Η Μητρόπολη, τότε, Αθηνών τον διόρισε εφημέριο στον ιερό ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Μόλις 13 οικογένειες ήταν το ποίμνιό του αφού, όπως σημειώσαμε, η Αθήνα της εποχής εκτεινόταν γύρω από την Πλάκα. Ο παπα- Νικόλαος δεν στενοχωρήθηκε γι’ αυτό.
Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή μερίμνησε να γνωρίσει όλους τους ενορίτες του και να τους φέρει στην εκκλησία. Να συγυρίσει τον μικρό τότε ναό. Και να τελεί τις Ακολουθίες . Κάθε Κυριακή λειτουργούσε στον άγιο Παντελεήμονα , ενώ τις καθημερινές στο εκκλησάκι του προφήτη Ελισσαίου. Οι μαρτυρίες των συγχρόνων του και των πνευματικών του τέκνων κάνουν λόγο για έναν λειτουργό του Υψίστου δοσμένο κυριολεκτικά στη λατρεία του Θεού και στη διακονία των φτωχών και κατατρεγμένων. Με βάση αυτές τις αξιόπιστες μαρτυρίες θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την αγία του μορφή , την ιερατική του ζωή και το φιλάνθρωπο έργο του.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι θείες Λειτουργίες που τελούσε διαρκούσαν επί ώρες. Άρχιζαν στις 8 το πρωί και τελείωναν το μεσημέρι. Ο λόγος ήταν ότι τα χαρτάκια με τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων που του έδιναν οι χριστιανοί για μνημόνευση , δεν τα πετούσε μετά την ανάγνωση τους. Γράφει η Μάρθα μοναχή: «Εμνημόνευε επί ώρας ολοκλήρους . Πρώτον, πεθαμένους πατριάρχας, μητροπολίτας , ιερείς, διακόνους και τους … Ναξιώτες και τους Αθηναίους. Τα ονόματα που του έδιναν τα μνημόνευε επί σειράν πολλών μηνών. Για να τον ξεκουράσουν λίγο τα πνευματικά του παιδιά του έπαιρναν κρυφά και έσχιζαν τα παλαιά , γιατί τα έπαιρνε μαζί του εις όλες τις εκκλησίες που πήγαινε. Τα έβαζε σε δύο μεγάλα μαντήλια και τα έδενε ως είδος μποξά και τα έβαζε στον κόρφο του, πλάκωνε την καρδιά του. Όταν τα κατάφερνε να ‘ρθη στο σπίτι κατά τις 5 μ. μ. και να αλαφρώνη από τα βάρη που είχε στο στήθος – διότι είχε δύο μποξαδάκια τα ονόματα και ένα κουτάκι με άγια λείψανα –του λέγαμε: Τί είναι αυτά τα μποξαδάκια; Και μας απαντούσε: Τα γραμμάτιά μου και τα συβόλαιά μου».
Στο εύλογο ερώτημα μερικών, πώς δεν κουράζεται και πότε θα ησυχάσει και θα ξεκουραστεί, απαντούσε με αφοπλιστικό τρόπο: «Ψαλῶ τῶ Θεῶ μου, ἕως ὑπάρχω». Και στην παρατήρηση γιατί μένει τόσες ώρες στην εκκλησία , ρωτούσε: «Συ, όταν ανοίγης το κατάστημά σου, δεν κάθεσαι όλη την ημέρα μέσα; Και για μένα το ίδιο είναι η εκκλησία».
Πλην της ενορίας του – του αγίου Παντελεήμονος- τελούσε Ακολουθίες τις καθημερινές και σε άλλα εκκλησάκια του κέντρου της Αθήνας , κυρίως δε του προφήτη Ελισσαίου, στην οδό Άρεως, στην αγορά, το οποίο δυστυχώς αργότερα κατεδαφίστηκε. Το εκκλησάκι αυτό αποτελούσε τα χρόνια εκείνα ένα ιδιότυπο λατρευτικό κέντρο και μια μήτρα από την οποία προήλθαν αρκετοί ενάρετοι μοναχοί και μοναχές που στελέχωσαν διάφορα μοναστήρια της εποχής . Εκεί τελούνταν από τον παπα- Νικόλα κατανυκτικές αγρυπνίες , με ψάλτες τους σκιαθίτες Αλεξάνδρους ( Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη ) . Να τι έγραφε ο Παπαδιαμάντης για τον άγιό μας: «Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τα πόλεις και τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερών και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων…. Κάθε ψυχοχάρτι… αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε.. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύη δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ.. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας , όσα κομμάτια έχει εντός του Ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε… Είναι αξιαγάπητος . Είναι απλοϊκός και ενάρετος . Είναι άξιος του πρώτου μακαρισμού του Κυρίου…».
Τον παπα- Νικόλα γνώρισαν ως λειτουργό και άλλα ταπεινά εκκλησάκια γύρω από την Ακρόπολη , καθώς αναφέρει και ο Φώτης Κόντογλου, στα οποία τελούσε κυρίως Αγρυπνίες , όπως του Άη- Γιάννη του Κυνηγού (μετέπειτα Άγιος Ιωάννης της οδού Βουλιαγμένης ), των Τριών ιεραρχών Παγκρατίου , του Αγίου Γεωργίου Κουκακίου, του Αγίου Λαζάρου, του Αγίου Φανουρίου Παγκρατίου, του Αγίου Σπυρίδωνος Μαντουκά, του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Αλλά τις Κυριακές και μεγάλες εορτές λειτουργούσε στην ενορία του ( Άγιο Παντελεήμονα Ιλισσού ) , με τους λίγους ενορίτες . Ώσπου μια μέρα «τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας και τον παρακάλεσε να συλλειτουργήσουν ∙ και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως». Εκείνος όμως συμφώνησε με τους επιτρόπους του ναού και έδιωξαν τον παπα- Νικόλα ,στέλνοντας τον στην εκκλησία του Άη- Γιάννη του Κυνηγού ( ή «του αγρού» ) , που ως ενορία αριθμούσε μόλις 8 οικογένειες και βρισκόταν αρκετά μακριά από το κέντρο της Αθήνας.
Η απομάκρυνσή του από τον Άγιο Παντελεήμο0να τον στενοχώρησε. Σημειώνει η βιογράφος του: «Μια βραδυά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε. Βλέπει έξαφνα στο δρόμο του ένα νεαρό παλληκάρι και του λέγει: Τι κλαις , πάτερ μου;
– Κλαίω , παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα .
– Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Του λέγει: Ποιος είσαι εσύ , παιδί μου;
– Εγώ είμαι ο Παντελεήμων, που μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρην της συνοδείας του».
Πηγή: «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ, Ο προστάτης των εγγάμων, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ», Ευαγγέλου Π. Λέκκου
θεολόγου, τ. Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας, Εκδοτική παραγωγή ΣΑΪΤΗΣ