Ενας άνθρωπος από την Άδριανούπολη τυφλώθηκε και έβαλε στο νου του, να πάει στη Θεσσαλονίκη στον ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου να γιατρευθεί.
Και ετοιμάσθηκε να κινήσει, αλλά οι συγγενείς του τον εμπόδιζαν λέγοντάς του:
– Που θέλεις να πας άνθρωπε, που δεν μπορείς να περπατήσεις τόσο δρόμο πεζός, ενω μάλιστα είσαι και τυφλός! Κάτσε στο σπίτι σου και παρακάλεσε τον Θεό και τον άγιο και θα σε ελεήσουν κι εσένα, διότι η ο δρόμος είναι πολύς και επικίνδυνος.
Εκείνος όμως κίνησε στο δρόμο σκοντάφτοντας και χάνοντάς τον, και με πολύ κόπο, όσο μπορούσε, πήγαινε. Αύτον τον ταλαίπωρο βλέποντας άπό μακριά τους κόπους και την προθυμία του ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος έρχεται καβαλλάρης και συναπαντα τον τυφλόνεκείνον άνθρωπο, και του λέει, σαν να μην ήξερε:
— Που πηγαίνεις έτσι μοναχός, άνθρωπε, τυφλός και ταλαίπωρος;
Και εκείνος είπε:
— Πηγαίνω στον τάφο του αγίου Δημητρίου να αναβλέψω
Λέγει ο άγιος:
Δεν μπορείς να πας διοτι ο δρόμος ειναι μακρυνός και δύσκολος.
Κι εκείνος είπε πάλι, οπως είπε και στους συγγενείς του:
— Έάν και δύο χρόνια παιδευτω περπατώντας, δεν θα σταματήσω, έως οτου πάω εκεί.
Λέει ο άγιος
— Επειδή έχεις τόση προθυμία να πας, έλα καβαλλίκευσε έδω πίσω μου πάνω στο άλογο να σε μεταφέρω καμπόσο τόπο να αναπαυθείς. Καβαλλίκευσε λοιπόν, και τον πηγε εκείνη την ημέρα στη Θεσσαλονίκη μέσα στην έκκλησία. Ο τυφλός, μη γνωρίζοντας το θαυμα και τον τόπο που βρισκόταν στεκόταν συλλογισμένος. Και του φαινόταν, ότι τον γέλασε ο άνθρωπος εκείνος και τον έφερε πάλι στο παζάρι της Άδριανουπόλεως, και άρχισε να κατηγορεί εκείνο όπου τον άνέβασε στο άλογό του λέγοντας:
— Τι είχε με έμενα ο άνθρωπος εκείνος και δεν άφησε να σκοντάφτω στο δρόμο μου; Με γέλασε. Άλλοίμονο σε μενα τον τυφλό και ταλαίπωρο.
Και μερικοί που τον άκουαν του ειπάν:
— Ω άνθρωπε, εσύ είσαι στη Θεσσαλονίκη μέσα στην έκκλησία του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και φαντάζεσαι ότι εισαι μέσα στο παζάρι της Άδριανουπόλεως;
Και ο ταλαίπωρος οπως άκουσε αυτά τα λόγια, έξεπλάγη και έμεινε άφωνος για πολλές ώρες. Κατόπιν τούτου φαίνεται λοιπόν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, προς αυτόν στο όνειρό του τη νύχτα έκείνη, και του λέει:
— Ω, άνθρωπε, μη πιάνεις μόνον με τα χέρια σου αυτη την έκκλησία μου και καταλαβαίνεις την εύπρέπειά της, άλλα δες την με τα μάτια σου. Και άνοιξαν τα μάτια του, και είδε την θέση και την εύπρέπειά του ναου, και δόξασε τον Θεό και τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη