Πως µπορεί να µήν κλάψει κανείς µπροστά στο θάνατο; Πως να αποφύγει τα δάκρυα και να συγκρατήσει τον πόνο της ψυχής του µπροστά στον αποχωρισµό αγαπηµένων προσώπων; Και όταν ο θάνα-τος οδηγεί στον τάφο όχι οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά το γλυκύτατο Ιησού, τον αναµάρτητο Διδάσκαλο, τον ύψιστο και φιλεύσπλαγχνο ευεργέτη, είναι δυνατόν να µήν κλαίει κανείς;
Γι’ αυτό και η Μαρία η Μαγδαληνή, αφού έκλαψε ενώπιον του σταυρού του Κυρίου προηγουµένως, κλαίει και τώρα µπροστά στο αδειανό µνηµείο, που δέχθηκε τη ζωή του κόσµου. Πως, λοιπόν, να µήν απορήσει στην ερώτηση των αγγέλων «γύναι τι κλαίεις;» (Ιω. Κ’ 13).
Τι έπρεπε να κάνει; Αυτή δε λογαριάζει κινδύνους. Αυτή υπερπή-δησε µεγάλες δυσκολίες. Αυτή παραµέρισε τα πάντα για να φθάσει µέχρι του τάφου. Αυτή, µαζί µέ τις άλλες Μυροφόρες, ξόδευσε χρήµατα πολλά, και αγόρασε αρώµατα µέ τα οποία θα άλειβε άγιο και καταπληγωµένο Σώµα του Διδασκάλου. Και Τώρα, που στέκει µπροστά στο µνηµείο, τι βλέπει; Ο τάφος κενός! Και ο Κύριός της απών; Ποιός Τον πήρε; Που Τον έβαλαν; Η αγωνία σφίγγει την καρδιά της. Τα δάκρυα αναβλύζουν άφθονα από τα µάτια της. Οι λυγµοί τη συνταράσσουν ολόκληρη. Τη στιγµή ακριβώς αυτή ακούει από τους ουράνιους επισκέπτες της γης. «Γύναι, τι κλαίεις;» Ήταν δυνατό να µήν κλάψει;
Τι κάνουµε εµείς µπροστά στο νεοσκαµµένο τάφο αγαπητών µας προσώπων. Τι κάνουν οι άνθρωποι µπροστά στο µνήµα του θανάτου; Κλαίνε και θρηνούν. Κλαίει η µητέρα το θάνατο αγαπηµένου παιδιού. Κλαίει ο σύζυγος τη σύντροφο της ζωής του, που έφυγε νωρίς από τον κόσµο αυτό. Κλαίνε τα παιδιά τον πρόωρο θάνατο αγαπητών τους γονέων. Κλαίνε όλοι οι άνθρωποι µπροστά στο θάνατο. Γιατί είναι σκληρό πράγµα ο θάνατος. Είναι κτύπηµα οδυνηρό η απώλεια αγαπηµένων προσώπων. Ποιά θέση µπορεί νάχει στις τέτοιες περιπτώσεις η ερώτηση; «Τι κλαίεις;»
Και όµως! Από εκείνης «της µιάς των Σαββάτων» τα πράγµατα αλλάζουν. Και το ερώτηµα «τι κλαίεις;» έχει πλέον τη θέση του, έχει έννοια και ουσία, αν τη στιγµή που άκουε από τους αγγέλους την ερώτηση αυτή η Μαρία γνώριζε τι ακριβώς είχε συµβεί εκείνο το εξαιρετι- κο πρωϊνό· αν µάθαινε ποιό εκπληκτικό γεγονός είχε δραµατισθεί, λο-γος για θρήνο δε θα υπήρχε πια, αλλά χαρά και αγαλλίαση θα γέµιζε την ψυχή της.
Ξαφνικά όµως ακούει την ίδια φράση από άλλο στόµα. Τώρα «τι κλαίεις;» δεν το λέγουν άνθρωποι, ούτε άγγελοι. Το απευθύνει ο Νικητής του θανάτου, ο αρχηγός της ζωής, ο Χριστός. Και στο στόµα Του το ερώτηµα αυτό γίνεται γλυκεία µουσική, γίνεται ελπίδα, γίνεται χαρά και παρηγοριά θεϊκή.
Δείτε τη Μαρία. Μόλις ανεγνώρισε ότι εκείνος, που τη ρωτούσε γιατί κλαίεις, είναι ο αναστηµένος Ιησούς, αλλάζει µονοµιάς. Σταµατά τα κλάµατα. Σκουπίζει τα δάκρυά της. Σταµατά τους θρήνους. Και χαίρεται και σκιρτά και πληµµυρίζει από ευφροσύνη. «Ραβουνί, ο λέγεται, διδάσκαλε» ανακράζει, και πέφτει στα πόδια Του. Από τη στιγµή εκείνη η Μαρία δε γνωρίζει τίποτε άλλο, παρά τη χαρά Αναστάσεως• και µεταφέρει στους µαθητές το µήνυµα της µεγάλης νίκης κατά του θανάτου.
Γιατί κλαις, λοιπόν, χριστιανέ; Γιατί θρηνείς απαρηγόρητα το θάνατο των προσφιλών σου; Γιατί πιέζεσαι από το βαρύτατο πένθος; Από το θάνατο ανέτειλε πια η ζωή. Από τον τάφο έλαµψε πια η ελπίδα. Από την Ανάσταση ξεπήδησε η χαρά. Γιατί κλαις; Ανέστη Χριστός! Εποµένως ο θάνατος εκµηδενίσθηκε. Ο Άδης νεκρώθηκε. Η ζωή και η αφθαρσία ανέτειλε για τους ανθρώπους, ο Χριστός ο Θεός µας.
«Οι µή έχοντες ελπίδα» (Εφεσ. Β 12) µπορούν να κλαίνε µέ πικρό θανάσιµο κλάµα. Γιατί τι µπορούν να ελπίζουν; Η ελπίδα, που δίνει ο Χριστός δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Γιατί δεν Τον πιστεύουν. Δεν Τον θέλουν. Δεν Τον παραδέχονται ως Σωτήρα και Λυτρωτή τους.
Εσύ όµως, ο πιστός, ο χριστιανός, έλπιζε και παρηγορήσου. Στρέψε τα µάτια της ψυχής σου προς το λαµπρό και ζωηφόρο φως της Αναστάσεως και κοίταξε εκεί πέρα τη ζωή, που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι η αιωνία ζωή κοντά στον αναστηµένο Νικητή, που κατάργησε το θάνατο και χάρισε στους οπαδούς Του την ανάσταση και την αθανασία. Σ’ εκείνους τη ζωή, την ολόλαµπρη µέσα στο φως της Αναστάσεως, θα συναντήσεις τους δικούς σου, για να ζήσεις µαζί τους αιωνίως.
Αρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
Ιεροκήρυκας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεύχος 141