Αγιος Ιουστίνου Πόποβιτς
Η Δικαιοσύνη και η Αλήθεια του Θεού ενοχλούν τους ανόμους, ενοχλούν αυτούς που είναι ανήμποροι από τις αμαρτίες, ενοχλούν όλους όσοι είναι μεθυσμένοι από τα διάφορα πάθη. Μήπως και σήμερα δεν κραυγάζουν οι Χριστομάχοι: σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν! Μήπως και σήμερα δεν ζητούν την κεφαλή του Ιησού από την Ναζαρέτ;
Ω ναί, όταν οι άνθρωποι τρελαθούν από την υπερηφάνεια, όταν αλλοφρονήσουν από την αυταρέσκεια, τότε δεν τους χρειάζεται ο Θεός, δεν χρειάζονται την Δικαιοσύνη Του αφού ανακηρύσσουν τον εαυτό τους για Θεό. Προτείνουν την ελάχιστη και ψεύτικη αλήθεια τους ως την μεγάλη, την σωτήρια αλήθεια. Ανακηρύσσουν ακόμα, την ελάχιστη γήινη, δική τους ανάπηρη δικαιοσύνη ως την μέγιστη δικαιοσύνη: δεν μας χρειάζεται η Δικαιοσύνη του Χριστού, δεν θέλουμε την Δικαιοσύνη του Θεού.
Οι άνθρωποι, με τυφλωμένο τον νού και την ψυχή, δεν βλέπουν μα και δε θέλουν να δούν ότι σε τούτο τον κόσμο ο άνθρωπος -ο γνήσιος άνθρωπος- δεν μπορεί να σταθεί δίχως τον Θεό. Γιατί άραγε αυτό; Μα επειδή ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος από Ηρώδες, γεμάτος από Φαρισαίους. Οι Ηρώδες ζητούν την κεφαλή Ιωάννου του Βαπτιστού, ζητούν τις κεφαλές όλων των δικαίων της γης. Καί οι Φαρισαίοι, οι ψευδείς Γραμματείς και οι ψευδόσοφοι του κόσμου αυτού απαιτούν τον θάνατο του Θεανθρώπου Χριστού.
Μπροστά στον θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύναμοι σαν τα κουνούπια, σαν τα πετραδάκια. Γιά ποιό πράγμα καυχάσθε ω άνθρωποι; Γιά τον πλούτο, την επιστήμη, την φιλοσοφία και την κουλτούρα; Όλα αυτά είναι σκύβαλα – συ και εγώ δούλοι του θανάτου! Κάθε άνθρωπος είναι δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου. Μπορεί να γίνει άνθρωπος σε αυτό τον κόσμο με χαρά; Όχι δεν μπορεί.
Ο άνθρωπος που θα αντικρίσει σοβαρά τον εαυτό του και με σοβαρότητα θα κοιτάξει τον θάνατο σαν τον έσχατο σταθμό αυτής της ζωής, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χαρά σε αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμιά απόλαυση εδώ. Όλες οι απολαύσεις είναι ένα ψέμα, εάν ο θάνατος αποτελεί για μένα και για σένα τον τελευταίο σταθμό αυτού του κόσμου….