Toυ Βασίλειου Ευσταθίου,Δρ. Φυσικού, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
Λίγες μέρες πριν την προδοσία του Κυρίου, την ώρα εκείνη που η Μαρία Τον μύρωνε («η ούν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταίς θριξίν αυτής τους πόδας αυτού·», Ιω. 12, 3 – βλέπε στο τέλος Μετάφραση 1), ο Ιούδας μίλησε για την αγάπη προς τους φτωχούς: «λέγει ούν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· “διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; ”», Ιω. 12, 4-5 (Μτφρ. 2).
Έτσι, με την πρόφαση της αγάπης προς τους φτωχούς, στο όνομα αυτής, ο Ιούδας έκφραζε την αγανάκτηση που έκρυβε προς τον διδάσκαλό του, και ήταν αδύνατο να την εκφράσει ευθέως και απροκάλυπτα ως άδικη που ήταν, αντί της ευχαριστίας του σε Εκείνον που του όφειλε ευγνωμοσύνη, και η θάλασσα της κακίας μέσα στην οποία πνιγόταν δεν του επέτρεπε να ανασάνει και να την αποδώσει αυτήν. Και όχι μόνο δεν μπορούσε να ευχαριστήσει ο ίδιος τον Ευεργέτη του, αλλά ούτε και άντεχε να τον ευχαριστούν οι άλλοι, και για αυτό η ενέργεια της Μαρίας να μυρώσει τον Κύριο, ως Σωτήρα του αδελφού της, που τον ανάστησε εκ των νεκρών πριν από λίγο καιρό, και ως Κύριο και Λυτρωτή της, που μπορεί να της δώσει την συγχώρεση και να της χαρίσει ζωήν αιώνια, τον έκανε, αυτόν που λίγο αργότερα θα πρόδιδε τον δίκαιο διδάσκαλο, να ξεσπάσει με αυτόν τον λόγο του φαινομενικού ενδιαφέροντος προς τους φτωχούς («είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ᾿ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν.», Ιω. 12, 6 – Μτφρ. 3), ο οποίος στρέφεται όμως με αχαριστία και θράσος κατά της ευχαριστίας του Κυρίου και της προσφέρουσας αυτήν ως ευγνωμονούσα αυτόν, και τελικά προς τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος ήταν Εκείνος που σύντομα θα πρόσφερε την ζωή Του θυσία υπέρ υμών («είπεν ούν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό.», Ιω. 12, 7 – Μτφρ. 4).
Η προσπάθεια του Ιούδα για διάκριση της αγάπης προς τους φτωχούς από την αγάπη προς τον διδάσκαλο του, τον Κύριο, δεν μπορεί παρά να είναι ουσιαστικά άστοχη και ατυχής εκ προοιμίου, λόγω του γεγονότος και μόνο, ότι και ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος – και ο Ιούδας ως άνθρωπο Τον βλέπει, μη πιστεύοντας στην θεότητά Του, γιατί αλλιώς δεν θα τον πρόδιδε – ήταν πάμφτωχος («αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη.», Μτ. 8, 20- Μτφρ. 5, «και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη», Λκ. 2, 7 – Μτφρ. 6).Εάν πάλι μπορούσε να διακρίνει ο Ιούδας την θεότητα του Ιησού και να τον πιστέψει μπροστά στα θαύματα που είχε δεί με τα ίδια του τα μάτια, και μάλιστα τα θαύματα του χορτασμού των πληθών, («λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις. και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων.», Μτ. 14, 19-21 – Μτφρ. 7), τότε θα αντιλαμβανόταν ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για τους φτωχούς και για οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο εν ανάγκη είναι να στραφούμε με πίστη στον Κύριο, που είναι Εκείνος που μπορεί να κάνει τις πέτρες άρτους («ει υιός ει του Θεού, ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται.», Μτ. 4,3 – Μτφρ. 8) και μας δίδαξε να προσευχόμαστε για τον άρτον που χρειαζόμαστε («τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον·», Μτ. 6,11 – Μτφρ. 9), και να μοιράζουμε σε αυτούς ότι μας δίνει να τους δώσουμε, και να τους βοηθούμε κατά την δυνατότητα που μας δίνει να το κάνουμε. Θα συνειδητοποιούσε ότι κοντά στον Κύριο μπορούμε να έχουμε περισσότερα από όλα όσα μπορεί να μας δώσει ο κόσμος που ζούμε τώρα, και έτσι δεν θα κατέληγε στην προδοσία για τριάκοντα αργύρια, που στην πραγματικότητα ήταν προδοσία κατά του εαυτού του, αφού αποστερήθηκε όχι μόνο την μέλλουσα ζωή, όπως και την εδώ μη αντέχοντας το βάρος της συνείδησης με μετάνοια και καταλήγοντας στην αυτοχειρία, αλλά και το μέγιστο δυνατό αξίωμα, το αποστολικό, στο οποίο είχε κληθεί κατά τα άρρητα κρίματα του Κυρίου.
Ερχόμενοι στις μέρες μας λοιπόν ακούμε τόσους να μας μιλάνε για φτωχούς, και μάλιστα για τους δυστυχείς μετανάστες και πρόσφυγες, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για το μέλλον της χώρας με τον ερχομό τους. Θα πρέπει μας διδάσκουν να δείχνουμε αγάπη στους χρείαν έχοντες, ακόμα και στους μετανάστες που εισέρχονται στην χώρα, έστω και αν το κάνουν παράνομα, να κάνουμε αυτά τα έργα αγάπης αδιακρίτως, ‘χωρίς εθνικισμούς’. Άλλοι πάλι μας διδάσκουν ότι πρέπει να είμαστε πιο ανοιχτοί στα ανθρώπους άλλων δογμάτων και θρησκειών, να μην τους περιφρονούμε και αδιαφορούμε να τους δείξουμε αγάπη, χωρίς να ανησυχούμε τόσο να μην αλλοιωθεί η αλήθεια της πίστεώς μας, μπορεί λένε να τα διδάσκανε αυτά οι άγιοι Πατέρες, αλλά οι καιροί αλλάζουν και ας κοιτάμε να προσαρμοζόμαστε, ‘χωρίς φονταμελισμούς’ . Και αναφέρουν πολλές φορές για να κατοχυρώσουν τα λεγόμενά τους αυτοί που θέλουν να κάνουν τους διδασκάλους της αγάπης ότι ο Θεός ζητάει έργα προς τον πλησίον, κατά τους λόγους του Ίδιου: «τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν…και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ᾿ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.», Μτ. 25, 34-40 (Μτφρ. 10).
Ωστόσο αυτή η αγάπη και αυτά τα έργα στα οποία αναφέρεται το Ευαγγέλιο, που είναι απαραίτητα για να έχει περιεχόμενο και αξία η ζωή μας, προϋποθέτουν κάτι, στο οποίο αποφεύγουν να αναφερθούν αυτοί που αναφέραμε παραπάνω, οι οποίοι επικαλούνται αυτό το ευαγγελικό χωρίο, ή αν αναφερθούν σ̉ αυτό το κάνουν με τρόπο ασαφή, διφορούμενο ή και δίνοντας διαφορετικό νόημα από το πραγματικό. Και αυτό είναι η πίστη, που για να είναι ζωντανή και να πετυχαίνει το σκοπό της, είναι αναγκαίο να είναι αληθινή, και γι̉ αυτή γράφει όλο το Ευαγγέλιο. Και ενώ η αλήθεια της πίστεως απαιτεί απαραβίαστη άκρα ακρίβεια, όπως διατυπώνεται μέσα από τους ιερούς κανόνες, που θεσπίστηκαν στις Οικουμενικές Συνόδους από τους αγίους Πατέρες, αυτούς τους ιερούς κανόνες και μαζί και τους αγίους Πατέρες που τους θέσπισαν, οριοθετώντας την πίστη και διαφυλάττοντάς την καθαρή και ακέραια από τις κατά καιρούς εμφανιζόμενες κακοδοξίες και διαστροφές της αλήθειας, οι παραπάνω ‘διδάσκαλοι της αγάπης’ τους περιφρονούν και τους αποσιωπούν, την στιγμή που αμφισβητούνται και παραβιάζονται από άλλους, ή και τους αμφισβητούν οι ίδιοι, ή τους παρερμηνεύουν, χωρίς ερείσματα στην ορθόδοξη αγιοπατερική παράδοση, προξενώντας σύγχυση. Μόνο με αληθινή πίστη όμως, όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσει να σταθεί κάποιος μπροστά στον Κύριο για να ακούσει το: «εφ᾿ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.», Μτ. 25, 40 (Μτφρ. 10).
Όσοι μιλούν για αγάπη στον πλησίον χωρίς να την εννοούν μέσα στο πνεύμα του Ευαγγελίου της αποκεκαλυμμένης αληθινής πίστης, δηλαδή αγάπη ανθρωπιστική, που είναι μη Χριστιανική, έστω και αν καλείται ‘Χριστιανικη’, αφού αποστασιοποιείται από την αλήθεια και έτσι μένει χωρίς Χριστό, καθώς ο Χριστός ταυτίζεται με την αλήθεια, την καθαρή, μοναδική αλήθεια, μιλώντας για μια τέτοια αγάπη χωρίς ευσέβεια είναι σαν να επαναλαμβάνουν το: “διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; ”», Ιω. 12, 4-5 (Μτφρ. 2). Και αυτό επειδή, η αγάπη έξω από την ευσέβεια της αλήθειας του Χριστού είναι αγάπη κενή, χωρίς υπόσταση, δηλαδή δεν είναι πραγματική, είναι χωρίς φύση, αφύσικη, τεχνητή, τελικά υποκριτική, αφού παρουσιάζεται ως αγάπη, αλλά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Και έτσι τελικά αυτή μιμείται την υποκρισία του Ιούδα. Ο Χριστός δεν είναι εκείνος που ως Άγγελος έθρεψε με ουράνιο άρτο, το μάννα, τους Ισραηλίτες στην Αίγυπτο («είπε δε Κύριος προς Μωυσήν· ιδού εγώ υω υμίν άρτους εκ του ουρανού», Εξ. 16, 4 – Μτφρ. 11); Ο Χριστός δεν είναι εκείνος που είπε: «μη ούν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν η τι πίωμεν η τι περιβαλώμεθα; πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.», Μτ. 6, 31-33 (Μτφρ. 12); Ο Χριστός δεν είναι εκείνος που έκανε ανάμεσα στα άλλα θαύματα και αυτά του χορτασμού των πληθών (ένα από αυτά ήδη αναφέρθηκε παραπάνω); Αν λοιπόν ο Κύριος μας αγαπά και φροντίζει για όλους μας, και για εμάς και για τον πλησίον μας, δεν μπορούμε να μιλάμε για αγάπη προς τον πλησίον, χωρίς αυτή να αναφέρεται σε Εκείνον, που δείχνει σε όλους μας αγάπη και φροντίζει ιδιαίτερα για καθένα μας, όπως ο ίδιος μας διαβεβαιώνει, χωρίς τον Οποίον, δεν θα μπορούσαμε ούτε και αγάπη να δείξουμε στους γύρω, αλλά ούτε και τους ίδιους τους εαυτούς μας να φροντίσουμε στο παραμικρό. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αγάπη αν αυτή δεν είναι αγάπη εν αληθεία, ευσεβής αγάπη, αγάπη Χριστού, για την οποία χρειαζόμαστε πίστη ορθή κατά ακρίβεια, πίστη ζωντανή. Γιατί μόνο με την πίστη που είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», Εβρ. 11, 1 (Μτφρ. 13), μπορούμε να αγαπήσουμε Εκείνον που δεν τον βλέπουμε ως αόρατο, ο οποίος μας αγαπά, ώστε τότε να μπορέσουμε να αγαπήσουμε πραγματικά και υποστατικά και τον πλησίον μας, ως μια ολοκλήρωση της αγάπης Εκείνου. Αγάπη λοιπόν με έλλειμα πίστεως και ευσέβειας, που είναι κατά συνέπεια φαινομενική, άστοχη και άχαρη, κατά τον λόγο του Κυρίου «και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι.», Λκ. 6, 32 (Μτφρ. 14), είναι οποιαδήποτε που έχει να προτάξει άλλες προτεραιότητες από την προάσπιση της πίστεως, που συνδέεται άρρητα με την προάσπιση και της πατρίδας, εφόσον η πίστη για να καλλιεργηθεί και να βιωθεί χρειάζεται και τον χώρο επί του οποίου θα το κάνει, όπου η πίστη και η πατρίδα αποτελούν τις ύψιστες αξίες που μπορούν να υπάρξουν.
Και τέτοιες άλλες προτεραιότητες μπορούν να είναι η Ένωση των «Εκκλησιών», με συμπροσευχές, καταπατώντας τους ιερούς κανόνες, και με διαλόγους με μη Ορθοδόξους, χωρίς προοπτική ευαγγελισμού τους, καθώς οι εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας, αντί να μένουν σταθεροί στην ομολογία της πίστεώς τους, την προδίδουν με την υπογραφή μη ορθόδοξων, κακόδοξων κειμένων των Δυτικών, ενώ παράλληλα οι άλλοι που μετέχουν στους διαλόγους μένουν σταθεροί στην άρνηση της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Έτσι η ειρήνη στην οποία προσπαθούν να συμβάλλουν και με όλα αυτά, και αποτελεί καθ̉ εαυτή άλλη μία από τις παραπάνω προτεραιότητες, λόγω του αποδεδειγμένα αποτυχημένου τρόπου με τον οποίο επιδιώκεται να επιτευχθεί αυτή μένει σκοπός ανεκπλήρωτος και παντελώς απρόσιτος. Πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί ειρήνη εκτός της αλήθειας, που είναι ο Χριστός, την οποία κατά τους λόγους Του φέρνει Εκείνος σε όσους τον δέχονται και τον πιστεύουν στο πρόσωπο των αγίων Του, «εάν μεν η η οικία αξία, ελθέτω η ειρήνη υμών επ᾿ αυτήν·», Μτ. 10, 13 (Μτφρ. 15), ενώ την ειρήνη Του δεν μπορούν να λάβουν όσοι δεν τον δέχονται και τον περιφρονούν «εάν δε μη η αξία, η ειρήνη υμών προς υμάς επιστραφήτω.», Μτ. 10, 13 (Μτφρ. 15), και κατά συνέπεια όσο δεν πιστεύουν όλοι στο Χριστό δεν μπορεί να υπάρξει παγκόσμια ειρήνη («Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν.», Μτ. 10, 34 – Μτφρ. 16).
Άλλες προτεραιότητες εν ονόματι της αγάπης σαν τις παραπάνω είναι η βοήθεια των εχόντων ανάγκη μεταναστών και προσφύγων, η μη ‘καταπίεση’ μειονοτήτων, κατά πρώτο λόγο θρησκευτικών, είτε άλλων θρησκειών, είτε αιρέσεων, είτε και παραθρησκευτικών ομάδων, η μη ‘ψυχολογική καταπίεση’ των νέων από την αποφυγή των ελεύθερων προγαμιαίων σχέσεων, τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ του φεμινισμού των γυναικών υπέρ των εκτρώσεων (καταπατώντας βάναυσα το δικαίωμα του εμβρύου να ζήσει), τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ των ομοφυλοφίλων για αυτοπροσδιορισμό και συμβίωση (και στη συνέχεια για υιοθέτηση παιδιών, που κάτι τέτοιο θα αποτελεί βάναυση καταπάτηση του δικαίωματός αυτών να έχουν δύο φυσιολογικούς γονεις), αλλά και τα ‘δικαιώματα’ των ζώων, τα ‘δικαιώματα’ των φυτών και ως και γενικά τα ‘δικαιώματα’ του περιβάλλοντος, που πέφτουν θύματα ασύδοτης και αδηφάγας εκμετάλλευσης του ανθρώπου και πρέπει να προστατευθούν. Όμως, όλες οι προτεραιότητες, ακόμα και αυτές που θα λέγαμε ότι από την φύση τους είναι καλές, όταν τοποθετούνται πάνω από την πίστη και την πατρίδα, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε κανένα καλό, και η αγάπη τότε, στο ονόματι της οποίας γίνονται, ναυαγεί και αποδεικνύεται μια στείρα αγαπολογία**. Έτσι όπως ο Ιούδας αποδείχθηκε ότι είχε αγάπη υποκριτική, μόνο κατά τα λόγια, μια ‘αγάπη’ που ως τελευταίο της έργο είχε το φιλί προς το Διδάσκαλο στο κήπο της Γεσθημανή με το οποίο τον πρόδωσε, οδηγώντας τον τραγικό μαθητή στην απελπισία, που είναι αβάσταχτη, καθώς έχει απογυμνωθεί από οποιαδήποτε μετάνοια, και τελικά αποβαίνει αυτοκαταστροφική. Αντίθετα ο Πέτρος, επειδή η αγάπη του προς τον Διδάσκαλό του ήταν ειλικρινής, αν και έπεσε σε μια στιγμή αδυναμίας, με την άμεση και βαθιά μετάνοιά του, επανήλθε στο αποστολικό του αξίωμα και αναδείχθηκε σε μέγα απόστολο που ονομάστηκε ‘Πρωτοκορυφαίος’.
**Με τέτοιες αγαπολογίες προσπαθούν και να υποστηρίξουν και την δωρεά οργάνων για μεταμοσχεύσεις, ώστε να προωθήσουν αυτές, παρόλο που η πίστη δεν επιτρέπει και δεν δικαιολογεί καμιά επέμβαση στο γεγονός του θανάτου, όπως αυτή στην οποία οι μεταμοσχεύσεις των μη διπλών οργάνων οδηγούν αναπόφευκτα.
Μεταφράσεις αγιογραφικών χωρίων:
1. «Στο μεταξύ η Μαρία πήρε μία λίτρα μύρου γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικό φυτό που λέγεται νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τις τρίχες της κεφαλής της.», Ιω. 12, 3.
2. «Λέγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο Ιούδας, ο υιός του Σίμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετά από λίγο έμελε να τον παραδώσει στους σταυρωτές· διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθει αντί τριακοσίων δηναρίων, και δεν εδώθει το αντίτιμόν του στους φτωχούς;», Ιω. 12, 4-5.
3. «Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον διά τους πτωχούς, αλλά διότι ήταν κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και εκρατούσε διά τον εαυτόν του τα χρήματα, που έριχναν εις αυτό.», Ιω. 12, 6.
4. «Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχη αυτή την γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προαισθανόταν και το χρησιμοποίησε δι’ εμέ τώρα, τις παραμονές του ενταφιασμού μου.», Ιω. 12, 7.
5. «Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “οι αλεπούδες έχουν τις φωλιές τους, όπου καταφεύγουν, και τα πτηνά του ουρανού τις κούρνιες τους· ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει που να γείρει την κεφαλήν”», Μτ. 8, 20.
6. «Και εγέννησε τον πρώτον και μόνον υιόν της και τον εσπαργάνωσε και τον έβαλεν εις φάτνην», Λκ. 2, 7.
7. «Και αφού συνέστησε εις τα πλήθη να καθήσουν επάνω εις τα χόρτα, επήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, διά να ευχαριστήσει τον ουράνιον Πατέρα, ευλόγησε, έκοψε τους άρτους εις κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στους όχλους. Έφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζευσαν ο,τι επερίσσευσεν από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Εκείνοι δε που έφαγαν ήταν πέντε περίπου χιλιάδες, εκτός από τις γυναίκας και τα παιδιά.», Μτ. 14, 19-21.
8. «αν είσαι Υιός του Θεού θαυματούργησε, πες να γίνουν αυτοί οι λίθοι άρτοι, διά να φάγεις», Μτ. 4,3.
9. «Δώσε μας σήμερα τον άρτον τον καθημερινό και απαραίτητο διά την συντήρησή μας.», Μτ. 6,11.
10. «Τότε θα στραφεί ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκονται εις τα δεξιά του και θα πεί· “ελάτε σείς οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθεί για σας από τότε που εθεμελιώθει ο κόσμος. Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας. Ήμουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακή ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε”. Τότε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πούν· “Κύριε, πότε σε είδαμε…Και θα αποκριθεί εις αυτούς ο βασιλεύς· “Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, διά να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ.”», Μτ. 25, 34-40.
11. «Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσή· “ιδού εγώ θα βρέξω διά σας άρτους από τον ουρανόν», Εξ. 16, 4.
12. «Λοιπόν μη κυριευθείτε ποτέ από την ανήσυχη μέριμνα και μη λέγετε συνεχώς, τι θα φάγουμε ή τι θα πιούμε ή τι θα ενδυθούμε; Διότι οι ειδωλολάτρες, επιζητούν αποκλεστικά και μόνον αυτά τα φθαρτά αγαθά. Σείς όμως μην κυριεύεσθε από τέτοιες μέριμνες, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά. Ζητείτε δε κατά πρώτον και κύριον λόγο την βασιλείαν του Θεού και την αρετή που θέλει από εσάς ο Θεός, και όλα αυτά τα επίγεια αγαθά θα σας δοθούν μαζί με τα ανεκτίμητα αγαθά της βασιλείας των ουρανών.», Μτ. 6, 31-33.
13. «η αδίστακτη και ακλόνητη πεποίθηση εις την πραγματική και βέβαια ύπαρξη αγαθών, τα οποία ελπίζομεν· απόδειξη και βεβαιότητα περί πραγμάτων, που δεν βλέπονται με τα μάτια του σώματος», Εβρ. 11, 1.
14. «Εάν αγαπάτε μόνον αυτούς που σας αγαπούν, ποία χάρις του Θεού και αμοιβή σας αξίζει; Διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν.», Λκ. 6, 32.
15. «Και αν μεν το σπίτι αυτό είναι άξιον να δεχθεί την ειρήνη, ας έλθει η ειρήνη σας εις αυτό· εάν όμως δεν είναι άξιον, η ειρήνη σας ας γυρίσει πάλιν εις σας.», Μτ. 10, 13.
16. «Μη νομίσετε ότι ήλθα να επιβάλω μία ψευδή ειρήνη εις την γην . Δεν ήλθα να φέρω τέτοιαν ειρήνην, αλλά μάχαιρα και διαίρεση.», Μτ. 10, 34.