Ένας απλός ιερεύς σε μια επαρχία τα παλιά χρόνια είχε τη συνήθεια να μνημονεύει χιλιάδες ονόματα.
Κάθε φορά που λειτουργούσε, και μάλιστα πολύ τακτικά, σχεδόν κάθε μέρα, μνημόνευε όλα τα ονόματα, που του είχαν δώσει εδώ και είκοσι πέντε – τριάντα χρόνια. Όλα όμως! Επειδή διάβαζε εκκλησιαστική ιστορία τακτικά, έπαιρνε όλα τα ονόματα των ορθοδόξων, από ‘κεί, Πατριαρχών, Αρχιερέων, Αυτοκρατόρων, Βασιλισσών, στρατηγών, όλων.
Του ‘δινες ένα όνομα, το μνημόνευε είκοσι χρόνια. Και έτσι τα κρατούσε όλα… Όσον κόσμο γνώριζε, όποιο συναντούσε, έπαιρνε το λεωφορείο να πάει από το χωριό στη χώρα, έπαιρνε όλα τα ονόματα που ήσαν μέσα στο λεωφορείο.
Δεν ξέρω τι άλλο έκανε, όπου κι αν περπατούσε, όποιον κι αν συναντούσε, ζητούσε το όνομά του και το κρατούσε και έτσι τον μνημόνευε. Έκανε πάντοτε πρόθεση τρεις-τρεισήμισι ώρες. Η συνήθης έναρξις της ακολουθίας είναι 7, αυτός πήγαινε απ’ τις τρεισήμισι-τέσσερεις, κι εκεί στην πρόθεση και διάβαζε και μνημόνευε. Κυριακή, γιορτή, καθημερινή, για πολλά χρόνια, είπαμε 25-30.
Είχε όμως ένα ελάττωμα. Έπινε. Του άρεσε το κρασί. Κάποτε λοιπόν σ’ ένα βραδινό γλέντι, σε μια γιορτή, ξημερώθηκε πίνοντας. Και ξεχνώντας ότι την επομένη μέρα είχε Θεία Λειτουργία, και μάλιστα θα ήρχετο ας πούμε και ένα πούλμαν με εκδρομείς, οι οποίοι θα έκαναν δική τους Θεία Λειτουργία, είχαν ειδοποιήσει μια βδομάδα πριν ότι τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα θα ήρχοντο να λειτουργηθούν κοντά του, να κοινωνήσουν, να τους πει τον Λόγο του Θεού να προσκυνήσουν και μια εικόνα που είχαν εκεί θαυματουργή.
Τώρα, το θυμήθηκε λοιπόν στις πεντέμισι-έξι το πρωί, αλλά ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Τι θα κάνει τώρα! Χωρίς να λέμε πολλά λόγια, ξεκίνησε τρικλίζοντας και πήγε στην εκκλησία, πήρε καιρό, ντύθηκε και σε λίγο ήρθαν οι προσκυνηταί και άρχισε τη Θεία Λειτουργία. Κακήν κακώς, τα κατάφερε να κάνει και τη μεγάλη είσοδο, έτσι ώστε από ‘δώ κοντά, έκανε τον καθαγιασμό, τρόμαξε να κοινωνήσει, όλα πήγαν καλά μέχρι τη στιγμή που ήρθε η ώρα και είπε:
– Μετά φόβου Θεου πίστεως και αγάπης προσέλθετε, αλλά πέφτει κάτω, μαζί με το Άγιον Ποτήριον, τα χύνει όλα κάτω. Έτρεξαν οι άνθρωποι, φώναξαν, αυτός λες και ήταν ένας πάγος πάνω στο κεφάλι του, ξεμέθυσε αμέσως, να αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, να τα γλύφει, να τα μαζεύει, δεν ξέρομε τι έγινε και πώς εγιναν, δεν περιγράφονται αυτά ούτε λέγονται, τέλος πάντων κάψανε ό,τι κάψανε κι ύστερα από ώρες συντετριμμένος μαζεύτηκε σε μια γωνιά κι εκεί έκλαιγε, ώσπου το έμαθε ο Δεσπότης και τον ειδοποίησε να ‘ρθει.
Παρουσιάστηκε μπροστά του τρέμοντας. Τι να πει στον Δεσπότη τώρα! Τι να πει στον Δεσπότη! Του ‘πε λοιπόν ο επίσκοπος, «κρέμασε το πετραχείλι σου εδώ και πήγαινε στο χωριό και σε τρεις μέρες θα ‘ρθεις. Μέχρι τότε θα κάνω προσευχή και θ’ αποφασίσω τι θα σου κάνω.»
Την τρίτη ημέρα, το βράδυ, ο επίσκοπος βλέπει στον ύπνο του ότι καθόταν στον επισκοπικό θρόνο, εδώ, με τα ράσα, αλλά φορούσε το πετραχείλι και το ωμόφορο, τα σύμβολα της Αρχιεροσύνης. Και να μαζεύονται λοιπόν βασιλιάδες, αυτοκράτορες, Πατριάρχες, Δεσποτάδες, παπάδες, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, όλος αυτός ο κόσμος. Και να τον τραβάνε απ’ το πετραχείλι, απ’ το ωμόφορο κι απ’ τα ράσα κι απ’ τα γένια και φωνάζανε: «Τον παπά μας». Κι έφυγαν αυτοί και ήρθε ένα πλήθος, άνδρες-γυναίκες, άνδρες-γυναίκες, χιλιάδες, χιλιάδες, χιλιάδες, χιλιάδες, κι όλοι τον τραβούσαν κι όλοι του φώναζαν «τον παπά μας», «τι θα γίνουμε εμείς χωρίς κάποιον να μας μνημονεύει τώρα». Ξύπνησε ο Δεσπότης καταϊδρωμένος, μούσκεμα.
Κείνο το πρωί θα ερχόταν ο παπούλης, είχε πάρει ο Δεσπότης την απόφαση όμως να τον καθαιρέσει… Να που ήρθε ο παπούλης,
-Για πες μου ρε παπά μου, τι κάνεις εσύ, άκουσα οτι κάνεις μνημονεύσεις εκεί στη Λειτουργία. Πότε πας στην εκκλησία, τι κάνεις, για πες μου ποια είναι η διαγωγή σου έξω απ’ το κρασί;
Και ο παπούλης του είπε την αλήθεια. Τ’ άκουσε ο Αρχιερεύς και του είπε:
-Κοίταξε, δώσε παπά μου τώρα όρκο, όχι βέβαια όπως τον τάζουμε εμείς. Υπόσχεση ενώπιον Θεού και του Αρχιερέως ότι δεν θα ξαναπιείς. Αν δώσεις αυτήν την υπόσχεση ότι δεν θα ξαναβάλεις στο στόμα σου θα σε συγχωρέσω. Κι όχι μόνο θα σε συγχωρέσω αλλά θα σε παρακαλέσω, να συνεχίσεις την ίδια τακτική μέχρι που θα βαστούν τα χέρια σου. Μέχρι που θα πεθάνεις. Είχα σκοπό σήμερα να σε καθαιρέσω, αλλά δεν μ’ αφήνουν οι ψυχές που μνημονεύεις. Συνέχισε όσο ζεις, έτσι να πορεύεσαι.
Από το Γεροντικό