του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Συνήθως, όταν μιλάμε για προσευχή, έρχεται στο νου μας το αίτημα, δηλαδή τι να ζητήσω από το Θεό.
Η στάση αυτή δείχνει την παιδική αντίληψη της σχέσης, όπου το παιδί θεωρεί τους γονείς του ως τα μέσα που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Ξέρουμε όμως ότι τέτοια συμπεριφορά όχι μόνο δεν αναπτύσσει τη σχέση, αλλά και τη μειώνει και σταδιακά την εξαφανίζει. Γιατί δεν είναι δυνατό η ιδιοτέλεια να καθορίζει την ανθρώπινη ή τη θεϊκή σχέση και αυτή η σχέση να αναπτύσσεται.
Ασφαλώς θα ζητήσουμε από τον ουράνιο Πατέρα να έλθει αρωγός και βοηθός στις ποικίλες ανάγκες της ζωής μας. Άλλωστε ο Χριστός μας είπε «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Μτθ. 7,7), βεβαιώνοντάς μας ότι «όποιος ζητάει λαμβάνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται».
Η άποψη ότι δεν χρειάζεται να Του πούμε τις ανάγκες μας και να Του ζητήσουμε συμπαράσταση αφού τις γνωρίζει, έχει, βέβαια, αλήθεια αλλά παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το να ζητήσεις κάτι που θέλεις δείχνει ταπείνωση και επιθυμία για σχέση. Ο Χριστός την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, στο Μυστικό Δείπνο, εκτός των άλλων, παρότρυνε τους μαθητές Του να ζητούν και να παίρνουν για να έχουν μέσα τους πλήρη χαρά (Ιω. 16,24). Ακόμα και το αίτημα οδηγεί σε σχέση, σε βαθειά επικοινωνία, που, ασφαλώς, φέρνει την καρδιακή ευχαριστία και δοξολογία.
Έτσι η προσευχή, για να μην είναι τυπική επικοινωνία με ξύλινα λόγια, χρειάζεται να γίνεται μέσο που μας γνωρίζει καρδιακά, βαθειά, γι’ αυτό και μυστικά το «Θεό της καρδιάς». Τότε ξέρουμε όχι μόνο ότι υπάρχει (και τα δαιμόνια το ξέρουν!..) αλλά ότι είναι αγάπη, ότι διαλέγεται, ότι σχετίζεται. Κατανοούμε το μεγαλείο της δόξης Του που δεν μας διαλύει, γιατί είναι κενωτικό, σταυρικό. Τον βλέπουμε «εν ετέρα μορφή» να συμπορεύεται, να σιωπά ευεργετικά, να επεμβαίνει δυναμικά.
Η προσευχή τότε δεν περιορίζεται στα αιτήματα, δεν λέγεται με λόγια, δεν καλουπιάζεται στο χρόνο. Γίνεται λαχτάρα για συνάντηση με τον αγαπημένο της καρδιάς, καταλήγει στον τρόπο για να είσαι κοντά Του, εξελίσσεται από καθήκον σε ανάγκη.
Να γιατί οι άγιοι δεν είχαν «ώρα προσευχής». Όλος ο χρόνος της μέρας και της νύχτας ήταν ευκαιρία για να συναντηθούν μαζί Του, να Του εκφράσουν την αγάπη τους, να γίνουν ένα «εν πνεύματι αγίω».
Αλήθεια, δεν είναι η ποσοτική προσευχή που οδηγεί στην ομορφιά της σχέσης αγάπης, της φιλικής συνάντησης, της θεανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ο πόθος να βρεις Εκείνον που σ’ αγαπά πέρα και πάνω από οτιδήποτε άνθρωπο, ανεξάρτητα αν η αγάπη σου είναι ελάχιστη και η δύναμή σου μικρή. Αρκεί να έχεις λίγο πόθο, λίγο ενδιαφέρον για να σε πλησιάσει και με τη χάρη Του να σε ανορθώσει σε χαρές ανεκλάλητες και συ ν’ αυξήσεις τον πόθο. Τότε η ζωή σου παίρνει νόημα, η πορεία σου γίνεται ωραία, οι σχέσεις σου ουσιαστικές.