Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Η αυθεντική ιστορική Εκκλησία του Χριστού αποτελεί την πιο απτή πραγματικότητα στον κόσμο μας για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, ο οποίος ενδιαφέρεται ειλικρινά να γνωρίση την αποκεκαλυμμένη αλήθεια και να εκφράση την λατρευτική του αγάπη προς τον Θεόν.
Αυτή η Εκκλησία έχει ως ένα από τα κύρια γνωρίσματά της την μοναδικότητα. Πρόκειται για αυτό που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, «Πιστεύω… εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Η αυθεντική, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι στη φύση της και στη δομή της μία και μοναδική. Δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες. Ούτε καν δύο ή τρεις, αλλά μόνον μία. Λέγοντας αυτά δεν εννοούμε τις τοπικές εκκλησίες, που αποτελούν ολοκληρωμένες εκφάνσεις της μιάς Εκκλησίας. Η καλά μαρτυρημένη αποκάλυψη του Θεού είναι σαφέστατη. Δείχνει ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι μία και μοναδική, είτε με τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, είτε με τις εικόνες της Καινής Διαθήκης, που αναφέρονται σ’ αυτήν, είτε με την εμπειρία των αγίων.
Στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ότι ένας είναι ο περιούσιος λαός του Θεού, ως τύπος του εκκλησιαστικού Σώματος· ένας είναι ο Ναός και μία η Κιβωτός, ως τύποι της Εκκλησίας. Είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική η άναφορά του αγίου Επιφανίου Κύπρου στο παλαιοδιαθηκικό χωρίο, «εξήκοντά εισι βασίλισσαι και οδγοήκοντα παλλακαί· και νεάνιδες ων ουκ έστιν αριθμός· μία εστί περιστερά μου, τελεία μου» (Άσμα Ασμάτων 6,7-8), για να αντιπαραβάλη την μοναδική αληθινή Εκκλησία με τις ογδόντα μέχρι τότε αναφυείσες αιρέσεις[1].
Όλες, επίσης, οι αποστολικές εικόνες στην Καινή Διαθήκη τονίζουν με ενάργεια αυτήν την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Δεν γίνεται λόγος από τον απόστολο Παύλο, όταν ομιλή για την Εκκλησία, για πολλές οικοδομές, αλλά για μία. Ούτε για πολλά σώματα, αλλά για ένα. Και ούτε για πολλές νύμφες του Νυμφίου Χριστού, αλλά για μία.
Η μοναδικότητα της αληθινής Εκκλησίας θεμελιώνεται στην μοναδικότητα της θεανδρικής Υποστάσεως του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Η Εκκλησία είναι μία, επειδή ένας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Εφ’ όσον ο Χριστός είναι ένας ως μοναδικός θεμέλιος, τότε και η Εκκλησία ως οικοδομή, που χτίζεται επάνω στον Χριστό, είναι μία και μοναδική. Εφ’ όσον ο Χριστος είναι η Κεφαλή και η Κεφαλή συνδέεται μόνον με ένα σώμα, δεν μπορεί παρά να είναι μόνον μία η Εκκλησία. Εφ’ όσον ο Χριστος είναι ο Νυμφίος και μία η νύμφη, τότε αναμβφίβολα μία και μόνον μία είναι και η Εκκλησία του Χριστού.
Ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, στηριζόμενος στην βιβλική και αγιοπατερική θεολογία, υπογραμμίζει ιδιαίτερα την μοναδικότητα της Εκκλησίας. Γράφει: «Όπως η υπόστασις του Θεανθρώπου Χριστού είναι μία και μοναδική, ούτω και η Εκκλησία, δι’ Αυτού, εν αυτώ και επ’ αυτού θεμελιωθείσα είναι μία και μοναδική»[2].
Το γνώρισμα αυτό της μοναδικότητας της Εκκλησίας αποτελεί το θεμέλιο για την ενότητα σ’ Αυτήν. Η ενότητα, που είναι σχεδόν ταυτόσημη με τον όρο εκκλησία, ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να επιτευχθή χωρίς την αδαμάντινη βάση της πίστεως στην μία Εκκλησία. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην εικόνα του σώματος, όπου η ενότητα και η συνεργασία των μελών του είναι οργανική και όχι τεχνητή.
Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα. Είναι θείο δώρο, που προσφέρεται από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο, ο οποίος αποτελεί και το μοναδικό και ανεπανάληπτο θεμέλιό της. «Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ταυτότητα της αποστολικής πίστεως, στην κοινωνία των Ορθοδόξων επισκόπων εν τη αυτή Ευχαριστία, στην ταυτότητα του ήθους και στην κοινή εμπειρία της χάριτος συν πάσι τοις αγίοις. …Την ενότητα μεταξύ μας και με τον Τριαδικό Θεό πραγματοποιεί η χάρις του αγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος δε ενότητος είναι η δόξα, την οποία έδωκεν ο Κύριος στους δικούς του· ΄καγώ την δόξαν, ην δέδωκά μοι, δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι΄ (Ιω. 17,22-23) »[3].
Χρέος δικό μας, των μελών της Εκκλησίας, κληρικών και λαικών, δεν είναι να επιτύχουμε μία ανθρώπινη ενότητα στην Εκκλησία, αλλά να διατηρήσουμε την δεδομένη από τον Χριστό εν αγίω Πνεύματι ενότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στους Εφεσίους, «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης»[4].
Ως ανθρώπινο κατόρθωμα αντιλαμβάνονται την ενότητα της Εκκλησίας οι αιρετικοί. Παραβλέποντας την μοναδικότητα της αληθινής Εκκλησίας, αγνοώντας την δεδομένη από τον Θεό ενότητα και εκκινώντας από τον πολυδιεσπασμένο Προτεσταντισμό, επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα θεωρητικά και πρακτικά με καθαρά ανθρώπινους και κοσμικούς τρόπους. Ομιλούν για παγχριστιανική ενότητα με πολυμορφία αιρετικών διδασκαλιών και ηθών. Επιχειρούν να στηρίξουν την κοσμική ενότητα των πολλών διαφοροποιημένων «εκκλησιών» στο δόγμα της Αγίας Τριάδος για το ομοούσιον του Θεού και συγχρόνως για την ετερότητα των θείων Υποστάσεων. Όμως, όλες αυτές οι θεωρίες δεν έχουν καμμία ορθή θεολογική και αγιοπνευματική κατοχύρωση.
Πρωτίστως, πρόβλημα διαιρέσεως της Εκκλησίας δεν υπάρχει στους χριστιανούς όσο αναγνωρίζουν την Εκκλησία ως μία, ως το ένα και μοναδικό Σώμα του Χριστού. Και πάλι είναι βαθιά θεολογικός και ρηξικέλευθος ο λόγος του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς: «Η Εκκλησία ούσα καθολικώς εις και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της… Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την εκκλησίαν»[5]. Για τις αιρέσεις ισχύει αυτό που όλοι οι άγιοι πατέρες πρεσβεύουν και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου εκφράζει με ακρίβεια: «εξεκλάσθησαν ώσπερ κλάδοι αι αφορισθείσαι αιρέσεις, εις όνομα Χριστού κληθείσαι, μη ούσαι δε αυτού, αλλ’ αι μεν από μήκοθεν αυτού πολύ διεστώσαι, αι δε διά τι ελάχιστον αποκληρονόμους και ξένας αυτού εαυτάς καταστήσασαι και τα αυτών τέκνα των ουκ ουσών ενθέσμων, έξω δε βεβηκυιών, μόνον δε το όνομα επικεκλημένων Χριστού· περιλειφθήσεται ημίν η περί αληθείας απόδειξις, αυτής τε της περιστεράς της μονωτάτης υπό του νυμφίου επαινουμένης»[6].
Το πρόβλημα της διαιρέσεως αρχίζει από τότε που οι χριστιανοί βλέπουν την Εκκλησία όχι ως Σώμα Χριστού, αλλά ως Σωματείο ωρισμένων ανθρώπων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έχουν κοινή πίστη, όπως συμβαίνει με τους διαφόρους αιρετικούς.
Εάν η αληθινή, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως βασικό της γνώρισμα ότι αυτή είναι η μία και μοναδική, από όπου απορρέει και η οργανική της ενότητα, η αίρεση έχει ως ένα από τα κύρια γνωρίσματά της την πολλαπλότητα και την πολυδιάσπαση. Αποδέχεται την ύπαρξη πολλών «εκκλησιών», οι οποίες προήλθαν από την διάσπαση της πρώτης Εκκλησίας και η κάθε μία από αυτές κατέχει ένα μέρος της αληθείας.
Αυτό φαίνεται καθαρά σε εκείνον που μελετά την ιστορία της πιο γνωστής αιρέσεως, του Προτεσταντισμού. Ο Προτεσταντισμός διαιρέθηκε από αυτή την γέννησή του στα δύο, στην λεγόμενη Λουθηρανική εκκλησία και στην λεγόμενη Μεταρρυθμισμένη εκκλησία. Πολύ σύντομα σχηματίστηκαν νέες αιρετικές ομάδες. Οκτώ χρόνια μόλις μετά το ξεκίνημα της Μεταρρύθμισης οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες είχαν ξεπεράσει τις 200. Σήμερα υπάρχουν και δρούν ανεξάρτητα χιλιάδες προτεσταντικές «εκκλησίες»[7]. Νομίζω πως δεν υπάρχει χαρακτηριστικώτερο και εκφραστικώτερο παράδειγμα, που να δείχνη το χάος, στο οποίο οδηγεί η απομάκρυνση από τις δοκιμασμένες θεανθρώπινες δομές, που μας κληροδότησε η Ιερά Παράδοση, από την παραδοχή της μοναδικότητας της Εκκλησίας.
Τι συμβαίνει όμως με τις αιρέσεις εκείνες, που φαίνονται ότι διατηρούνται αδιάσπαστες; Μπορεί να θεωρηθή αδιάσπαστη η αίρεση του Παπισμού; Όχι βέβαια, διότι διασπάσθηκε με τη Μεταρρύθμιση. Κι αν σ’ ένα μεγάλο βαθμό κατορθώνει να διατηρή μία εξωτερική ενότητα, αυτό οφείλεται στην υιοθέτηση κοσμικών μεθόδων αυταρχισμού. Η επιμονή του Παπισμού στο πρωτείο και στο αλάθητο του πάπα φανερώνει την αγωνιώδη προσπάθεια του να βρη λύση στο επιτακτικό πρόβλημα της ενότητος. Κι επειδή απορρίπτει την λύση που αποκάλυψε ο Θεός, δηλαδή την ταπείνωση και την υπακοή μέσα στην συνοδικότητα και στην ευθυγράμμιση με όλους τους αγίους, εφευρίσκει αυταρχικά μορφώματα, όπως το πρωτείο και το αλάθητο, τα οποία υποβαθμίζουν και τέλικά απορρίπτουν την καθοδηγητική παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Εδώ προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα για εμάς τους Ορθοδόξους, εάν στην επικοινωνία μας με τους αιρετικούς μπορούμε να χρησιμοποιούμε γι’ αυτούς κατ’ οικονομίαν τον όρο ΄εκκλησία΄. Υπήρξαν μάλιστα και Ορθόδοξοι, οι οποίοι ατυχώς επεχείρησαν να στηρίξουν τη θέση αυτή και αγιογραφικά με την χρήση του όρου ΄πατήρ΄ για τον Θεό και τους ανθρώπους. Η οικονομία όμως, όπως την γνωρίζουμε από τις θεόπνευστες Γραφές και τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται περιορισμένα σε ειδικές περιπτώσεις, ποτέ δεν μετατρέπεται σε κανόνα, και κυρίως έχει ως στόχο να βοηθήση τους πεπλανημένους να αναγνωρίσουν την αλήθεια, και να θεραπευθούν από την βαρύτατη ασθένεια της πλάνης. Το ότι δεν ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις για την συζητούμενη ΄οικονομία΄, το αποδεικνύουν περίτρανα τα μέχρι τώρα αποτελέσματα στην πρακτική που ακολουθήθηκε όλες τις τλευταίες δεκαετίες. Δεν καταγράφονται παραδείγματα αιρετικών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία, επειδή οι Ορθόδοξοι θεωρούσαν την αίρεσή τους, έστω κατ’ οικονομίαν, ως εκκλησία. Αντίθετα έχουμε παμπολλα παραδείγματα πρώην αιρετικών, οι οποίοι μεταστράφηκαν, επειδή ανακάλυψαν στην Ορθοδοξία την μοναδικότητα της Εκκλησίας.
Θα σφραγίσω τον γραπτό τούτό μου λόγο με τις σκέψεις ενός ταλαντούχου αμερικανού συγγραφέα και σκηνοθέτη, πρώην προτεστάντη, ο οποίος ύστερα από επίμονη αναζήτηση της αλήθειας και μελέτη δεκατεσσάρων ετών έγινε Ορθόδοξος, και κατέθεσε την μαρτυρία του σ’ ένα αξιολογώτατο βιβλίο, που μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκοφορεί με τον τίτλο, Αναζητώντας την Ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών ή Χορεύοντας Μόνος. Στο τέλος του βιβλίου του γράφει: «Καθώς ο άθεος κόσμος που καταρρέει, ζητεί ελπίδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να κρατήση μία διακεκριμένη θέση, όχι με τον ‘μοντερνισμό’ και τον ‘οικουμενισμό’ ή τον ‘εκσυγχρονισμό’, αλλά με την σταθερότητά της, την καθαρότητα και το πνευματικό φως… Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε το τίμημα, ακόμη και να περιπαιχθούμε, να διωχθούμε και να απορριφθούμε, επειδή αντιπροσωπεύουμε την αγάπη, την ομορφιά και το έλεος σ’ ένα αιώνα χωρίς αληθινή αγάπη, ομορφιά και έλεος… Εκείνοι οι περιπλανώμενοι μέσα στη σύγχυση κοσμικοί, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι (αιρετικοί), οι οποίοι αναζητούν κάτι υπερβατικό, άγιο και σταθερό μέσα σ’ ένα συγκεχυμένο και βέβηλο κόσμο, πρέπει να προσκληθούν στην Εκκλησία, την μία, αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία των αιώνων. Η αληθινή και μόνιμη οικουμενική ενότητα θα επιτευχθή, όταν όλοι οι ετερόδοξοι χριστιανοί επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι (στην Ορθοδοξία)… Πιστεύω ότι το πρόγραμμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι (ένα), να παραμείνη Ορθόδοξη»[8].
Και το δικό μας το χρέος, το χρέος των συγχρόνων Ορθοδόξων Χριστιανών, ποιο είναι; Να γεμίσουμε από την Ορθόδοξη εμπειρία, τη γνήσια και αυθεντική, ώστε να έχουμε την δύναμη να κρατήσουμε την ιερή Παρακαταθήκη των πατέρων μας, την πολυτιμότερη κληρονομιά μας και τον ακριβώτερο πλούτο μας, την μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, και να την παραδώσουμε ακέραια και ανόθευτη στις μέλλουσες γενεές.
[1] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατά Μασσαλιανών Ι΄, PG 42,772
[2] Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και οικουμενισμός, σ. 80
[3] Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου αγίου Όρους, Σχόλια και Προτάσεις επί των σχεδίων κειμένων της αγίας και Μεγάλης Συνόδου, σ. 5
[4] Εφεσ. 4,3
[5] Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και οικουμενισμός, σ. 80-82
[6] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατά Μασσαλιανών Ι΄, PG 42,772
[7] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, κεφ. Η Μεταρρύθμιση, σσ. 152 κ. ε.
[8] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 517-518