζητητής και εξεταστής* από της θείας μεγαλοπρεπείας αποβάλλεται. Φθάνει μας λοιπόν τόσον, πως η αγία Γραφή του παλαιού νόμου, προβαλλομένη ένα Θεόν, μας ερμηνεύει τρία πρόσωπα…» (Ορθόδοξος ομολογία… Ερώτησις ι´. Επεθύμουν με φανερώτερον τρόπον να κατανοήσω το μυστήριον της Αγίας Τριάδος. Εις Καρμίρη, Τα Δογματικά και… τομ. ΙΙ σελ. 597).
γ) Γιά τα ιδιώματα του Θεού: «Καθώς ο Θεός είναι ακατάληπτος, έτζη και τα ιδιώματά του είναι ακατάληπτα· μα όσον ημπορούμεν ημείς να συνάξωμεν από την αγίαν Γραφήν και από τους διδασκάλους της Εκκλησίας, τόσον έχομεν εξουσίαν και να νοούμεν και να λέγωμεν» (Ορθόδοξος ομολογία… Ερώτησις ια´. Ποία είναι τα ιδιώματα του Θεού; Εις Καρμίρη, Τα Δογματικά και… τομ. ΙΙ. σ. 597, 8).
Η ίδια διδασκαλία απαντάται πολύ συχνά στα λειτουργικά μας βιβλία. Έτσι π.χ. στην ευχή της Θ. Λειτουργίας «Άξιον και δίκαιον…» διαβάζουμε: «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…». Βλέπε και δ´ ευχή του ιερέα κατά την ανάγνωση του Εξαψάλμου κ.α.
*Προσθήκη μεταγεν. εκδόσεων: «της θείας μεγαλοπρεπείας κωλύεται από την Γραφήν την λέγουσαν (Σειρ. γ, κα) «χαλεπώτερά σου μη ζήτει και ισχυρότερά σου μη εξέταζε· α προσετάγη σοι, ταύτα διανοού· ου γαρ έστι σοι χρεία των κρυπτών· εν τοις περισσοίς των έργων σου, μη περιεργάζου».
2. Άλλα παρόμοια χωρία είναι: Εξοδ. 33, 18-20. Ιώβ 11, 7-9. Σοφ. Σολ. 9,13. Σοφ. Σειρ. 43, 31-32.
3. Κατά το χωρίο τούτο παρατηρούμε: α) Τώρα βλέπουμε τον Θεό σαν μέσα σε ένα κάτοπτρο, σε ένα καθρέπτη· δεν τον βλέπουμε, λοιπόν, άμεσα, πρόσωπο προς πρόσωπο, όπως βλέπουμε τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου· βλέπουμε μόνο την εικόνα του Θεού, που αντανακλάται για μας στον καθρέπτη του κόσμου και της αποκάλυψης. Αλλά και διά μέσου ενός κατόπτρου μπορεί να δεί κανείς καλά τα αντικείμενα, γιατί η εικόνα αυτών που αντανακλάται σ᾽ αυτό είναι καθαρή και ευκρινής· ο Απόστολος όμως προσθέτει:
β) αντίθετα· η εικόνα του Θεού που παριστάνεται σε μας σαν μέσα σε κάτοπτρο είναι σκοτεινή, ασαφής· είναι «εν αινίγματι». Ο Τρεμπέλας ερμηνεύει: «Τώρα βλέπομεν σαν εις μετάλλινον καθρέπτην θαμπά και τόσον ατελώς, ώστε μας μένουν πολλά αινίγματα, που δεν ημπορούμεν να τα εξηγήσωμεν». Αλλά έστω ότι το αίνιγμα λύνεται, εξηγείται· ο Απόστολος όμως στο παραπάνω χωρίο Α´ Κορ. 13,12 προσθέτει σχετικά με την γνώση του Θεού ότι γνωρίζουμε μέρος της αλήθειας: «Άρτι γινώσκω εκ μέρους», δηλαδή «Άρτι γινώσκω τον Θεόν μερικώς εκ τε της δημιουργίας και της προνοίας αυτού» (Ζιγαβηνός, στην ερμηνεία του στην επιστολή). Κατά συνέπεια ο χαρακτήρας της γνώσης του Θεού είναι η πίστη: «Διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου δι᾽ είδους» (Β´ Κορ. 5,7). Θυμούμαστε εδώ τα λόγια του ίδιου του Θεού, που είπε στον Μωυσή, ο οποίος ζήτησε να δεί το πρόσωπο του Θεού: «Όψει τα οπίσω μου, το δε πρόσωπό μου ουκ οφθήσεταί σοι» (Εξ. 33,23).
4. Βλ. Ειρηναίου, Contra Haereses, Βιβλ. ΙΙ, κεφ. 28,9 MPG 7,811. Βλέπε περισσότερα εις Δογματικήν Τρεμπέλα τομ. 1. σ. 148 εξ.
5. Ο Αέτιος έλεγε: «Ούτως τον Θεόν επίσταμαι τηλαυγέστατα και τοσούτον αυτόν επίσταμαι και οίδα, ώστε μη ειδέναι εμαυτόν, ως Θεόν μάλλον επίσταμαι» (Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 76 MPG 42,521). Καί ο Ευνόμιος «ετόλμησε ειπείν, ως ουδέν των θείων ηγνόησεν, αλλά και αυτήν ακριβώς επίσταται του Θεού την ουσίαν και την αυτήν έχει περί του Θεού γνώσιν, ην αυτός έχει περί εαυτού ο Θεός. Εις ταύτην υπ᾽ αυτού την μανίαν εκβακχευθέντες οι της εκείνου λώβης μετεσχηκότες, τολμώσιν άντικρυς λέγειν, ούτως ειδέναι τον Θεόν, ως αυτός εαυτόν» (Θεοδωρήτου, Αιρετικής κακομυθίας Λόγος τέταρτος. Γ´ Περί Ευνομίου και Αετίου. MPG 83,421).
6. Γρηγόριος Νύσσης, προς Ευνόμιον αντιρρητικοί λόγοι ΙΒ´ (MPG 45, 244-1131). Γρηγόριος ο Θεολόγος, Πέντε θεολογικοί λόγοι κατά Ευνομιανών (MPG 36,12 εξ.). Βασίλειος ο Μέγας, Λόγος Α
«Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσεβούς Ευνομίου» (MPG 29,497 εξ)· Λόγος Β´ Προς Ευνόμιον περί Υιού (MPG 29,573 εξ.)· Λόγος Γ´ Κατ´ Ευνομίου περί του Αγίου Πνεύματος (MPG 29,653 εξ.)· Λόγος Δ´ Αντιρρητικός και κατά Ευνομίου… (MPG 29,672 εξ.). Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Πέντε ομιλίες «Περί ακαταλήπτου προς τους Ανομοίους» (MPG 48,701-735). Καί ο άγιος Εφραίμ έγραψε κατά των εξεταστών της ουσίας του Θεού.
7. Περί Ακαταλήπτου Α´ Εις Άπαντα Αγίων Πατέρων 1,338Α.
8. Λέει κάπου ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι ο Θεός θα ήταν αναγκαίως περιορισμένος, αν ήταν καταληπτός από την ανθρώπινη σκέψη· γιατί η ίδια η σκέψη έχει όριο, είναι περιορισμένη. Βλ. και Ιουστίνου Προς Τρύφωνα 4.(«Ή τον Θεόν ανθρώπου νούς όψεταί ποτε…;». Βλέπε όλη την παράγραφο. MPG 6,484), Αθηναγόρου Πρεσβεία…, 10 MPG 6,908 εξ.) Θεοφίλου Αντιοχείας Προς Αυτόλυκον 1,3 (MPG 6,1028), Ειρηναίου, Advers, Haeres, 4,19 (MPG 7,1032). Μεγάλου Αθανασίου Επιστολή «ότι η εν Νικαία σύνοδος…», 22 (MPG 25,452) και Αυγουστίνου De Civitatis… Βιβλ. ΧΙΙ, c 18.
9. «Μέσος ημών τε και Θεού ο σωματικός ούτος ίσταται γνόφος, ώσπερ η νεφέλη το πάλαι των Αιγυπτίων και των Εβραίων (βλ. Εξ. 14,20). Καί τούτό εστιν ίσως, ο “έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού” (Ψαλμ. 17,12), την ημετέραν παχύτητα, δι᾽ ην ολίγοι και μικρόν διακύπτουσιν» (Γρηγόρ. Θεολόγος ΒΕΠ 59, 225· βλ. και σ. 221).
10. Την θεογνωσία την χάσαμε με την αμαρτία (βλ. και την αρχή του υπομνήματος του Χρυσοστόμου στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο). Επομένως χρειάζεται κάθαρση για την καθαρή γνώση του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει στον Α´ θεολογικό του λόγο (Γ´, Κατά Ευνομιανών προδιαλέξεις): «Ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και των χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ᾽ εστιν ότε και οις και εφ᾽ όσον. Ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον. Mη καθαρώ γαρ άπτεσθαι καθαρού τυχόν ουδέ ασφαλές, ώσπερ ουδέ όψει σαθρά ηλιακής ακτίνος. Ότε δε; Ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις, οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων ή βορβόρω μύρων ευωδίαν» (ΒΕΠ 59, 214. 15-25). – Περί του ευγνώμονος ληστού λέει η Εκκλησία μας: «Κουφιζομένου πταισμάτων προς γνώσιν Θεολογίας» (Δοξαστικόν Θ´ Ώρας). Καί σε άλλο τροπάριο η Εκκλησία μας λέει: «Γρηγόρησον, αρίστευσον ως ο μέγας εν πατριάρχαις ίνα κτήση πράξιν μετά γνώσεως, ίνα χρηματίσης νούς ορών τον Θεόν και φθάσης τον άδυτον γνόφον εν θεωρία…» (Τριώδιον· Τρίτη Α´ εβδομ. εσπέρας, δ´ ωδή). Καί «Ου πέφυκε νούς γεώδης τοις θείοις εμβατεύειν» (Μην. Σεπτεμβρίου Δ´, Εσπερ. α´ τροπάρ.). – Η ίδια διδασκαλία απαντάται συχνά στον ιερό Χρυστόστομο: «Βίος διεφθαρμένος κώλυμα της των υψηλών δογμάτων ακριβείας γίνεται» (Ομιλία εις τον Δ´ Ψαλμόν. Εις Άπαντα Αγίων Πατέρων 53,155ΑΒ)· ερμηνεύοντας αλλού ο ιερός πατήρ τον λόγο του Κυρίου «Εάν τις θέλει το θέλημα αυτού ποιείν γνώσεται περί της διδασκαλίας, πότερον εκ του Θεού εστιν, ή εγώ απ᾽ εμαυτού λαλώ» (Ιωάν. 7,17) λέει: «Ο δε λέγει, τούτό εστι· Την πονηρίαν εξ αυτών εκβάλετε, και την οργήν, και τον φθόνον, και το μίσος… και ουδέν το κωλύον υμάς γνωρίσαι ότι Θεού όντως εστί τα ρήματα τα εμά· νυν μεν γαρ υμίν ταύτα επισκοτεί, και την ορθήν διαφθείρει κρίσιν λάμπουσαν, αν δε ταύτα εξέλητε, ούτε έτι τούτο πείσεσθε (Εις το κατά Ιωάν. ομιλ. ΜΘ´ Εις Άπαντα των…73,372). Βλ. και Φιλοκαλία Α´ 9, μβ´. Β´ 262, λη´ Α´ 153, πδ´ Α´ 24, ρνδ´. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας και τότε θα αποκτήσουμε γνώση του καθαρού Θεού: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», είπε ο Κύριος (Ματθ. 5,8).
11. Η απόδειξη αυτή λέγεται ιδιαίτερα από τον Ειρηναίο, τον ιερό Χρυσόστομο (βλ. εις το κατά Ιωάννην ομιλ. ΚΕ´, εις Άπαντα…72,333 εξ.), τον μέγα Βασίλειο και προ παντός από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (βλ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221,21 εξ.). Καί ο Μέγας Αθανάσιος λέει: «Ει γαρ τους αγγέλους, ή τας ημετέρας ψυχάς κτίσματα όντα καταλαβείν ου δυνάμεθα, πόσω μάλλον αυτώ τω τούτων ποιητή πρέπει το είναι ακατάληπτον;» (Προς Αντίοχον άρχοντα. Ερώτησις α´ MPG 28,597.600).
12. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει κάπου: «Καν ης Μωυσής και Φαραώ θεός καν μέχρι τρίτου κατά τον Παύλον ουρανού φθάσης και ακούσης άρρητα ρήματα· καν υπέρ εκείνον γένη, αγγελικής τινος ή αρχαγγελικής στάσεώς τε και τάξεως ηξιωμένος. Καν γαρ ουράνιον άπαν, καν υπερουράνιόν τι και πολύ την φύσιν υψηλότερον ημών η και εγγυτέρω Θεού, πλέον απέχει Θεού και της τελείας καταλήψεως ή όσον υπεραίρει του συνθέτου και ταπεινού κάι κάτω βρίθοντος κράματος» (Θεολογικός δεύτερος, ΒΕΠ 59,220.35.221.1-4· βλ. και σ. 221,11 εξ.) Βλ. και MPG 48,730 (Ιερού Χρυσοστόμου, Λόγος τέταρτος προς Ανομοίους).
13. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει στην ερμηνεία του 6ου κεφ. του προφήτη Ησαία, στην περικοπή όπου οι άγγελοι παρουσιάζονται να καλύπτουν τα πρόσωπά τους προ του Θεού: «Ει τα Σεραφίμ, αι μεγάλαι και θαυμάσιαι δυνάμεις εκείναι, Θεόν καθήμενον, και επί θρόνου καθήμενον ιδείν αδεώς ουκ ηδυνήθησαν, αλλά και τας όψεις και τους πόδας εκάλυπτον, τις αν παραστήσειε, λόγος την μανίαν των αυτόν τον Θεόν ειδέναι σαφώς λεγόντων, και την ακήρατον εκείνην περιεργαζομένην ουσίαν;» (Εις Άπαντα…62,194c). Ο ιερός Χρυσόστομος πάλι αφιερώνει όλη την τρίτη ομιλία του προς Ανομοίους, για να αναπτύξει αυτή την ιδέα (MPG 48,719 εξ.). Σημειώνουμε εδώ μία μόνο περικοπή: «Το ακατάληπτον (του Θεού) ουχ ούτως ημείς ίσμεν, ως εκείναι αι δυνάμεις, όσω καθαρώτεραι και σοφώτεραι και διορατικώτεραι της ανθρωπίνης φύσεως εισί. Καθάπερ γαρ το των ηλιακών ακτίνων απρόσιτον ουχ ούτως οίδεν ο τυφλός ως ο βλέπων, ούτω και το του Θεού ακατάληπτον ουχ ούτως ημείς ίσμεν ως εκείναι. Όσον γαρ τυφλού και βλέποντος το μέσον, τοσούτον ημών και εκείνων το διάφορον» (MPG 48,722). Ομοίως πάλι ο Χρυσόστομος αφιερώνει και μεγάλο μέρος της τετάρτης ομιλίας του προς Ανομοίους προς ανάπτυξη της ίδιας ιδέας, βλ. MPG 948,727 εξ.).
14.«Θεός γαρ καταλαμβανόμενος ουκ έστι Θεός» (Μέγας Αθανάσιος).