Τον κατάλογο των θαυμάτων αυτών ο πατήρ Νικηφόρος έστειλε με επιστολή του από την Αθήνα, στις 22 Ιουλίου 1961, στην Ηγουμένη της Ιεράς Μονής της Παναγίας Βοηθείας. Της γράφει, λοιπόν:
“Θέλω να σας πληροφορήσω μερικά από τα θαύματα του αγιωτάτου μας Πατρός, όσα ενθυμούμαι. Γνώριζε όμως, κυρά Γερόντισσα, ότι εγώ στο Λωβοκομείο της Χίου επήγα το 1914. Ο άγιος μας Γέροντας είχε πάει στα 1912. Λοιπόν σ’ αυτά τα δύο χρόνια δεν γνωρίζω πόσα ετέλεσε. Ετώρα σου γράφω εκείνα τα οποία είδαν οι οφθαλμοί μου.
Πρώτον, η μακαρίτισσα Ιουστίνα είχε δεκατέσσερα δαιμόνια, καθώς το εμαρτύρησαν τα άλλα δαιμόνια πώς είχε. Τα δεκατρία έφυγαν, το δε ένα δαιμόνιο το είχε παραχωρήσει ο Θεός διά ταπείνωσίν της. Θα ενθυμήσθε καμμιά φορά που έτρεχε στα χωράφια και στα βουνά. Προπαντός την ώρα της Λειτουργίας επροσπαθούσε το δαιμόνιον η να την πνίξη η να την γκρεμίση.
Κατόπιν η Στυλιανή Χατζηγεωργίου και η αδελφή της Σεβαστή είχαν δαιμόνιο και τις εθεράπευσε. Και μία ακόμη Τσικητρίδαινα από τον Άγιο Ματθαίο, τα παιδιά της είναι στη ζωή. Και ενας Κυπραίος εργαζότανε στα ταμπάκικα, το όνομά του δεν το θυμούμαι, ήταν δαιμονισμένος και εθεραπεύθη.
Επίσης ήλθε και ένας ιερεύς από την Κύπρον νεαρός και είχε δαιμόνιον υπερηφάνειας και εθεραπεύθη. Μάλιστα το ρολόι που είχε της τσέπης το είχε αφήσει για ενθύμιον με χαραγμένο επάνω το όνομά του, Γεώργιος Ασπιώτης.
Κατόπιν έφεραν από τάς Αθήνας ένα νέον, όνομα Ιωάννης Διατσίντος, είχε τον άρχοντα των δαιμονίων, όπως εμαρτυρούσεν ο ίδιος, τον Βεελζεβούλ, και εθεραπεύθη. Μάλιστα έγινεν έπειτα ιερεύς και ετελείωσε τον βίον του εις την Μονήν του πάτερ Ματθαίου στην Κερατέα.
Δύο αδέλφια από τον Βροντάδο – ήταν διδάσκαλοι – Παντελής και Γεώργιος, δαιμονισμένοι και οι δύο, εθεραπεύθησαν.
Και άλλος Βρονταδούσης Ιωάννης, ήλθε από την Αγγλίαν δαιμονισμένος και εθεραπεύθη. Και μια κόρη εξαδέλφη του Αγγελική, που είχε ασπασθή τον μοναχικόν βίον, εθεραπεύθη και αυτή. Είχε φέρει και μία κόρη από τον Δαφνώνα, το όνομά της Μαρουκώ, έστενε ξόβεργα στον ποταμό και εβλαστήμησε και έλαβε χώρα ο Σατανάς και εμπήκε μέσα και εγαύγιζε το δαιμόνιον σαν το σκυλί το μπολτόκ από μέσα της, και εθεραπεύθη.
Κατόπιν έφεραν μίαν κόρη από το χωρίον Λεπτόποδα, το όνομά της Ελένη, το επίθετον Μοσχούρη, και εθεραπεύθη.
Από το ίδιο χωριό ήλθε και μία Καλλιόπη Ν. Φασόλα, αδελφή του πάτερ Αμβροσίου, Ηγουμένου της Μονής Μυρσινιδίου, η οποία είχε καρκίνο στο στήθος, και εθεραπεύθη.
Επίσης έφεραν από το χωρίον Βολισσό μία γυναίκα, το όνομά της Ελένη, τον σύζυγό της τον έλεγαν Ιωάννη. Είχαν ξοδέψει τρακόσες λίρες στους ιατρούς και της έλεγαν πώς έχει νευρική κατάσταση. Είχε δε δαιμόνιον της μαγείας και αυτή εθεραπεύθη.
Ένα παιδί από τον Ζιφιά ήταν τελείως τυφλό, το όνομά του Παναγιώτης, και έγινε καλά. Την μητέρα του την έλεγαν Μαρία.
Μέσα στην χώρα, σε κάποιο πλουσιόσπιτο είχε πέσει μεγάλη οργή. Και τι οργή; Όλα τα πράγματα της κουζίνας, μπουκάλες, μπουκαλάκια, ποτήρια, βάζα, πιάτα, τα ευρίσκανε το πρωί πεταμένα και σωριασμένα μέσα στη μέση του σπιτιού. Τα έβαζαν στη θέση τους και πάλι τα βρίσκανε μες στη μέση. Αυτό εξακολουθούσε πολλές φορές. Κάποιος ευσεβής τους εφώτισε και τους είπε: ‘Πηγαίνετε να πάρετε το Παπαδάκι του Λωβοκομείου, εκείνος είναι ο μόνος αρμόδιος που έχει παρρησία στον Θεό καθώς βλέπομεν τα άπειρα θαύματά του. Να τον φέρετε στο σπίτι και να δεηθή του Θεού να παύση αυτή η όργή’. Και έτσι επήγε ο άγιος Γέροντας μας εις αυτό το σπίτι και εδεήθη του Θεού και έπαψε η οργή. Αλλά το όνομα του σπιτονοικοκύρη τώρα δεν το θυμούμαι.
Κατόπιν ο κ. Ροδοκανάκης, βουλευτής και γερουσιαστής Χίου, ησθένησε και ήλθε εις θάνατον. Ο γαμπρός του ηταν ο ιατρός κ. Κουντουράς. Εκείνος μαζί με άλλους ιατρούς της χώρας δεν μπόρεσαν να βρουν την άσθένειάν του. Η κόρη του όμως, δηλ. του κ. Κουντουρά η σύζυγος, είχε μεγάλην πίστιν και ευλάβειαν στον άγιον Γέροντά μας και επαρακίνησε τον σύζυγόν της κ. Κουντουρά, να στείλη να πάρουνε τον άγιον Γέροντά μας να πάη στο σπίτι, και επήγε. Μόλις έφθασε εκεί ήκουσε κλαυθμούς και οδυρμούς οικογενείας, καθώς και άλλων πολλών. Και μόλις επλησίασε τώνε λέγει: ‘Παύσετε, μη κλαίετε, και ο κ. Ροδοκανάκης θα γίνη καλά και θα πάη αύριο στο γραφείον του’. Και ίσως μερικοί άπ’ αυτούς να τον περιγέλασαν. Τον επλησίασε, και τον σταύρωσε, τον εφύσησε στο πρόσωπο και – ω του θαύματος! – εκείνη τη στιγμή ανέλαβε και ήλθε στην πρώτη του υγείαν. Έκτοτε τον εθαύμαζε ο κ. Κουντουράς και τον πήρε σε μεγάλη ευλάβεια, και μάλιστα του εφάνηκε και χρήσιμος τον καιρόν που θέλησαν οι δήμιοι να τον φυλακώσουν για τις ιατρείες που έκανε, και ο Θεός και εκείνος τον αθώωσαν.
Είχανε φέρει μία κόρη από το Βίκι, ετών 18. Και άπ’ έξω από το Λωβοκομείον ετελείωσε, απεβίωσε. Την είχανε φέρει στον άγιο Γέροντά μας να την θεραπεύση, αλλά η δυστυχής δεν επρόλαβε. Επαρακάλεσαν δε τον άγιον Γέροντά μας να δεχθή να την ενταφιάσουν εις το νεκροταφείον μας. Εισηκούσθη η δέησίς των και την ενταφίασαν μέσα στο νεκροταφείον μας. Στα τρία χρόνια πήγε στο νεκροταφείον ο άγιος Γέροντάς μας και άνοιξε την πλάκα της κόρης, και είδε το σώμα της όλο διαλελυμένο, η δε δεξιά της χείρα ήταν τελείως άλυωτη, και είχε απλώσει χείρα όπως καμμιά φορά δεκατούν κανένα άνθρωπο. Οι όνυχες της χείρας της είχανε μεγαλώσει. Αμέσως ειδοποίησε τους συγγενείς της να έλθουν δίχως άλλο στο Λωβοκομείο, και ήλθαν. Τώνε λέγει: Τι έκανεν αυτή η κόρη και δεν έλυωσεν το δεξιό της χέρι;’ Και του είπαν, ότι δεν ήξευραν άλλο τίποτα παρά μόνον τούτο: ‘Είχε φιλονεικήσει με τον Ιερέα του χωριού μας και μόλις εγύρισε την πλάτη του ο Ιερεύς για να φύγη, εγύρισε η κόρη και τον ετύφλωσε. Αυτό μόνον ήξεύρομεν.’ Ετότες επήγαινε ο άγιος Γέροντάς μας στο νεκροταφείο και εγονάτιζε εις το μνημείον της επί τρεις ημέρας και εδέετο του Θεού να διάλυση την χείρα. Και – ω του θαύματος! -την τρίτη μέρα ευρέθη η χείρα εκείνη χώμα.
Μέχρι εδώ σας πληροφορώ εκείνα τα οποία γνωρίζω και είδαν οι οφθαλμοί μου. Και πάλι παραύστερα, αν ενθυμηθώ και άλλα, θα σας τα γράψω. Να ξέρης όμως, κερά Γερόντισσα, ότι είχε προορατικόν χάρισμα και προφητικόν χάρισμα και εγνώριζε τα μέλλοντα, το οποίον σε εμένα πολλάκις απεκάλυπτε. Δεν ήθελε να το φανέρωση το χάρισμά του, για να φεύγη την δόξαν των ανθρώπων.
Με πνευματικήν αγάπην ο ελάχιστος Μοναχός Νικηφόρος Τζανακάκης”
Πηγή: Σίμωνος Μοναχού «Νικηφόρος ο Λεπρός, της καρτερίας αθλητής λαμπρός». Β΄έκδοση, εκδόσεις «ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ», Αθήναι