Πάνε πολλά χρόνια τώρα, που δέχθηκα ένα τηλέφωνο, από αυτά που λέμε δύσκολα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο εφημερεύων γιατρός κάποιας πτέρυγας του μεγαλύτερου Ψυχιατρείου της πρωτεύουσας.
«Ξέρετε, πρέπει να έλθετε εδώ το συντομότερο∙ σας ζητάει επίμονα ο παλιός σας μαθητής ο Σταύρος Κ… Είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Η επίσκεψή σας ίσως θα βοηθήσει…». Ο Σταύρος ήταν από τους αγαπημένους μου μαθητές και το σοκ ήταν μεγάλο. Μαζί είχαμε μοιραστεί πολλά τα χρόνια παραμονής μου στη μικρή επαρχιακή πόλη. Δεν άντεχε ο Σταύρος τη κλεισούρα και τη σκληρότητα στις σχέσεις.
Ήταν ψυχάρα, έξω καρδιά, χαμογελαστός, ευαίσθητος, ευθύς, σε κοίταγε στα μάτια, ήθελε να χαίρεται τη ζωή, να μοιράζεται τα πάντα με τους άλλους. Η μικρή κοινωνία είχε τους δικούς της κώδικες, έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά και αυτό τον χάλαγε.
«Γιατί να είναι έτσι οι άνθρωποι δάσκαλε;» με ρώταγε κάθε τόσο…. Μετά τη μετάθεση τα έφερε έτσι η ζωή και για λίγο χαθήκαμε.
Όποιος είχε επισκεφτεί Δημόσιο Ψυχιατρείο εκείνη την εποχή μπορεί να φανταστεί την κατάσταση που συνάντησα. Στο χώρο λοιπόν που καθίσαμε να τα πούμε με το Σταύρο, σ’ ένα μικρό δωμάτιο με έπιπλα περασμένων δεκαετιών, άρχισαν να μαζεύονται γύρω μας σιγά –σιγά οι υπόλοιποι φιλοξενούμενοι της πτέρυγας.
Οι περισσότεροι ξεχασμένοι από τους συγγενείς και φίλους, κάποιοι «σταλμένοι» εκεί από την ίδια τους την οικογένεια (βλέπεις η περιουσία ήταν μεγάλη), άλλοι με φθαρμένα παλιά ρούχα, άλλοι ημίγυμνοι… με πρόσωπα παραμορφωμένα από τη μακροχρόνια παραμονή, τη φαρμακευτική αγωγή, την έλλειψη επικοινωνίας και την απουσία της αγάπης. Έτρεμα στην ιδέα ότι ο Σταύρος θα έμενε εκεί…
Δεν πέρασε λίγη ώρα και ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να μας πλησιάζουν, να στέκονται γύρω μας και να ζητούν ο καθένας τους από κάτι. Άλλος λίγα χρήματα, άλλος ένα τσιγάρο …Όταν τέλειωσαν όλοι, ήλθε και με πλησίασε ο Στέλιος από το Ρέθυμνο, έτσι μου συστήθηκε, τον θυμάμαι ακόμα…
«Επειδή άκουσα στην κουβέντα ότι είσαι από την Τήνο θέλω να σου δώσω δέκα δραχμές, όταν πας στην Παναγία να ανάψεις ένα κερί, πρώτα για όλο τον κόσμο να είναι καλά και μετά για το Στέλιο από το Ρέθυμνο».
Ο Σταύρος και ο Στέλιος από το Ρέθυμνο κουβαλούσαν αυτό που έχουμε ξεχάσει οι περισσότεροι που δηλώνουμε χριστιανοί, την τρέλα του Χριστιανού. Την τρέλα του να δίνεσαι, να μοιράζεσαι, να νοιάζεσαι τον Άλλο.Την τρέλα που σου δίνει τη ΖΩΗ .
Ανδρέας Αργυρόπουλος