Σεβ. Μητροπολίτου Χονγκ-Κονγκ κ. Νεκταρίου
Την ώρα της θείας Λειτουργίας την είδα να κάθεται σε μία γωνιά του Ναού. Δεν έρχεται συχνά. Μένει πολύ μακριά και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στα μέρη της δεν της επιτρέπουν να έχει την ευκαιρία να εκκλησιάζεται συχνά.
Όσες φορές καταφέρνει να έρθει, το πρόσωπό της ακτινοβολεί από χαρά. Σήμερα όμως το πρόσωπό της είναι χλωμό, συννεφιασμένο.
Η λειτουργία τελείωσε. Ξεντύνομαι τα άμφια και βγαίνω από το ιερό. Την βλέπω ακόμα καθισμένη στην θέση της με το κεφάλι σκυφτό. Την πλησιάζω. Κλαίει. Μου μιλά στην δική της διάλεκτο, ακατάληπτη σε μένα. Αυτό το ύφος όμως το γνωρίζω. Ο πόνος που προκαλείται από την εμπειρία του θανάτου είναι ίδιος σε όλους τους ανθρώπους. Ο θρήνος για την απώλεια αγαπημένου προσώπου δεν κάνει διακρίσεις, δεν έχει προτιμήσεις σε φυλές, γλώσσες, χρώματα.
Σε λίγο ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Ο πατέρας της πέθανε. Πενθεί για την απώλειά του. Αλλά πενθεί και για δύο ακόμα λόγους. Του είχε μιλήσει για την κατήχησή της. Για την βάπτιση και την είσοδό της στην Εκκλησία του Χριστού. Ο γέρο-πατέρας άκουγε αχόρταγα. Ζητούσε λεπτομέρειες. Ευχαριστιόταν να μαθαίνει τα όσα του έλεγε η κόρη του για την χριστιανική πίστη. Κάποια στιγμή είπε στην κόρη του ότι θα ήθελε κι αυτός να γίνει χριστιανός αλλά φοβόταν. Στα μέρη του κάτι τέτοιο είναι έγκλημα. Θα κινδύνευε ο ίδιος και η οικογένειά του. Ένα πρωϊνό, χωρίς να ασθενήσει, έφυγε ξαφνικά από τον μάταιο τούτο κόσμο. Η πιστή κόρη θρηνεί τώρα γιατί ο πατέρας της έφυγε χωρίς να λάβει τη χάρη του βαπτίσματος. Θρηνεί ακόμη διότι στα μέρη της δεν μπορεί να κηδέψει το άψυχο σώμα αλλά είναι υποχρεωτικό να αποτεφρωθεί.
Υψώνει τα θλιμμένα μάτια της και με κοιτά. Με φωνή σπασμένη με ρωτά: Πάτερ, πού βρίσκεται τώρα η ψυχή του πατέρα μου; Τι τύχη την περιμένει;
Κοιτώ το θλιμμένο πρόσωπο, το αυλακωμένο από τα δάκρυα. Οι Ασιάτες δύσκολα εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους. Τα δάκρυα κρύβουν την μεγάλη φουρτούνα που ταρακουνά συθέμελα την ύπαρξή της.
Της κάνω νόημα. Ακολούθησέ με. Πηγαίνουμε μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Άκου, παιδί μου, της λέω. Αυτός μας διαβεβαίωσε πως είναι η Ζωή και η Ανάσταση. Πως ήρθε για να να λυτρώσει και να σώσει κάθε άνθρωπο από την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο. Κύτταξε τα χέρια Του. Αυτά τα χέρια που πληγώθηκαν για να συντρίψουν τον θάνατο. Αυτά κρατούν τώρα την ψυχή του πατέρα σου. Δική Του είναι η κρίση. Ας δείξουμε κι εμείς την αγάπη μας κι ας ζητήσουμε το έλεός Του για τον αδελφό μας που πέθανε.
Τα λόγια έγιναν προσευχή. Η προσευχή έγινε βάλσαμο. Οι καρδιές ηρέμησαν. Τα πρόσωπα φωτίστηκαν και πάλι από την ελπίδα. Τα δάκρυα στο πρόσωπό της καθρέπτιζαν το ιλαρό φως του καντηλιού.
Με χαιρέτησε χαρούμενη. Πρέπει να επιστρέψει και πάλι στα μέρη της. Να ετοιμάσει όσα πρέπει για τον πατέρα της. Τώρα όμως φεύγει χαρούμενη. Γιατί γνωρίζει ότι μαζί της συμπορεύεται Αυτός πού είναι η Ζωή και η Ανάστασις, η Χαρά και η Ελπίδα, το ανέσπερο Φως και ο μοναδικός νικητής του θανάτου. Του κάθε θανάτου!