Λίγο πριν το ξημέρωμα της «Μιάς των Σαββάτων» οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ κοιμούνται στο βαρύ ίσκιο που ρίχνουν επάνω στην πόλη οι τρεις σταυροί.
«Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας» (Ματθ. κη΄ 2).
Η πόλη τρέμει κι όμως δεν ξυπνά και δε μαθαίνει.
Οι μόνοι κάτοικοι που αγρυπνούν αυτή τη νύχτα, οι «τηρούντες της κουστωδίας», «εσείσθησαν» αλλά «εγένοντο ωσεί νεκροί», ανίκανοι κι αυτοί να καταλάβουν. Ο Χριστός Ανέστη · και άλλη μια φορά, ως Θεός παντοδύναμος, δεν επιβάλλει την πίστη σε κανέναν, που δεν το επιθυμεί, που δεν το θέλει.
Σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση μένει στον κόσμο, αλλά «εμφανίζει» τον εαυτό του σ’ αυτούς που τον αγαπούν «και ουχί τω κόσμω». Από την πρώτη ώρεα, μετά την Ανάσταση, φανερώνεται ξανά και ξανά σε εκείνους που Τον περιμένουν, σ’ εκείνους που θα εμπιστευθεί τη μαρτυρία της Αναστάσεώς Του.
Οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές συγκλονισμένοι περιγράφουν τις εμφανίσεις του Κυρίου τους μετά την Ανάσταση. Γράφουν λεπτομέρεις, διασώζουν τις συνομιλίες μαζί Του. Σχεδόν πάντα σ’ ένα επίπεδο εντελώς προσωπικό, όπου ο Χριστός αγγίζει με μοναδική τρυφερότητα και γνώση κάθε κρυμμένο πόνο τους και πόθο.
Στη Μαγδαληνή έφτασε το όνομά της. «Μαρία», και κατάλαβε ποιος είναι αυτός που τη ρωτά: «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» μπροστά στον άδειο τάφο.
Στις μυροφόρες γυναίκες, που φεύγουν με φόβο και χαρά από το κενό μνημείο και τρέχουν να μεταφέρουν το μήνυμα του Αγγέλου στους μαθητές Του, έρχεται να τις συναντήσει στο δρόμο τους. «Χαίρετε… μη φοβείσθε · υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου…» (Ματθ. κη΄ 9-10). Οι μυροφόρες, οι αδελφοί Του, οι δικοί Του.
Στους δυο άνδρες, που φεύγουν αποθαρρημένοι για τους Εμμαούς, φανερώνεται μ’ άλλη μορφή. Πορεύεται μαζί τους ώρες. Τους ελέγχει στοργικά γιατί μένουν ακόμη «ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν» (Λουκ. κδ΄ 25). Τους ερμηνεύει τις Γραφές, που μιλούν για όσα «έδει παθείν τον Χριστόν» και μετατρέπει την πικραμένη καρδιά τους σε φλόγα, που τον αναγκάζει να μείνει μαζί τους.
Εκεί στην ευλογία του άρτου τον αναγνωρίζουν και Αυτός γίνεται «άφαντος».
Ο Χριστός φεύγει και οι δύο άνδρες τρέχουν αυτή την ώρα της νύχτας πίσω στα Ιεροσόλυμα, στους αδελφούς, τους συναθροισμένους με τους ένδεκα, που ξέρουν ήδη πώς φανερώθηκε ο Χριστός στον Πέτρο.
Τα Ιεροσόλυμα βυθίστηκαν κι απόψε ξανά στον ίδιο βαρύ ύπνο, σχεδόν σαν θάνατο, και αυτοί οι λίγοι άνδρες και γυναίκες, που συνεπαρμένοι μιλούν για το Χριστό, λούζονται ξαφνικά στο φως της Θείας παρουσίας Του.
«Αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς · ειρήνη υμίν» (Λουκ. κδ΄ 36).
Γίνονται έμφοβοι, ταράσσονται, δεν πιστεύουν από τη χαρά τους και θαυμάζουν. Ο Κύριός τους το ξέρει και τους φωνάζει: «Εγώ ειμι · ψηλαφήσατέ με και ίδετε» (Λουκ. κδ΄ 39).
Σε ποιον φωνάζεις «εγώ είμαι», αν δεν τον αγαπάς και δε σε ξέρει; Αυτοί είναι οι στενά δικοί Του. Τους ζητά ακόμη και τροφή. Και έφαγε μπροστά τους, μετά την Ανάσταση, ψημένο ψάρι και κηρύθρα μέλισσας για να τον πιστέψουν.
Στο δύσπιστο Θωμά χαρίζεται ως φίλος.
Έλα άγγιξε εσύ τα διάσημα της αγάπης μου και «μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωάν. κ΄ 27). Ύστερα χάρισε ο Απόστολος Θωμάς στους πιστούς όλων των εποχών τη θριαμβευτική ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Οι μέρες περνούν, οι μαθητές μελαγχολούν στο χωρισμό Του. Στρέφονται, όσο δεν τον βλέπουν, πάλι στα δίχτυα τους. Εκεί στη θάλασσα της Τιβεριάδας έρχεται να τους βρει. Δεν τους μαλώνει που κατέφυγαν στα δίχτυα, αλλά, όπως και όταν τους κάλεσε, θαυματουργεί για χάρη τους. Τον αναγνωρίζει πρώτος αυτός που τον αγάπησε και πιο πολύ, ο Ιωάννης: «ο Κύριος εστί». Ο Πέτρος βιάζεται, ζώνεται επάνω του τον επενδύτη. Εκείνη την τραγική νύχτα της προδοσίας δίστασε, τον αρνήθηκε. Τώρα δεν έχει δισταγμό, δεν ντρέπεται τους άλλους μαθητές. Δεν ενεργεί λογικά. Θέλει να φτάσει γρηγορότερα κοντά Του. Ο λυτρωμένος δε διστάζει, πέφτει στη θάλασσα.
Εκεί στην ακροθαλασσιά θα τον ρωτήσει τρεις φορές ο Κύριος: «φιλείς με;». «Ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με» και αποκαθιστά ο Χριστός τον εκλεκτό Του μαθητή στην πρώτη αγάπη και του προσφέριε ξανά το προνόμιο να νοιάζεται τα πρόβατά Του.
Σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός φροντίζει μόνο αυτούς που θ’ αναλάβουν το έργο του ευαγγελισμού του κόσμου, τους Αποστόλους Του, τους δικούς Του.
Τέλος τους αποχαιρετά οριστικά, ανυψώνεται και χάνεται μέσα στο φως, αλλά δεν τους εγκαταλείπει. Ο ίδιος υποσχέθηκε στους πιστούς όλων των εποχών: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη΄ 20).
Ύστερα από καιρό, στη στροφή του δρόμου που πηγαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό, το φως της παρουσίας του Χριστού κλείνει το δρόμο στο διώκτη του Σαύλο. Ο Σαύλος πέφτει στο χώμα, χάνει το φως του και ανοίγουν τα μάτια του στην αλήθεια.
«Έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α΄ Κορ. ιε΄ 8).
Μ’ αυτόν το λόγο επισφραγίζει ο Απόστολος Παύλος προς τους Κορινθίους την περίληψη του Ευαγγελίου του. «Ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών (…) και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη Τρίτη ημέρα (…) και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα · έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ (…) έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν…» (Α΄ Κορ. ιε΄ 3-7).
Ο Απόστολος Παύλος απαριθμεί τις εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου. Ζητά να μας στηρίξει στην πεποίθηση ότι ο Χριστός παραμένει παρών στην ιστορία του κόσμου και τη δική μας. Ζητά να μας οδηγήσει στην ολόκαρδη εκζήτηση της παρουσίας Του, σε μια προσωπική φανέρωση του Χριστού στον καθένα μας.
Ο Χριστός μπορεί και σήμερα να σου φανερωθεί, αν εσύ γίνεις δικός Του. Ύστερα θα μπορείς να επαναλαμβάνεις με μυστική καύχηση και αγαλλίαση μαζί με τον Απόστολό Του: «Έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί».