του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Η Ανάληψη του Χριστού μας αποτελεί την αποκορύφωση της Ενσάρκου Οικονομίας Του:
«Θεός εφανερώθη εν σαρκί εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (1 Τιμ. 3, 16).
Αυτή η αποκορύφωση της Ενσάρκου Οικονομίας Τού Χριστού είναι και η αποκορύφωση του ανθρωπίνου Γένους μας, η οικείωση και η μετοχή μας στην άφθαρτη αλλά και άτρεπτη ανθρώπινη φύση μας η οποία, όχι μόνο αποκατεστάθη στην προπτωτική της κατάσταση αλλά και εθεώθη χωρίς τον κίνδυνο πλέον της πτώσεως και της αποκοπής της από τον Θεό.
Η σημασία της Αναλήψεως του Χριστού για το ανθρώπινο Γένος δεν έχει γίνει κατανοητή από τους περισσοτέρους χριστιανούς λαικούς και Κληρικούς, γιατί δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι όλα τα γεγονότα της Ενσάρκου Οικονομίας του Χριστού μας αφορούν άμεσα την προσωπική ζωή του καθενός μας, την παρούσα και την Μέλλουσα.
Αρκούμεθα στην εν πολλοίς αόριστη ακαδημαική γνώση της Θεολογίας και δεν εμβαθύνουμε στις λεπτομέρειες της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού και στην λειτουργία Της, λησμονώντας πως αυτή η εμβάθυνση δεν είναι ματαία ενασχόληση, αλλά η από αυτή τη ζωή μετοχή μας στην αιώνια ζωή, αφού ο Ίδιος ο Χριστός μας το είπε: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον Αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. 17, 3).
Χωρίς την Ανάληψη του Χριστού μας θα έμενε ανολοκλήρωτη η σωτηρία μας, εφ’ όσον η Ανάστασή Του θα οδηγούσε την ανθρώπινη φύση μας, μέχρι την αθανασία αλλά όχι στην Θέωσή της.
Γιά να εννοήσουμε καλύτερα την εν προκειμένω διδασκαλία της Εκκλησίας μας πρέπει να αναφερθούμε με περισσότερη σαφήνεια στα προγενέστερα στάδια της Ενσάρκου Οικονομίας και αυτό θα το επιχειρήσουμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συντομία.
Ζητώ από σας τους καλούς αναγνώστες να μου επιτρέψετε να παραθέσω –παράλληλα με την υγιά διδασκαλία– και παρανοήσεις και κακοδοξίες Ορθοδόξων Θεολόγων, χωρίς να αναφέρω τα ονόματά τους, παρ’ ότι κάποιοι νέοι θεολόγοι τους χρησιμοποίησαν και τους χρησιμοποιούν, αγκιστρωμένοι στην Προτεσταντική, κυρίως, Χριστολογία, που διδάχθηκαν οι καθηγητές των Θεολογικών μας Σχολών κυρίως στην Γερμανία. Είναι, συνεπώς περιττό να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχει βαθύ χάσμα μεταξύ της Ακαδημαικής Θεολογίας και της Πίστεως της Εκκλησίας μας.
Η διαστρέβλωση της Χριστολογίας αρχίζει με την συγκεχυμένη θεολογία που επικρατεί ως προς την ανθρώπινη φύση που έλαβε ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος. Η Εκκλησία μας ομολογεί ότι η ανθρώπινη φύσις του Χριστού «εξ άκρας συλλήψεώς» της στην Παρθενική Μήτρα της Θεοτόκου είναι «ομόθεος», «τεθεωμένη», λόγω της Υποστατικής ενώσεώς της στο Πρόσωπο του Θεού Λόγου. Αυτό είναι αναμφισβήτητο και διακηρύσσεται και από πολλούς Αγίους Πατέρας αλλά και από το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας»: «Των λεγόντων ότι η σαρξ του Κυρίου, εξ αυτής ενώσεως υπερυψω¬θεί¬σα, και ανωτάτω πάσης τιμης υπερκειμένη, ως εξ άκρας ενώσεως ομόθεος γενομένη, αμεταβλητως, αναλοιωτως, ασυχγύτως, και ατρέπτως, διά την καθ’ Υπόστασιν Ένωσιν, και αχωρίστως και αδιασπάστως μένουσα τω προσλαβομένω αυτήν Θεώ Λόγω, ισοκλεώς αυτοτιμάται και προσκυνείται μια προσκυνήσει, και τοις βασιλικοίς και θείοις εγκαθίδρυται θρόνοις εκ δεξιών του Θεού και Πατρός ως τα της Θεότητος αυχήματα τω τρόπω της αντιδόσεως, καταπλουτίσασα, σωζωμένων των ιδιοτητων των Φύσεων, Αιωνία η μνήμη!».
Ωστόσο, μετά από αυτήν την παραδοχή –που είναι και η Πίστη της Εκκλησίας μας– κάποιοι θεολόγοι διαφοροποιήθηκαν, και, ενώ πα¬ρα¬δέχονται ότι η ανθρώπινη φύσις του Χριστού εθεώθη «εξ άκρας συλληψεως», ισχυρίζονται συγχρόνως ότι αυτή η θεωθείσα «εξ άκρας συλ¬λη¬ψεως» ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είχε υποχρεωτικά και αναγ¬καστικά τα αδιάβλητα πάθη (δηλ. την ανάγκη της πείνας, της δίψας, την κόπωση, τον θάνατο)! Κάποιοι, εν συνεχεία, τροποποιούν και αυτή την παραδοχή τους και …εξαιρούν την ανάγκη του θανάτου από τον Χριστό(!), όπως γράφουν, λόγω της αναμαρτησίας Του, αλλά και για να μην έλθουν αντιμέτωποι με την διακήρυξη της Εκκλησίας περί του εκουσίου Πάθους του Χριστού, χωρίς, όμως, να μας εξηγούν αυτήν την επιλεκτική τους εξαίρεση ενός αδιαβλήτου πάθους, από την δέσμη των αδιαβλήτων παθών, που συνεπάγεται η πεπτωκυία ανθρώπινη φύση μας.
Αυτό είναι, λοιπόν, το κομβικό σημείο, για την Ορθόδοξη Χριστολογία. Σ’ αυτόν τον κόμβο προσκρούουν πολλοί και αποπροσανατολίζονται και αποπροσανατολίζουν. Καί αυτό, διότι, αφ’ ενός μεν αγνοούν το πως ήταν η ανθρώπινη φύση του Αδάμ προ της Πτώσεώς του και, αφ’ ετέρου, παραβλέπουν εντελώς το ότι ο Χριστός εγεννήθη ΑΣΠΟΡΩΣ, χωρίς σπέρμα που είναι ο μοναδικός φορέας των αδιαβλήτων παθών, εφ’ όσον τα αδιάβλητα πάθη είναι η κληρονομία–επιτίμιο της ανθρωπότητος λόγω της Παρακοής και Πτώσεώς της.
Η Εκκλησία μας ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Δεύτερος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ δεν ήλθε στην ύπαρξη «σπερματικώς» με σπέρμα, αλλά «δημιουργικώς», δημιουργήθηκε. Το ίδιο και ο Χριστός. Δεν έγινε άνθρωπος «σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς, όπως μας εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ου ταίς κατά μικρόν προσθήκαις απαρτιζομένου του σχήματος, αλλ’ υφ’ εν τελειωθέντος αυτός ο του Θεού Λόγος χρηματίσας τη σαρκί υπόστασις».
Συνεπώς και ο πρώτος Αδάμ και ο Δεύτερος Αδάμ (ο Χριστός) είναι πραγματικοί άνθρωποι και, μάλιστα, ο Χριστός είναι και τέλειος άνθρωπος, διότι η ανθρωπίνη φύσις Του εθεώθη λόγω της υποστατικής της Ενώσεως στο Πρόσωπο του Θεού Λόγου, ενώ ο Αδάμ επορεύετο προς την τελειότητα, προς το «καθ’ ομοίωσιν». Είναι και οι δύο (Αδάμ ο πρώτος και Αδάμ ο Δεύτερος) πραγματικοί άνθρωποι, χωρίς αδιάβλητα πάθη και χωρίς να μειώνεται η ανθρωπότητά τους από την έλλειψη των αδιαβλήτων παθών.
Αυτή η παραδοχή είναι απαραίτητη για την συνέχεια, διότι οι θεολόγοι που παραπαίουν στην Χριστολογία θεωρούν α) ότι η ύπαρξη των αδιαβλήτων παθών συνιστά την μοναδική πραγματική ανθρώπινη φύση μετά την πτώση και β) ότι η υποχρεωτική και αναγκαστική λειτουργία των αδιαβλήτων παθών είναι απόδειξη της πραγματικής λειτουργίας τους, ενώ αν δεν είναι αναγκαστική η λειτουργία τους πρόκειται περί «δοκήσεως», περί «φαινομενικής και όχι πραγματικής λειτουργίας», περί «αφθαρτοδοκητισμού»!
Με αυτήν, όμως, την πλανεμένη θεολογική συλλογιστική δεν είναι ο Χριστός ο Οδηγός της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως προς την Ανάστασή της, αλλά είναι ο πεπτωκός άνθρωπος οδηγός της «εξ άκρας συλλήψεως» θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού στην πτώση! Τι άλλο άραγε, σημαίνει αυτό που συνεχώς επαναλαμβάνεται, ότι, δηλαδή, τα αδιάβλητα πάθη ήσαν αναγκαστικά στην ανθρώπινη φύση που έλαβε ο Χριστός;
Η Εκκλησία μας, λοιπόν, διδάσκει ότι ο Χριστός εγεννήθη ως Δεύτερος Αδάμ, χωρίς αδιάβλητα πάθη, χωρίς τους καταναγκασμούς των παθών αυτών και χωρίς συνεπώς, την υποχρέωση να αποθάνη. Πως, άλλωστε, θα μπορούσαν να συνυπάρχουν θέωση και αναγκαστική λειτουργία των αδιαβλήτων παθών, αφού και κατά τις στιγμές της επί γης εμπειρίας θεώσεως που αξιώνονται να βιώσουν οι άγιοι άνθρωποι, γίνεται αναστολή της λειτουργίας των αδιαβλήτων παθών τους; Θέωσις και καταναγκασμός είναι αδιανόητη σύζευξη και, μάλιστα, όταν ο καταναγκασμός αποδίδεται στον Σαρκωθέντα Θεόν!
Ο θεολογικός αντίλογος στα ανωτέρω εγείρει το αντεπειχείρημα: Η έλλειψη αδιαβλήτων παθών στον Χριστό σημαίνει αφθαρσία.Άρα, πως με την αφθαρσία έχουμε πραγματική λειτουργία αδιαβλήτων παθών; Η απάντηση της Εκκλησίας μας σ’ αυτό το ερώτημα είναι διαυγής: Ο Χριστός έλαβε άφθαρτη ανθρώπινη φύση, όπως οι Πρωτόπλαστοι προ της πτώσεως «δι’ όλου άφθαρτοι κτισθέντες και αθάνατοι» αλλά όχι άτρεπτη ανθρώπινη φύση, όπως ακριβώς και οι Πρωτόπλαστοι. Ακολούθησε, δηλαδή, ο Χριστός την πορεία του ανθρωπίνου Γένους. Με την διαφορά, ότι ως Σαρκωθείς Θεός δεν εχρημάτισε πεπτωκός άνθρωπος αλλά, ενώ δεν είχε στην ανθρώπινη φύση Του τα αδιάβλητα πάθη ως αναπόφευκτα, τα ενήργησε εκουσίως όποτε και όσο αυτός ήθελε, ώστε να συγκαταβή στην ταπεινωτική κατάσταση όλων ημών των πεπτωκότων ανθρώπων και να μας συμπεριλάβη στην αθανασία Του, η οποία, χωρίς αυτήν Του την ιδιαιτέρα συγκατάβαση δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνη και δική μας κατάσταση.
Με το να ενεργήση η «Ομόθεος» ανθρωπίνη φύσις του Χριστού εκουσίως τα αδιάβλητα πάθη, ενώ δεν υποχρεούτο να τα ενεργήση, έπαυσαν αυτά να ενεργούν ως απαγορευτικά της Αναστάσεως και Αθανασίας μας, έπαυσαν να αποτελούν κώλυμα, εμπόδιο μετοχής μας στην προπτωτική ανθρώπινη φύση και ανοίχθηκε ο δρόμος και για την δική μας θέωση. Ο Χριστός δεν κατήργησε οριστικά τα αδιάβλητα πάθη μας με τον θάνατο και την Ανάστασή Του. Τα καταργεί με την ένδοξη Ανάληψή Του. Τότε προσέλαβε και την ατρεψία, ώστε εις τους αιώνας των αιώνων να παραμένη η ανθρώπινη φύση μας τεθεωμένη, άφθαρτη και άτρεπτη.
Με την Ανάληψή Του ο Χριστός, μεταδίδει και σε μας την θέωση, όπως μας διδάσκει ο Άγιος Παλαμάς, διότι προ αυτής ήτο τεθεωμένη καθ’ εαυτήν μόνο η ιδική Του ανθρωπίνη φύσις. Η Αλήθεια αυτή εκφράζεται και στην ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. «Ο τη ενδόξω Σου Αναλήψει της σαρκός θεώσας το προσ¬λημμα, και τούτο τη δεξιά καθέδρα τιμήσας του Πατρός». Θέωσις του προσλήμματος σημαίνει, βεβαίως, θέωση της δικής μας πεπτωκυίας και αναγκασμένης φύσεως και όχι της από της Ενανθρωπήσεως Ομοθέου ανθρωπίνης Φύσεως του Χριστού.
Ας γίνη του καθενός μας προσευχή και το υπόλοιπο της φράσεως που παραθέσαμε από την Ακολουθία της Θ. Μεταλήψεως: «Αξίωσόν με, διά της των αγίων σου Μυστηρίων Μεταλήψεως, της δεξιάς μερίδος των σωζομένων τυχείν».
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 153
Μάϊος 2015