«Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν, και κραύγαζαν:
«Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ»(Ιωάν. ιβ, 12-13). Την επόμενη μέρα του δείπνου της Βηθανίας, ο Κύριος ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που θανάτωσε τους προφήτες.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν τόπος όπου κατοικούσαν μόνο οι στενόμυαλοι φαρισαίοι, οι αλαζόνες γραμματείς και οι θεομίσητοι αρχιερείς. Ήταν και μια μυρμηγκοφωλιά της ανθρωπότητας. Ήταν ένας τεράστιος τόπος όπου μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη προσκυνητές, καθώς και αφοσιωμένοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες. Την εποχή του Πάσχα η Ιερουσαλήμ είχε τόσους κατοίκους όσους περίπου και η Ρώμη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του κόσμου. Αυτό το τεράστιο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωνόταν στην Ιερουσαλήμ για να πλησιάσει περισσότερο το Θεό. Την ημέρα αυτή είχαν την αντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης του Θεού και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού είδαν τον από πολλού αναμενόμενο Βασιλιά του Οίκου Δαβίδ. Έτσι, σαν είδαν τον Κύριο να κατεβαίνει από το Όρος των Ελαιών, oι άνθρωποι αυτοί έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Μερικοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο μπροστά Του, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και μ’ αυτά στόλιζαν το δρόμο. Όλοι τους έκραζαν με χαρά: «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ· ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, ο Βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο Θεός θα έκανε κάποιο θαύμα που θ’ άλλαζε την αφόρητη κατάστασή τους. Κι αυτό παρά τη σιδερένια γροθιά της Ρώμης που τους δυνάστευε και σε πείσμα της διαφθοράς και της μικροψυχίας των πρεσβυτέρων. Ένιωθαν πως η πηγή του θαύματος ήταν ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τέτοια υποδοχή. Το πώς θ’ αντιδρούσε ο ίδιος στην θεμελιακή αυτή μεταβολή της ροής των γεγονότων, ο κόσμος δεν το ήξερε. Είχαν μάθει να περιμένουν έναν μόνο αποτελεσματικό τρόπο. Κι αυτός ήταν η βοήθεια κάποιου βασιλιά από τον οίκο Δαβίδ, που θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, στο θρόνο του Δαβίδ. Οι άνθρωποι είδαν έτσι τον Ιησού σαν βασιλιά και τον υποδέχτηκαν με χαρά κι ελπίδα. Πίστεψαν πως τώρα θα βασιλέψει στην Ιερουσαλήμ και θ’ αντισταθεί τόσο στη Ρώμη όσο και στην εξουσία της Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων.
Η πεποίθηση αυτή των ανθρώπων όμως προκάλεσε φόβο στους φαρισαίους. Η χαρά του κόσμου ξεσήκωσε την οργή τους. Μερικοί απ’ αυτούς ειδοποίησαν το Χριστό να τους σταματήσει από τις επευφημίες αυτές. Ο ταπεινός Κύριος όμως, που γνώριζε πως η δύναμη Του ήταν ακαταμάχητη, τους απάντησε: «Σας λέγω , ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, θα φωνάξουν οι πέτρες» (Λουκά. ιθ’, 40). Αυτή είναι η απάντηση του βασιλιά των βασιλιάδων, που ήταν ντυμένος σαν φτωχός άνθρωπος και καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής:
Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος» (Ιωάν. ιβ’,14-15). Οι άλλοι ευαγγελιστές περιγράφουν με λεπτομέρειες πως ο Κύριος, που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα στη κατοχή Του, απόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αυτό κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης το προσπερνάει αυτό, με τη σιγουριά πως είναι γνωστό, και λέει μόνο πως βρήκε ένα γαϊδουράκι. Ο Λουκάς, που είναι ο πιο περιγραφικός από τους ευαγγελιστές, διηγείται τη θαυματουργική προορατικότητα του Χρίστου στον τρόπο που βρήκε το γαϊδουράκι: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και, μόλις μπείτε σ’ αυτό, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ως τώρα δεν κάθισε. Λύστε το και φέρτε το» (Λουκά. ιθ. 30).
Οι μαθητές Του ξεκίνησαν να εκτελέσουν την εντολή Του και τα βρήκαν όλα όπως τους τα είπε. Μαζί με το ονάριο ήταν κι η μητέρα του. Γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε στη μητέρα του οναρίου αλλά στο μικρό πουλάρι της, όπου κανένας δεν είχε ανεβεί ως τότε; Γιατί η μητέρα δε θ’ άφηνε κάποιον ν’ ανεβεί πάνω της ή να την οδηγήσει. Η μητέρα του γαϊδάρου αντιπροσωπεύει τον ισραηλιτικό λαό και το μικρό γαϊδουράκι τον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτή την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι πατέρες και η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή. Ο Ισραήλ θ’ αρνηθεί το Χριστό, ενώ οι ειδωλολάτρες θα τον δεχτούν. Οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες θα γίνουν φορείς του Χριστού ανά τους αιώνες και θα μπουν μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στη Βασιλεία των Ουρανών.
«Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν» (Ιωάν. ιβ’,16). Γενικά οι μαθητές Του καταλάβαιναν πολύ λίγα απ’ όλα αυτά που συνέβαιναν στο Διδάσκαλό τους, ωσότου «τους φώτισε το νου» (Λουκά. κδ’45), ωσότου το Πνεύμα του Θεοί τους φώτισε με τις πύρινες γλώσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν και θυμήθηκαν όλα αυτά που είχαν γίνει.
«Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν όσα είχαν δει» (Ιωάν. ιβ’,17-18).
Εδώ αναφέρονται δύο ομάδες ανθρώπων: η μια ομάδα ήταν εκείνοι που βρίσκονταν μπροστά στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου στη Βηθανία και το ομολογούσαν η άλλη ομάδα ήταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες, που είχαν ακούσει από τους πρώτους το θαύμα της νεκρανάστασης του Λαζάρου. Οι πρώτοι ήταν μάρτυρες του θαύματος· οι δεύτεροι ήρθαν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή άκουσαν τη μαρτυρία των πρώτων. Την ώρα λοιπόν που ο καπνός από τις θυσίες ανέβαινε από το ναό του Σολομώντος· την ώρα που οι γραμματείς ερευνούσαν εξονυχιστικά το νόμο του Μωυσή· την ώρα που οι ασυγκίνητοι ιερείς ρύθμιζαν αλαζονικά το πρόγραμμα της γιορτής και οι πρεσβύτεροι του λαού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους προσκυνητές πως όλο αυτό το μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί για χάρη τους· την ώρα που οι Λευίτες μοίραζαν σχολαστικά το μερίδιο των θυσιών που τους ανήκε, οι απλοί άνθρωποι ακολουθούσαν το θαύμα και το Θαυματουργό.
Υπήρχαν μεγάλα κύματα ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που είχαν γυρίσει την πλάτη τους στο ναό του Σολομώντος, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έκαναν τις θυσίες, καθώς και σ’ ολόκληρο το μηχανισμό της κοινωνίας αγοράς που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Όλα αυτά τα κύματα των ανθρώπων τους είχαν στρέψει τα νώτα κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών, απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας. Τί άξια είχαν οι νεκροί πύργοι της Ιερουσαλήμ με τους ζωντανούς νεκρούς μέσα τους, μπροστά στις πεινασμένες και διψασμένες ψυχές του λαού που αναζητούσαν ένα παράθυρο στους κλειστούς ουρανούς, για να δουν λίγο το ζωντανό Θεό; Κι οι δυό όψεις της υπερηφάνειας (εκείνης των Ρωμαίων και της άλλης των φαρισαίων) που είχαν κατακλύσει την Ιερουσαλήμ, ήταν αδύνατες να κάνουν έστω και μια τρίχα από άσπρη μαύρη. Και να, μπροστά τους κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τον τάφο τον τετραήμερο Λάζαρο, τον ανάστησε και τον απάλλαξε από τη φθορά του θανάτου!
Αχ, πότε θ’ απομακρύνουμε και μείς το νου μας από τους υπερήφανους και ισχυρούς μηχανισμούς αυτού του κόσμου και θα τον στρέψουμε προς το ουράνιο Όρος, προς το Βασιλιά Χριστό; Πότε θ’ αναθέσουμε κάθε ελπίδα μας σ’ Εκείνον; Η ψυχή μας αναζητά το Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου, προβλήματα που η οικουμένη ολόκληρη δεν μπορεί να ξεπεράσει από μόνη της. Νικητής είναι ο Χριστός. Η ψυχή μας πεινάει και διψά για τον ταπεινό μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι ταπεινός στην ισχύ Του, ισχυρός στην ταπείνωσή Του. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για το Βασιλιά που είναι φίλος του καθενός από μας, για το Βασιλιά που η Βασιλεία Του είναι αιώνια και άπειρη, που η αγάπη Του για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιάς είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Σ’ Εκείνον λοιπόν κραυγάζουμε όλοι μας: Ωσαννά! Ωσαννά!
Σ’ Εκείνον πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Καιρός Μετανοίας»)