Αλλά αν και η αργία προξενεί τόσα κακά, δε γεννούν λιγότερα και οι περισσές υποθέσεις και δουλειές και μέριμνες, διότι αυτές είναι εκείνες οι άκανθες, οι οποίες, όπως λέει ο Κύριος, καταπνίγουν το σπόρο των θείων λόγων και εμπνεύσεων και εμποδίζουν ή να μη γίνεται καθόλου το καλό και η αρετή ή να γίνεται με κακό τρόπο.
«Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι» (Λουκ. η΄ 14). Αυτοί οι πολύδουλοι, αν έχουν να πάνε στην ακολουθία ή στο κήρυγμα ή αν θέλουν να διαβάσουν κανένα ψυχωφελές βιβλίο, ή αν θέλουν να μεταλάβουν συχνά τα θεία μυστήρια, δεν έχουν ποτέ καιρό.
Από τη μια υπόθεση έρχονται στην άλλη και δε βρίσκουν τρόπο ποτέ να γλυτώσουν από τη μία δουλειά, χωρίς να παγιδευθούν σε άλλη. Γι’ αυτό και μοιάζουν με ένα σχοινί δεμένο με πολλούς και μύριους κόμπους, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί. Με αυτή την τέχνη ο διάβολος κρατάει αιχμαλωτισμένους εκείνους, που θέλουν να βγουν μεν από τα χέρια του, αλλά δε βρίσκουν το δρόμο, διότι ο πονηρός και πανούργος κάνει με αυτούς εκείνο που έκανε ο Φαραώ με τους Εβραίους, όταν μελετούσαν να πάνε να θυσιάσουν στο Θεό στην έρημο.
Δηλαδή τους καταφορτώνει με νέες και μεγαλύτερες υποθέσεις και μέριμνες, για να μην έχουν καιρό όχι να κάνουν το καλό, αλλά ούτε καν να το σκεφτούν: «σχολάζουσι γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες· ἐγερθῶμεν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς» (Εξοδ. ε΄ 8, 9).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι καθημερινές φροντίδες και υποθέσεις και πραγματείες γίνονται τόσες παγίδες, για να προσκολλούν στη γη αυτούς τους ταλαίπωρους, ή για να το πούμε καλύτερα, για να προσκολλώνται αυτές οι φροντίδες στην καρδιά τους, όπως προσκολλάται ο κισσός στα δέντρα με χίλια κλαδιά, και πιπιλίζουν όλη την τροφή της ευλάβειας που έχουν, και τους καθιστούν να θεωρούν τα μέσα ως σκοπό, και το σκοπό ως μέσα: «χρώνται τω Θεώ και καρπούνται τον κόσμον», όπως λέει ο ιερός Αυγουστίνος στο «περί Πόλεως Θεού».
Έπειτα, αν υποθέσουμε ακόμη, ότι οι περισσές φροντίδες αυτές δε φτάνουν σε τόση υπερβολή, αλλά αφήνουν σε μερικούς λίγο καιρό για να κάνουν κανένα καλό, όμως πώς είναι δυνατό να κάνουν αυτοί το καλό όπως πρέπει και με όλη την τελειότητα; Οι κυνηγοί και όταν κοιμούνται ακόμη, φαίνεται πως δεν αναπαύονται, επειδή ονειρεύονται ή τα θηρία που τους φεύγουν ή τα θηρία που φτάνουν. Ώστε το σώμα τους βρίσκεται μεν στο κρεβάτι, αλλά η φαντασία τους είναι στα δάση.
Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνους που καταγίνονται σε πολλές υποθέσεις και φροντίδες. Αν αυτοί στέκονται στην Εκκλησία, αν ακούν κάποιο κήρυγμα, αν κάνουν ποτέ καμιά προσευχή, ο νους τους πάντοτε περιφέρεται και κατ’ αυτόν το λίγο χρόνο και συλλογίζονται πώς μπορούν να αποκτήσουν κανένα κέρδος, πώς να κάνουν αυτή τη δουλειά, πώς να τελειώσουν εκείνη την υπόθεση που τους λείπει. Ώστε το μεν κορμί τους είναι στην Εκκλησία, αλλά ο νους τους βρίσκεται στις πλατείες. Αυτοί κοιμούνται πολλές φορές στο στρώμα και ο νους τους φαντάζεται τις υποθέσεις και υπηρεσίες τους.
Επειδή κατά το μέγα Βασίλειο, «τον κατειλημένον ομοζύγω έτερος θόρυβος φροντίδων εκδέχεται· εν απαιδία, παίδων επιθυμία· εν παίδων κτήσει, περί τροφής φροντίς· γυναικός φυλακή· οίκου επιμέλεια· οικετών προστασίαι· αι κατά τα συμβόλαια βλάβαι· αι εν τοις δικαστηρίοις συμπλοκαί· της εμπορίας οι κίνδυνοι· αι της γεωργίας διαπονήσεις· πάσα ημέρα ιδίαν ήκει φέρουσα της ψυχής επισκότισιν· και αι νύκτες τας φροντίδας παραλαβούσαι εν ταις αυταίς φαντασίαις εξαπατώσι τον νουν» (Επιστολαί α΄).
Επομένως, εσύ που βρίσκεσαι σε τέτοια ταραχή, αδελφέ, νομίζεις πώς ο Θεός πρόκειται να σου μιλήσει με τις εμπνεύσεις του; Πιστεύεις ότι θα λάβεις καρπό στην ψυχή σου από τα θεία λόγια που ακούς; Και αν, όταν διηγείσαι σε ένα φίλο σου κανένα γεγονός, αν εκείνος δεν προσέχει στα λόγια σου και γυρίζει να μιλάει με άλλους, εσύ διακόπτεις το λόγο, και ούτε που θέλεις να του περιγράψεις την υπόθεσή σου, πώς έπειτα θέλεις να μιλά ο Θεός στη δική σου καρδιά, την ίδια στιγμή που αυτή είναι γεμάτη από εκατό λογισμούς; Όταν εσύ προσέχεις στις υποθέσεις σου, και όχι στις εμπνεύσεις και τις φωνές τις δικές του; «Όπου ακρόαμα ουκ εστί, μη εκχέης λαλιάν, και ακαίρως μη σοφίζου» (Σοφία Σειράχ λβ΄ 4).
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
«Πνευματικά Γυμνάσματα»