Τού αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Η λέξη όχλος που ετυμολογικά είναι δύσκολο να ερμηνευθεί σχετίζεται με το am haaretz που αποδίδεται ως «άνθρωποι της γης».[1]
Η έννοια αυτή στην μεταγενέστερη ραββινική γραμματεία προσδιορίζει τους αμαθείς ανθρώπους που αξίζει να αποφεύγεις και να περιφρονείς.[2] Πιθανόν να σημαίνει πλήθος λαού, άτακτον στίφος, μάζα, «μπουλούκι»[3], πλήθος ατόμων που κινείται.[4]
Στα Ευαγγέλια απαντά συχνά η έννοια του όχλου.[5] Ποιός όμως είναι αυτός ο όχλος που ακολουθεί το Χριστό, τον θαυμάζει αλλά τελικά συνηγορεί στην Σταύρωσή Του; Είναι ένα ενιαίο σώμα ανθρώπων; Ποιοί τον αποτελούν και ποιά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους;
Ο Χριστός εκτός του κύκλου των τριών αποστόλων Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννου είχε κοντά τους δώδεκα και άλλους εβδομήντα αποστόλους. Πέραν αυτών υπήρχε και ένα πλήθος ανθρώπων που τον ακολουθούσε και χαρακτηρίζεται ως όχλος. Κατά τους ερμηνευτές τα άτομα του όχλου αυτού, όπως βλέπουμε στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, έχουν πέντε κύρια χαρακτηριστικά:
Α) Ακολουθούν τον Ιησού στις περιοδείες Του, αφού διαβάζουμε «πας ο όχλος ήρχετο προς αυτόν, και εδίδασκεν αυτούς». (Μκ.2,13.)
Β) Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολλοί και αμαρτωλοί αφού το κείμενο αναφέρει: «πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού ήσαν γαρ πολλοί και ηκολούθουν αυτώ» (Μκ.2,15)
Γ) Διαφοροποιούνται από τους μαθητές, αφού κάποιες φορές ο Χριστός τους ξεχωρίζει όντως από τους μαθητές και μιλά σε αυτούς κατ᾽ιδίαν. Αναφέρει το κείμενο: «και αφέντες τον όχλον παραλαμβάνουσιν αυτόν ως ην εν τω πλοίω» (Μκ.4,36).
Δ) Κάποιες φορές φαίνεται ότι αντιτάσσονται προς τους ηγέτες του Ισραήλ, όταν αμφισβητούν τους λόγους του Χριστού. Έτσι θαυμάζουν και αναγνωρίζουν την δύναμη του Ιησού λέγοντας «ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θεόν λέγοντας ότι ούτως ουδέποτε είδομεν» (Μκ.2,12). Αυτό σε αντίθεση με τους θρησκευτικούς ταγούς που αμφισβητούν τους λόγους Του: «Βλασφημεί. Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις ο Θεός;» (Μκ. 2,6-7).
Ε) Το τελευταίο κοινό χαρακτηριστικό όσων αποτελούσαν τον όχλο ήταν ο φόβος που έτρεφαν γι᾽αυτούς οι θρησκευτικοί τους ηγέτες: «Καί ήκουσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και εζήτουν πως αυτόν απολέσωσιν× εφοβούντο γαρ αυτόν, πας γαρ ο όχλος εξεπλήσσετο επί τη διδαχή αυτού». (Μκ. 11,18)
Εκτός των χαρακτηριστικών αυτών μπορούμε να προσδιορίσουμε ότι τον όχλο αποτελούσαν αμαρτωλοί άνθρωποι, τελώνες, ασθενείς, απλοί πολίτες που κινούνται ακόμα και στα περιθώρια της κοινωνίας. Είναι άνθρωποι που χρησιμοποιούνται και κατευθύνονται από τους εξουσιαστές. Δεν υπάρχει προς αυτούς σεβασμός και μέριμνα. Σε αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους ο Χριστός έρχεται να δείξει αγάπη και ενδιαφέρον. Ευσπλαχνίζεται τον όχλο και αποκτά μαζί του μια ιδιαίτερη σχέση, τον θρέφει ψυχοσωματικά, τον αφυπνίζει και δίνει στους ανθρώπους την αξία που έχουν. Τούς δίνει την δυνατότητα να σωθούν. Όπως προείπαμε στον όχλο ανήκουν και οι τελώνες όχι επειδή είναι φτωχοί αλλά επειδή είναι περιφρονημένοι, εκούσια ή ακούσια. Από την άλλη, ο όχλος είναι και μια ομάδα ανθρώπων που δημιουργήθηκε αυθόρμητα επειδή υπήρχε μέσα του η έμφυτη διάθεση της λύτρωσης και σωτηρίας. Δεν αποκλείεται κανείς από την ομάδα αυτή, ούτε και αυτός ο αξιωματούχος που ανέβηκε στην συκομορέα για να τον αντικρίσει.(Λκ. 19,1-10) Μεταξύ του Χριστού και όλων αυτών των ανθρώπων υπάρχει μια φυσική και συνάμα δυνατή σχέση που ξεκινά από τον θαυμασμό και την αναγνώριση της διαφορετικότητάς Του μέχρι και την προδοδία Του. Γίνεται έτσι κατανοητό εκτός της σωτηριολογικής προοπτικής του μηνύματός Του και το μέγεθος της κοινωνικής ανατροπής για τα δεδομένα της εποχής.
Τέλος, ο Χριστός κάνει μέσα από τον λόγο και το έργο Του κάτι μοναδικό. Ξεχωρίζει ή καλύτερα καταργεί τον όχλο και δημιουργεί πρόσωπα με τα οποία συνάπτει μοναδικές σχέσεις. Το κάνει όμως αυτό όταν ο άνθρωπος το τολμήσει. Διαβάζουμε στον ευαγγελιστή Λουκά : «και είπεν ο Ιησούς× τις ο αψάμενός μου;…ήψατό μου τις× εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ᾽εμού…ο δε είπεν αυτή× θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε× πορεύου εις ειρήνην». (Λκ. 8,45-49)
[1] Βλ. Μπαμπινιώτη Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ.1305.
[2] Paula Gooder, Αναζητώντας το νόημα, Θεσσαλονίκη 2011, σ.345.
[3] Σταματάκου Ι., Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1990, σ.723.
[4] Χατζηαργυρού Αν., Λεξικόν της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 2012, σ.411.
[5] Μτ. 4,25. Λκ 6,17.Βλ. Χατζηαργυρού Αν., Λεξικόν της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 2012, σ.411.