Γράφει ο Δημήτριος Γκιουζέλης
Κάθε λαός έχει τον δικό του Μωυσή. Είναι μεγάλο δώρο του Θεού ο Πατέρας του Γένους των Ελλήνων να είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο μόνος Ισαπόστολος και Εθναπόστολος, ο Εθνομάρτυρας και Οσιομάρτυρας, ο Μέγας Διδάχος, ο Θαυματουργός και Προφήτης.
Ο Απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, αναφέρει τα εξής: «Δεν είναι όλοι απόστολοι, ούτε όλοι προφήτες, ούτε όλοι διδάσκαλοι. Δεν είναι όλοι θαυματουργοί, ούτε όλοι θεραπευτές, ούτε όλοι ομιλούν και διερμηνεύουν ξένες γλώσσες. Εσείς επιδιώκετε με ζήλο τα καλύτερα χαρίσματα, και για τούτο το λόγο σας δεικνύω μία οδό ανώτερη: την Αγάπη».
Ο Πατέρας του Γένους μας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Μέγα Δέντρο της Αιτωλίας πιθανότατα το έτος 1714, συγκέντρωνε το σύνολο σχεδόν των μεγάλων χαρισμάτων, καθώς ήταν απόστολος, προφήτης, διδάσκαλος και θαυματουργός. Παρότι όμως αυτός ο μεγάλος ανήρ, ο αδάμαντας στίλβοντας της Ορθοδοξίας ακτινοβολούσε το φως των μεγάλων του Θεού χαρισμάτων, ήταν πάντοτε ταπεινός, ταπεινότερος όλων, για το λόγο αυτό και ο μεγαλύτερος των μεγαλυτέρων.
Έλεγε ο Άγιος στα κηρύγματα του: « καὶ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ποὺ ἠξιώθην καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικὸν διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶνε τιμιώτερος ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμον». Ω ταπείνωση ανδρός αγίου, σκεύους εκλογής, ανθρώπου του Θεού!
Εκείνο όμως που τον χαρακτηρίζει περισσότερο απ΄ όλα τα χαρίσματα, είναι αδιαμφισβήτητα η περίσσεια του αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο. Η αγάπη ήταν που τον παρακίνησε να σώσει το γένος του, που ζούσε στην αμάθεια και την άγνοια υπό τον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό και λαμβάνοντας πληροφορία ότι αυτό ήταν ευάρεστο στο Θεό, παίρνοντας και τη σχετική προς τούτο ευλογία των πατέρων, αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη, για να λάβει την ευλογία και την έγγραφη άδεια του ίδιου του Πατριάρχη Σεραφείμ.
Εάν προσπαθήσουμε στην παγκόσμια ιστορία να βρούμε έναν δεύτερο Απόστολο Παύλο, αδιαμφισβήτητα θα τον βρούμε στο πρόσωπο του Αγίου μας Πατροκοσμά. Τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, που «όλα τα “σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ο Πατροκοσμάς αφέθηκε στον ωκεανό της θείας βούλησης. Η βεβαιότητα πως ο παντοδύναμος και πολυεύσπλαχνος Θεός ευλογούσε τον αγώνα του, τον όπλιζε με θάρρος και δύναμη, που δεν μπορεί να μετρηθεί με ανθρώπινα μέτρα. Αγωνίστηκε σκληρά, πάλεψε με ορατούς και αόρατους εχθρούς και βγήκε νικητής και τροπαιοφόρος.
Ο Πατροκοσμάς περιόδευσε επί 20 ολόκληρα χρόνια (1760-1779), πραγματοποιώντας όπως και ο Απόστολος Παύλος, τέσσερις ιεραποστολικές περιοδείες. Όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα πραγματώνοντας ένα εθνοσωτήριο, ασύλληπτο σε αξία έργο.
Γνωρίζοντας τις ανάγκες, τις αγωνίες, τις λαχτάρες, το φόβο του τούρκου και τον πόθο της λευτεριάς, με τη χάρη και τη σοφία του Θεού και όχι με επιτηδευμένη ρητορεία, συγκινεί και πυρακτώνει την καρδιά του σκλαβωμένου λαού του.
Μελετώντας τις διδαχές του, οι οποίες είναι ο λόγος του Θεού και έχουν στόχο τη σωτηρία ψυχών, αν δεν νιώσουμε την ιερή φλόγα που ανέδυαν τα λόγια του, που είναι ίδια με εκείνη του αποστόλου Παύλου και των μεγάλων πατέρων της Ορθοδοξίας, δεν θα μπορέσουμε να βάλουμε τον Άγιο Κοσμά στις πραγματικές του διαστάσεις, δεν θα μπορέσουμε να νιώσουμε την ευεργετική απήχηση που αυτά είχαν στις ψυχές των σκλαβωμένων προγόνων μας.
Η μελέτη των καταγεγραμμένων Διδαχών του είναι νάμα πνευματικό, πηγή σωτηρίας για κάθε εποχή. Στήν 1η Διδαχή λέγει ο Άγιος: «Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλην, νὰ κηρύξω εἰς ὅλον τὸν κόσμον, πὼς μόνος ὁ Χριστός μας εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα νὰ τὸ κάμω τοῦτο τὸ μικρόν, καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀδελφός· διδάσκαλος μόνον ὁ Χριστός μας εἶνε..»
Η 4η Διδαχή του, φανερώνει τη δύναμη του λόγου του: «κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε.»
Δίδαξε και επεξήγησε το σύνολο σχεδόν του Ευαγγελικού λόγου, όμως μίλησε και προφήτευσε και για την πορεία του Ελληνισμού μέχρι τις έσχατες μέρες μας, μίλησε και για τη σωτηρία μας, δείχνοντας μας τον ουράνιο προορισμό μας, τον οποίο όλοι μας μπορούμε να απολαύσουμε αν ακολουθήσουμε τις πατρικές του συμβουλές. Είπε σχεδόν 260 χρόνια πριν πως θα μας δώσουν πολλά, πάρα πολλά χρήματα για να μας απομακρύνουν από τον Θεό και όταν αυτό το πετύχουν, τότε θα ζητήσουν να τα πάρουν πίσω αφήνοντας μας φτωχούς, μόνους και ανυπεράσπιστους.
Μίλησε για τα δεινά της εποχή μας, όμως φρόντισε ταυτόχρονα να ενισχύσει το φρόνημα μας, λέγοντας, πως ο Θεός έχει διαφορετικό σχέδιο από το σχέδιο των κοσμοεξουσιαστών για εμάς, δίχως εμείς να το αξίζουμε. Ο Θεός ζητά από εμάς μόνο τη μετάνοια μας, να αλλάξουμε ρώτα, να απαρνηθούμε την επίπλαστη ευημερία, να αρνηθούμε να ξεπουλήσουμε τα τιμημένα πρωτοτόκια με τα φράγκικα ξυλοκέρατα που τρώνε τα γουρούνια και να ζητήσουμε να επιστρέψουμε στο σπίτι του Πατέρα μας, ο οποίος πάντοτε μας προσμένει στο κατώφλι με ορθάνοιχτη την αγκαλιά Του, έτοιμος να σπεύσει πρώτος να μας αγκαλιάσει στοργικά.
Ο Άγιος προφήτεψε: «Λυπηρόν είναι να σας το ειπώ• σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψες, πείνες μεγάλες που να δίδωμεν χιλιάδες φλουριά και να μην ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί». Όσοι όμως θα βρίσκονται στην Κιβωτό που λέγεται Εκκλησία, θα βγουν αλώβητοι από την επερχόμενη μπόρα και θα ανταμειφθούν με την ομορφότερη περίοδο από καταβολής κόσμου καθώς όπως είπε: «Μετά το γενικό πόλεμο θα ζήση ο λύκος με τ’ αρνί».
Το έργο του ενόχλησε πολλούς και δημιούργησε εχθρούς. Ο ίδιος έγραψε σε μια επιστολή: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσο. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι». Όπως φαίνεται, κυριότερος εχθρός του ήταν οι Εβραίοι, των οποίων το μίσος τους για τον Άγιο Πατροκοσμά είναι άσβεστο μέχρι σήμερα. Η Άρτα, η Πρέβεζα, η Κεφαλλονιά και τα Ιωάννινα είχαν πολλούς Εβραίους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τους Χριστιανούς. Ο Κοσμάς με το κήρυγμά του νουθετούσε τους Χριστιανούς να μη συναναστρέφονται τους Εβραίους ούτε να συναλλάσσονται μαζί τους. Τους καυτηρίαζε και τους κατέκρινε. Όταν, μάλιστα, είδε ορισμένους Χριστιανούς να αφήνουν τον εκκλησιασμό για να πάνε στο παζάρι, συρρέοντας από κάθε χωριό, τους έπεισε να το μεταθέσουν από Κυριακή σε Σάββατο, γεγονός το οποίο προκάλεσε αγανάκτηση στους Εβραίους γιατί ζημιώθηκαν οικονομικά και προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδρασή τους.
O Άγιος όμως είχε πλέον ολοκληρώσει το έργο του και επιθυμούσε με πόθο το μαρτύριο αυτό που ήταν το θέλημα του σε όλη του τη ζωή. «Τὸν Χριστόν μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: Τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του».
Οι Εβραίοι καιροφυλακτούσαν και επιδίωκαν να τον σκοτώσουν. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν δήθεν όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση. Γι αυτόν τον σκοπό προσέφεραν στον Κουρτ Πασά του Βερατίου 25.000 γρόσια, τεράστιο ποσό για την εποχή, για να τον σκοτώσει. Εκείνος έστειλε τον χότζα του με τους έμπιστούς του και τον συνέλαβαν, ενώ κήρυττε στο Κολλικόντασι. Τον κρέμασαν από ένα δέντρο και στη συνέχεια τον έγδυσαν και τον πέταξαν στον Άψο ποταμό το 1779, 24 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να βρουν το σώμα του, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τρεις ημέρες και τρεις νύκτες ήταν το σώμα του Πατροκοσμά στο νερό, όπως ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους, ακριβώς όσες και ο Κύριος Ιησούς Χριστός «στην καρδιά της γης» (κατά Ματθαίο 12:40) και ο Πατέρας του Γένους μας έλαβε από τον Θεό και αυτήν τη μεγάλη τιμή. Μετά από τρεις ημέρες το ανέσυρε ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε στον ναό του.
Το έργο του Πατροκοσμά είναι ανυπολόγιστο. Κατάφερε μέσα στη σκλαβιά, την άγνοια και την ανέχεια των ραγιάδων, να χτίσει 210 Ελληνικά Σχολεία (γυμνάσια) και να αρχίσουν τη λειτουργία τους άλλα 1.100 κατώτερα (δημοτικά). Να φτιάξει 4.000 κολυμβήθρες με χρήματα πλουσίων ώστε να μπορούν να Βαπτίζονται τα πάμφτωχα Ελληνόπουλα της σκλαβωμένης Πατρίδος. Να ελευθερώσει 1.500 Χριστιανές παραμάνες από τα παλάτια των πασάδων και των μπέηδων. Να μπολιαστούν με προτροπές του χιλιάδες άγρια δέντρα και να μετατραπούν σε καρποφόρα. Να δοθούν πάνω από 500.000 κομβοσχοίνια και σταυρουδάκια στους Χριστιανούς για τη στερέωση και την πνευματική τους ενίσχυση. Να στερεωθούν, να Εξομολογηθούν και να επανέλθουν στην ευσέβεια εκατομμύρια άνθρωποι!
Είναι όμως στ΄ αλήθεια περίεργο και παράξενο το γεγονός ότι ο Άγιος Κοσμάς απουσιάζει και είναι άγνωστος στην παιδεία. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αναφορά στα εγχειρίδια της ιστορίας και στα σχολικά βιβλία. Έτσι τον αγνοούν οι περισσότεροι Νεοέλληνες, δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο πατέρας του γένους των. Κάποιος είπε πως “Η ιστορία γράφεται απ΄ αυτούς που έχουν την εξουσία και το χρήμα. Ούτε οι σκλάβοι ούτε οι φτωχοί άνθρωποι έγραψαν ποτέ ιστορία. Αυτά που διαβάζουμε ως ιστορία είναι αυτά που κάποιοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να διαβάσουμε.” Ίσως όμως αυτό να ήταν το θέλημα του Θεού, ή το θέλημα του ίδιου του Πατροκοσμά. Μπορεί να διάβηκαν δεκαετίες και αιώνες, όπου πολεμήθηκε και συνεχίζει να πολεμάτε η μνήμη του από τους αντίδικους, εις μάτην όμως διότι αενάως ζει στις μνήμες των γεροντότερων, τον μαρτυρούν οι σταυροί που έστησε, οι πλαγίες που κήρυξε, οι συνομιλίες του με τους προγόνους μας και ακόμα πιότερο με θεία επέμβαση, όλο και περισσότεροι ευλαβείς Ρωμιοί αισθάνονται το πατρικό του βλέμμα να περιβάλει σαν δίχτυ προστασίας την πατρίδα μας.
Ξημερώνει η ημέρα, η 24η Αυγούστου, που ο Πατέρας του Γένους μας παρέδωσε το πνεύμα του εις τον Ουράνιο Πατέρα και πλέον φροντίζει για τη σωτηρία μας από εκεί ψηλά.
Αλήθεια αναρωτηθήκαμε ποτέ πόσα οφείλουμε σαν Έλληνες Ρωμιοί σε τούτον τον άγιο άνδρα. Ο αείμνηστος π. Αυγουστίνος Καντιώτης, είπε τον Άγιο Κοσμά, πως εάν είχαμε γνώση και συναίσθηση του μεγάλου έργου που επιτέλεσε ο ιερομάρτης, εθνομάρτυς και ισαπόστολος για τον Ελληνισμό , αυτή η μέρα του μαρτυρίου του θα είχε οριστεί ως η εθνική μας εορτή, ώστε οι νεώτερες γενιές να στρέφουν τη διάνοια και την καρδιά τους, σε εκείνον που έσωσε το Γένος μας.
Όταν ο Ρωμιός γνωρίσει τον Άγιο Κοσμά το πνεύμα του διεγείρεται, η διάνοια του φωτίζεται και η καρδιά του ραγίζει συθέμελα για την αγάπη αυτού του Αγίου Ανδρός που ο Θεός μας χάρισε για Πατέρα.
Ο Σταυραετός της Πίστεως μας στις έσχατες μέρες μας, από το Άγιο όρος ανοίγει τα φτερά του και έρχεται κα πάλι να συναντήσει τα παιδιά του. Ας καθαρίσουμε την καρδιά μας για να μπορέσουμε να τον αφουγκραστούμε να ζητάει την μισθαποδοσία του.
«Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὅπου ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴν δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τι πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τι νὰ τὰ κάμω; Ἐγὼ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ῥάσο, καὶ τὸ σκαμνὶ ὅπου ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάξῃ βασιλεῖς, πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπερπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελλὸς καὶ ἀνόητος. Ἀμὴ τι εἶνε ἡ πληρωμή μου; Νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε-δέκα νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν… Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνεται καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.»
Αξίωσε μας Άγιε Κοσμά, να μην σε λυπήσουμε. Φώτισε τη διάνοιά μας, να γνωρίσουμε τους μεγάλους άθλους σου, να εγκολπωθούμε τους θείους λόγους σου, να γίνουμε αντάξια παιδιά του Πατέρα μας και να αγαλόμεθα ψάλλοντας:
«Ορθοδόξων τον στύλον Κοσμά τιμήσωμεν,
θαυματουργός ανεδείχθη και πυρπολών τους πιστούς,
εκ δουλείας του εχθρού Ελλάδα έσωσεν,
Πάτερ ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος».