Μεταφέρουμε μετάφραση επιστολής από την Ρωσία, πού ήλθε από τη Ρωσία και η οποία ομιλεί διά μία θαυματουργή εικόνα του Αποστόλου Λουκά. Ιδού τί γράφει:
«Αγαπητέ μου, Πέρασε τόσος καιρός, πού έλαβα το γράμμα σου, στο οποίον έκαμες διάφορες ερωτήσεις. Μεταξύ αυτών και την ερώτηση, εάν είχα ακούσει να γίνεται λόγος, για θαύματα του Θεού στην πατρίδα μας. Καθώς ενθυμούμαι σου απήντησα τότε, ότι τίποτε δεν είχα ακούσει περί θαυμάτων, γιατί και αν γίνονται, κανείς δεν ομιλεί περί αυτών και φυσικά τίποτε δεν γράφει και ο τύπος μας. Αλλά να πού σταθήκαμε τυχεροί και σήμερα θα μπορέσω να σε κατατοπίσω και να σε ικανοποιήσω ψυχικά.
Με μεγάλη συγκίνηση σου γράφω αυτό, πού έγινε εδώ. Και μάλιστα στην περιοχή πού μένω. Και επειδή όσα σου γράφω έγιναν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέσα στους 3 πρώτους μήνας του 1956 όλα αυτά μας κάνουν όλους μας να σκεφθούμε πιο βαθειά και με περισσότερη προσοχή τα σημαδιακά αυτά γεγονότα. Και να οι σκέψεις πού περίπου όλοι μας κάνουμε:
Η μεγάλη πόλη μας και ολόκληρη η περιοχή είναι από τις πιο αμαρτωλές σ’ όλη τη χώρα! Εφ’ όσον λοιπόν τα θαύματα αυτά γίνονται σε μας εδώ, τότε είναι αδύνατον να μη γίνονται και σε άλλα μέρη της πατρίδος μας. Έτσι το συμπέρασμα πού βγάζει ο καθείς μας είναι ότι ο Χριστός ξαναγύρισε κοντά μας και έστρεψε το πρόσωπο Του προς εμάς τους αναξίους.
Δεν υπάρχει σ’ αυτό ούτε η παραμικρή αμφιβολία.
Σε ένα Μουσείο Καλών Τεχνών, πού είχαμε εδώ, μεταξύ άλλων εκθεμάτων ήταν και ένα δείγμα παλαιάς ζωγραφικής του Μεσαίωνος. Ήταν ένας πίνακας (μια εικόνα), πού παρίστανε τον Απόστολο Λουκά και την έχει κάμει κάποιος Έλλην του Βυζαντίου ή Ρώσος, πού του έμαθαν την ζωγραφική τέχνη οι Έλληνες. Εγώ δεν πολύ καταλαβαίνω από ζωγραφική και τον είδα μόνον μία φορά. Τίποτε το σπουδαίο δεν μπορώ να σας πω. Το μόνο, πού μου έκανε εντύπωση, είναι πώς το πρόσωπον ήταν πολύ-πολύ αυστηρό, αλλά και ήρεμο ταυτόχρονα. Τα χρώματα όλα ήσαν κάπως σκοτεινά. Ίσως από την πολυκαιρία.
Λοιπόν, στην αίθουσα, πού ήταν αυτός ο πίνακας πήγαινε πάντοτε πολύς κόσμος: Στρατιωτικοί, ναύτες, γυναίκες, άνδρες, νέοι ως και παιδιά. Όλοι έμεναν σιωπηλοί, θαυμάζοντες τον πίνακα επί πολλή ώρα.
Ύστερα οι Αρχές πήραν πληροφορία, ότι όλοι πήγαιναν εκεί, για προσευχή. Έγιναν ανακρίσεις και παρακολουθήσεις, ιδίως δε των στρατιωτικών. Δύο μικροί όμως μαθητές ομολόγησαν, ότι πήγαιναν εκεί, για να γράψουν καλά στις εξετάσεις. Μα βάζεις κάτι στο νου σου, είπαν, κοιτάζοντας αυτή τη ζωγραφιά, και γίνεται. Τούς άφησαν και καλέσανε να κάνουν παρατήρηση στους γονείς, πού είναι πραγματικοί κομμουνιστές.
Το κακό παράγινε. Ο κόσμος συνέχιζε να πηγαίνει για προσκύνημα. Έτσι αποφασίστηκε να μεταφερθεί η Εικόνα αλλού. Την νύχτα όμως η Εικόνα, αν και το Μουσείο ήταν καλά κλειστό, χάθηκε. Έγιναν έρευνες και ανακρίσεις. Ύστερα από δύο μέρες τηλεγράφησαν από 800 χιλιόμετρα μακριά από μας, πώς ο πίνακας βρέθηκε εκεί. Τον παρέλαβε η πολιτοφυλακή και τον κλείδωσε, για να τον ξαναστείλει εδώ με συνοδεία, διότι λένε πώς είναι μεγάλης αξίας.
Την νύχτα όμως η Εικόνα ξαναχάθηκε και βρέθηκε 500-600 χιλιόμετρα βορεινότερα. Και από εκεί ξανά την πήραν και χάθηκε. Έτσι μιλάνε για την περιπλανημένη Εικόνα. Αυτό βεβαίως δίνει αιτία,, για να ομιλούν περί θρησκείας οι θρησκευόμενοι.