π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
«Ως όντως ιερά και πανέορτος, αύτη η σωτήριος, νυξ και φωταυγής…»
Το να μένεις μόνος μέσα στο ναό που έχει πιά κενωθεί από τους πιστούς, σε ώρες μετομεσονύχτιες τη «σωτήριο και φωταυγή» Νύχτα της Αναστάσεως είναι αναμφίβολα ένα προνόμιο και μια εμπειρία που ελάχιστοι, πιστεύω, τη βιώνουν και τη χαίρονται.
Γιατί σ᾿ αυτήν την ήσυχη χρονική περίοδο, παρέχεται στον εφημέριο η ευκαιρία, η μοναδική ευκαιρία, να συμμαζέψει λίγο τον εαυτό του και να κάμει τον απολογισμό του: απολογισμό χρέους απεναντι στον Κύριο Ιησού που του χάρισε κι εφέτος την κορυφαία αυτή ευκαιρία, αλλά και απέναντι στον εαυτό του.
Έτσι τις στιγμές που κάθεται να ξαποστάσει από την πολυήμερο ένταση-φυσική ένταση λόγω των καταιγιστικών αλλαγών μέσα σε μια εβδομάδα- αφήνεται για λίγο σε κάποιους στοχασμούς και διαπιστώσεις. Που του χρειάζονται άλλωστε. Γιατί δεν είναι και λίγες οι επιθέσεις του πονηρού που προσπαθεί να αφαιρέσει κάθε ικμαδα κατανύξεως και βιωματικής προσεγγίσεως των όσων διαδραματίζονται όλη τη Μ. Εβδομαδα και κορυφώνονται το Μ. Σάββατο το βράδυ, μέχρι, δηλαδή, να ειπωθεί το, «Δόξα τη Αγίω και Ομοουσίω Τριάδι…»και όλοι μαζί να εισοδεύσουμε συγκινημένοι στην «Πανέορτο νύκτα και φωταυγή, τη Νύκτα της Εγερσεώς Του..».
Σκέφτεται, λοιπόν, τη Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο το πρωΐ, με την προσέλευση για τη Θεία Μετάληψη… Πόσος εκνευρισμός, βιασύνη από κάποιους, σχόλια και απουσία από πολλούς του φόβου του Θεού κι αυτής της Πίστεως ακόμη, που διαπιστώνεται με την κοσμική συμπεριφορά, την συνεχή προσοχή στο ρολόι κι όχι στα όσα η Εκκλησία διά της Θείας Λειτουργίας προσφέρει «υπέρ του ρυσθήναι ημάς από πάσης θλίψεως, κινδύνου και αναγκης»και «σωτηρίας των ψυχών η μων».
Αλλά και στη Λιτανεία του ι. Επιταφίου κι εκεί το πνεύμα του κόσμου και η συνεχής πολεμική του μισοκάλου πόσο διαφαίνονται και διαπιστώνονται, καθώς αυτή η άχραντη και πανίερη Λιτανεία, που χρωματίζεται δαψιλώς από της χαρμολύπης τις ευκατάνυκτες αναλαμπές και χρωματισμούς, μεταποιείται σε καθαρά φολκλορικό γεγονός, δηλαδή, σαν μια εκδήλωση λαικών δρωμένων, δίχως να υπολογίζεται ο «όλβιος τάφος» και ο εν αυτώ αφυπνωσας [που] αναστήσεται τριήμερος. Αυτό, άλλωστε, δε ψάλλαμε;
«Όλβιος τάφος! εν εαυτώ γαρ δεξάμενος, ως υπνούντα τον Δημιουργόν, ζωής θησαυρός…»
Φυσικά εκείνοι που το καταννόησαν ήταν ελαχιστοι, όπως ελάχιστοι ήταν πάντα αυτοί που διαθέτουν το της ακραιφνούς αγίας βιοτής και πίστεως προνόμιο, ώστε να λάβουν την ευλογία και τη χάρη που ακτινοβολεί αυτός ο όλβιος τάφος, που λιτανεύεται, όχι δίχως λόγο, αναμεσα σε σπίτια, καταστήματα και ανθρώπους. Κι όλοι ξερουμε το γιατί, λίγοι όμως το αποδεχόμαστε και σεβόμαστε…
Όμως στη σκέψη του ιερέα έρχονται και κάποια γεγονότα και περιστατικά, που ακομα είναι πρόσφατα, αφού συνέβησαν λίγο πριν την Ανάσταση. Βλέπεις η συρροή του κόσμου και η αδημονία να φτάσει η τελετή και να τελειώνουμε, δημιουργεί κάποια ανησυχία και συνάμα μια ένταση, γιατί, δυστυχώς, δεν είναι και λίγοι εκείνοι που έρχονται στο ναό «για το καλό». Είναι όλοι εκείνοι που σκορπάνε, μόλις ψαλλεί το «Χριστός Ανέστη». Έρχονται, λοιπόν, στο ναό για λίγο, στριμώχονται, κοιτάνε δεξιά, αριστερά, προσπαθούν να συγκεντρωθούν, στενοχωριούνται, βιάζονται να περάσει η ώρα και μερικές φορές προσπαθούν να πιάσουν κουβέντα με το διπλάνο τους, για να περάσει η ώρα. Και δημιουργείται μια αναστάτωση, ευτυχώς, παροδική, αφού σε λίγο όλοι «εξέρχονται εις την Ανάστασιν».
Αλήθεια, σκέφτεται αυτήν την ώρα του απολογισμού ο ιερέας, με πόση αισιοδοξία γεμίζουν τον ψυχισμό του τούτες οι λίγες στιγμές «καθώς εξερχονται οι πιστοί εις την Ανάστασιν..» ! Κι ακόμα περισσότερο πόσο αναγαλλιάζει η ψυχή του, όταν πρωτοψάλλει το «Χριστός Ανέστη» και ταυτόχρονα παρατηρεί τα πρόσωπα των ενοριτών του που κυκλώνουν το ι. Ευαγγέλιο και την εικόνα της Αναστάσεως. Πόσο φως και ελπίδα ακτινοβολούν, έστω και για όση ώρα διαρκεί ο ασπασμός της εικόνας και οι ευχές. «Χριστός Ανέστη, Χρόνια πολλά». Και τώρα σκέφτεται πως όλοι εκείνοι που αδημονούσαν, βιάζονταν και αποχώρησαν πρόωρα για να ευωχηθούν και να ψυχαγωγηθούν, παιδιά του ίδιου του Θεού είναι, που διακονεί κι ο ίδιος. Άτακτα, ίσως παιδιά, όμως απαραίτητα κι αυτά για να συμπληρωθεί ο κόσμος: αυτόν, δηλαδή, που πραγματικά αγάπησε, ως Δημιουργημά Του ο Θεός ( πρβλ. Ιω. 3, 16 ). Ο κόσμος, που, θεληματικά ή όχι, δέχθηκε την παρουσία του Υιού του Θεού κι αναλογα έπραξε για τη σωτηρία του, για την συμφιλίωσή του, δηλαδή, με τον Δημιουργό του.
Μέσα στο μεγαλείο αυτό, λοιπόν, της βαθειάς ορθρινής αυτής ώρας, της Αναστάσεως, αυτό που στοχαζεται ο απλός λειτουργός ιερέας, καθώς ξαποσταίνει μέσα στην ησυχία του ναού και τη συνδρομή της νύχτας, είναι ένα: η πλούσια διανομή ευχής και ευλογίας, με την απαράιτητη ανοχή του Αναστάντος στον καθένα. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά, ότι εκείνη η μοναδικη στιγμή που πρωτοψάλλεται το «Χριστός Ανέστη» και ραίνει τα πρόσωπα, που συντροφεύουν αυτές τις ώρες, με αισιοδοξία και ελπίδα Αναστάσεως πολλοί θα είναι εκείνοι, οι οποίοι στο περιθώριο όλων αυτών θα στρέψουν το βλέμμα τους στον Ουρανό και θα πούν: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία» ( Μρκ. 9, 24).
Αναχωρώντας από τον σιωπηλό ναό και κοιτώντας με αναμικτα συναισθήματα τον μισοφωτισμένο κι άδειο πλέον χώρο του, αναλογίζεται: Άραγε, πόσοι απ᾿ όλους μας που συναχτήκαμε απόψε στην Αναστάσιμη αυτή Πανήγυρι, θα ξαναβρεθούμε στον ίδιο χώρο και του χρόνου; Και κάπου εκεί τα μάτια του θαμπώνουν…