Ο Άγιος Νικόλαος κατέχει ιδιαίτερη θέση στις καρδιές των Χριστιανών και τιμάται από πολλές Εκκλησίες και την Ορθόδοξη.
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Λυκία και ήταν ο μόνος γιος μιας πλούσιας, θρησκευόμενης οικογένειας. Μετά το θάνατο των γονιών Του, μοίρασε όλη Του την περιουσία στους φτωχούς. Σε μικρή ηλικία χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και η ζωή του αφιερώθηκε στο ποίμνιό Του, τους φτωχούς, τους αναξιοπαθούντες, στους ανθρώπους που επιζητούσαν την συμπαράστασή του, χωρίς μάλιστα ποτέ να επιδιώκει να γίνουν γνωστές οι πράξεις του, οι οποίες εκτός από θεάρεστες ήταν και θαυματουργές.
Κατά την ασκητική Του ζωή, η φωνή του Θεού Τον διέταξε να ζήσει με τους ανθρώπους, γιατί μόνο έτσι θα δόξαζε το όνομά Του. Εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, όπου υπηρέτησε το ποίμνιό Του σαν αληθινός ποιμένας. Κατά τη διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού (303 -311μ.Χ.), ο Νικόλαος φυλακίστηκε, χωρίς να σταματήσει να διαδίδει τη χριστιανική θρησκεία.
Έγινε επίσκοπος επί βασιλείας Μεγάλου Κωνσταντίνου και συμμετείχε στον αγώνα κατά του αρειανισμού. Θάφτηκε στην πόλη Μύρα της Μικράς Ασίας και κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας, τα λείψανά Του μεταφέρθηκαν στο Μπάρι της Ιταλίας, το 1087. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου.
Τα μεγάλα Θαύματα του Αγίου Νικολάου
Η ανάσταση του ναύτη
Κάποτε ο Άγιος Νικόλαος αναχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι για τα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου.
Το βράδυ, είδε στον ύπνο Του, ότι είχε πιάσει μεγάλη τρικυμία και ο σατανάς έκοψε τα σχοινιά από το καράβι και έσπασε το τιμόνι. Το πρωί, λέει στον καπετάνιο ότι αν πιάσει τρικυμία να μη φοβηθεί, γιατί θα είναι έργο του σατανά, και ο Θεός θα τους βοηθήσει.
Στο καράβι ήταν πολλοί Χριστιανοί που πήγαιναν και αυτοί για να προσκυνήσουν. Στη μέση του ταξιδιού τους, ξέσπασε πολύ μεγάλη φουρτούνα και περίμεναν όλοι τους να βουλιάξουν από στιγμή σε στιγμή. Αμέσως όλοι πήγαν κοντά στον Άγιο. Πράγματι ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο παρακαλώντας Τον να καταπαύσει η μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πολύ δυνατός άνεμος. Πράγματι ο άνεμος σταμάτησε και η θάλασσα γαλήνεψε.
Όμως κάποιος ναύτης την ώρα της φουρτούνας ανέβηκε στο κατάρτι για να φτιάξει το πανί γλίστρησε και έπεσε στο κατάστρωμα και σκοτώθηκε. Τότε ο Άγιος Νικόλαος πήγε κοντά του, παρακάλεσε το Θεό να τον αναστήσει και το θαύμα έγινε. Ο ναύτης αναστήθηκε, σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από τον ύπνο. Μετά από αυτό το γεγονός, πολλοί έτρεξαν κοντά στον Άγιο και βρήκαν τη θεραπεία τους.
100% ζωγραφισμένη στο χέρι εικόνα φιλοτεχνημένη με την παραδοσιακή μέθοδο της βυζαντινής αγιογραφίας σε καμβά, με ασημένια επίστρωση τοπικά επιχρυσωμένη με ξύλινο περίβλημα.
Ο Άγιος γαληνεύει τη θάλασσα
Αφού ο Άγιος προσκύνησε τον Πανάγαθο Τάφο του Κυρίου και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός, ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του, μα κανένα πλοίο δεν πήγαινε αν δεν εύρισκε “ναύλο”.
Τότε ο Άγιος είπε στον καπετάνιο ότι ο ίδιος θα του πληρώσει όλο τον ναύλο για να τον πάρει στα Πάταρα.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, ο αέρας ήταν καλός και αντί να πάνε στα Πάταρα, πήγαιναν πρώτα στη δικιά τους πατρίδα. Τότε ξαφνικά άρχισε μια φοβερή τρικυμία, που τους έσπασε το τιμόνι και το πλοίο ακυβέρνητο θα τσακιζόταν στους βράχους. Ο Άγιος τότε πραγματικά παρακάλεσε το Θεό και η θάλασσα γαλήνεψε και με ένα χοντρό ξύλο που μεταχειριστήκανε για τιμόνι έφτασαν στα Πάταρα. Όλοι τους χάρηκαν και δόξασαν τον Πανάγαθο.
Ο Άγιος σώζει τα Μύρα από μια μεγάλη πείνα
Κάποτε ήρθε πολύ μεγάλη πείνα στην περιοχή της Λυκίας. Τα δε Μύρα, η επαρχία του Αγίου Νικολάου κινδύνεψε να καταστραφεί. Αλλά ο Άγιος λυπήθηκε το ποίμνιό Του:
Κάποιος πλοίαρχος φόρτωσε το πλοίο του με σιτάρι με προορισμό τη Γαλλία. Τη νύχτα στον ύπνο του βλέπει τον Άγιο Νικόλαο να του λέει: «Το σιτάρι να το πάρεις στα Μύρα της Λυκίας και όχι στη Γαλλία, γιατί εκεί είναι μεγάλη πείνα και θα το πωλήσεις πολύ ακριβά και γρήγορα. Πάρε και τρία φλουριά και όταν φθάσεις στα Μύρα θα πάρεις και τα υπόλοιπα χρήματα. Το πρωί, αφού ξύπνησε ο πλοίαρχος βρήκε στα χέρια του τα νομίσματα, διηγήθηκε στους ναύτες του τα όσα του συνέβησαν τη νύχτα και τους έδειξε τα νομίσματα. Όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να οδηγήσουν το πλοίο στα Μύρα γιατί ήτανε θέλημα Θεού. Πράγματι, αφού έφθασαν στα Μύρα πούλησαν αμέσως όλο το σιτάρι σε πολύ καλή τιμή, οι δε κάτοικοι των Μύρων δόξασαν τον Θεό, ο οποίος τους φρόντισε να μην πεθάνουν.
Ο Άγιος κρατά το τιμόνι και σώζει το καΐκι
Κάποτε ένα καΐκι κινδύνεψε να βουλιάξει. Οι ναύτες του κάλεσαν τότε τον Άγιο Νικόλαο να τους σώσει, γιατί άκουσαν ότι ο Άγιος είναι ο προστάτης των θαλασσινών και ότι τους βοηθά. Επικαλέστηκαν τον Άγιο με αυτά τα λόγια: «Άγιε Νικόλαε, βοήθησέ μας την ώρα αυτή, γιατί πνιγόμαστε». Πράγματι ξαφνικά παρουσιάστηκε στην πρύμνη του καϊκιού ένας καλόγερος, που κρατούσε το τιμόνι και είπε τους ναύτες: «Μη φοβάστε, με φωνάξατε να σας βοηθήσω και αμέσως ήρθα».
Όταν η θάλασσα γαλήνεψε, ο Άγιος χάθηκε, οι ναύτες βγήκαν στο λιμάνι των Μύρων και ζήτησαν να δουν τον Άγιο Νικόλαο. Μόλις μπήκαν στη Μητρόπολη είδαν τον ίδιο καλόγερο που ήταν στο τιμόνι και τους έσωσε. Τον έβλεπαν για πρώτη φορά και τον γνώρισαν. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος! Αμέσως πέσανε και Τον προσκυνήσανε λέγοντας: «Ευχαριστούμεν σε, δούλε του Θεού, γιατί αν δεν πρόφτανες να έρθεις, θα πνιγόμασταν στη θάλασσα.»
Το Λαδικό
Άλλο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νικόλαος, είναι όταν μια μέρα παρουσιάστηκε μια γριά – που δεν ήταν άλλος από τον σατανά – στον πλοίαρχο ενός καϊκιού, που θα πήγαινε με πολλούς Χριστιανούς στα Μύρα για να προσκυνήσουν στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου το ιερό Του λείψανο. Αυτή, λοιπόν η γριά, του λέει ότι θα ήθελε να πάνε και αυτή να προσκυνήσει μα δεν αντέχει τη θάλασσα γιατί είναι γριούλα και τον παρακάλεσε να πάρει ένα δοχείο λάδι για ν’ ανάψουν τα καντήλια.
Ο πλοίαρχος το πήρε. Όλη την ημέρα ταξίδευαν καλά, αλλά τα μεσάνυκτα φάνηκε ο Άγιος Νικόλαος στον πλοίαρχο και του είπε να πετάξει το δοχείο με το λάδι που του είχε δώσει η γριά, γιατί εκεί μέσα είναι κρυμμένος ο σατανάς. Την άλλη μέρα ο πλοίαρχος το πέταξε στη θάλασσα, αμέσως μια φοβερή φλόγα βγήκε από μέσα, που μύριζε θειάφι και σηκώθηκε τόσο μεγάλο κύμα, που κόντεψε να βουλιάξει το καΐκι.
Οι Ταϊφαλοι: Ο Άγιος σώζει τους θανατοποινίτες
Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στη Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρεις σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές, βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: «Ποιοι είστε;»
Εκείνοι, μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. «Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός.» Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: «Αφού έλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστατημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί έρχεστε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε;» Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι φοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: «Ποιος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε;» Ο δε Άγιος απάντησε:
«Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ό,τι θέλουν; Εσείς φταίτε.» Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος τότε φιλοξένησε τους τρεις στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας, συμβούλευσε και ευχήθηκε σ’ αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπουν στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίνε και να Τον παρακαλούν να προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι, μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευταία στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να αποκεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο.
Όταν το γεγονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δουν. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δει τι συνέβη. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για τη δωροδοκία και την άδικη κρίση που επέβαλε σ’ αυτούς τους αθώους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας Του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρησε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.
Ο Άγιος σώζει τους τρεις στρατηγούς
Αφού είδαν όλα αυτά που συνέβησαν οι τρείς στρατηγοί μπήκαν στα πλοία τους και αναχώρησαν για τη Φρυγία, για ειρήνευση τους Ταϊφάλους. Πράγματι αφού νίκησαν τους Ταϊφάλους και τους ειρήνευσαν γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Αυτοκράτορας τους τίμησε δίνοντάς τους πολλά δώρα και τους έβαλε σε ψηλότερη θέση.
Μα ο σατανάς, παρακίνησε μερικούς κακούς ανθρώπους να πλησιάσουν τον επίτροπο του Βασιλιά Αβλάβιο και να κατηγορήσουν τους στρατηγούς ότι τάχα δεν κτύπησαν τους επαναστάτες, παρά μόνο έκαναν μυστική συμφωνία μαζί τους να κάνουν ξεχωριστό κράτος με βασιλιάδες τους τρείς στρατηγούς τον Νεπωτιανό, τον Ούρσο και τον Ερπύλιο. Οι συκοφάντες έδωσαν πολλά χρήματα στον Αβλάβιο και αυτός τους φυλάκισε χωρίς οι στρατηγοί να γνωρίζουν την αιτία. Οι κακοί εκείνοι άνθρωποι, φοβούμενοι μήπως φανερωθούν μια μέρα στο βασιλιά σαν ψεύτες, έδωσαν ακόμα περισσότερα χρήματα στον Αβλάβιο για να διατάξει να σκοτώσουν τους στρατηγούς. Αμέσως αυτός πήγε στον Αυτοκράτορα και του λέγει: «Πολυχρονεμένε μου Βασιλιά, οι τρείς στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων τους οποίους έστειλες να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγή σου, τους παρέσυραν με το μέρος τους και σκέπτονται να επαναστατήσουν κατά της βασιλείας σου. Εγώ τους φυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου πρέπει να τους σκοτώσει για να γλυτώσεις από αυτούς και να παραδειγματιστούν και οι άλλοι.»
Όταν ο αυτοκράτορας άκουσε τον Αβλάβιο τον πίστεψε και διάταξε να αποκεφαλιστούν την επομένη μέρα. Τότε ο Αβλάβιος έγραψε την καταδίκη και έστειλε είδηση στη φυλακή να δοθεί η αγγελία στους στρατηγούς. Όταν ο δεσμοφύλακας πήρε την είδηση και τη διάβασε, άρχισε να κλαίει και πήγε αμέσως στους στρατηγούς και τους είπε: «Αύριο αποκεφαλίζεσθε. Εάν έχετε κάτι να γράψετε στις οικογένειές σας να το πράξετε το συντομότερο.» Μόλις άκουσαν τη διαταγή του Βασιλιά παραλύσανε τα μέλη τους μη γνωρίζοντας την αιτία της καταδίκης και φώναζαν και έλεγαν: “Σε ποιο πράγμα φταίξαμε ενώπιον του Θεού και του Βασιλιά μας και καταδικαστήκαμε σε θάνατο; Ποια είναι η αμαρτία μας και θέλουν να μας σκοτώσουν;»
Οι τρεις στρατηγοί έγραψαν στην φυλακή τη διαθήκη τους και τις τελευταίες επιθυμίες τους. Ο ένας από τους τρείς ο Νεπωτιανός είπε ότι στο σημείο που φτάσαμε τώρα, μόνο ο Επίσκοπος Λυκίας μπορεί να μας βοηθήσει και να μας σώσει από το θάνατο. Κανένας άλλος δεν μπορεί να μας ελευθερώσει και να μας σώσει. Θυμάστε, τους λέει, τι συνέβη στα Μύρα της Λυκίας με τον μέγα Νικόλαο, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες. Αυτός γνωρίζει για μας και πρέπει να προσευχηθούμε και να τον παρακαλέσουμε να μας απελευθερώσει. Πράγματι και οι τρεις με δάκρυα στα μάτια φώναζαν: «Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο οποίος ελευθέρωσε από τον άδικο θάνατο τους τρεις άνδρες στα Μύρα, πρόφθασε, Κύριε, και μη παρίδεις την αδικία αυτή και ούτε δε να μας λησμονήσεις από τον κίνδυνο θανάτου που βρισκόμαστε. Ελευθέρωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και πρόφθασε σε βοήθειά μας, γιατί αύριο θα θανατωθούμε.» Όλη τη νύχτα προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στη φυλακή. Και πραγματικά, το ίδιο βράδυ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βλέπει οπτασία τον Άγιο Νικόλαο που του λέει: «Βασιλιά, ξύπνα και ελευθέρωσε τους τρεις στρατηγούς σου, γιατί όσα σου είπαν είναι ψέμα. Αν δεν το κάνεις, γρήγορα θα πεθάνεις.» – «Ποιος είσαι σύ;» Ρώτησε ο βασιλιάς. «Είμαι ο Επίσκοπος Λυκίας, κι’ εγώ τους φιλοξένησα και τους γνωρίζω καλά.»
Ο Άγιος πήγε μετά στον Έπαρχο Αβλάβιο και του είπε: «Αβλάβιε, ανόητε, γιατί πήρες χρήματα και αδίκησες τους τρεις άνδρες, οι οποίοι δεν έφταιξαν σε τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσεις, ειδάλλως θα πεθάνεις.» «Ποιος είσαι συ», ρώτησε ο Αβλάβιος. Ο Άγιος απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και ο Αρχιερέας των Μυραίων. Μόλις είπε αυτά ο Άγιος, ο Αβλάβιος αμέσως ξύπνησε και σκεφτόταν τι σήμαινε το όραμά του. Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος σκεφτόταν, έφθασαν οι υπηρέτες του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λένε: «Πήγαινε γρήγορα και σε ζητά ο Βασιλιάς». Αμέσως πήγε και παρουσιάστηκε στο Βασιλιά, ο δε Βασιλιάς μόλις τον είδε, άρχισε να του διηγείται το όραμα που είδε. Ο Αβλάβιος απάντησε αμέσως ότι είδε το ίδιο όνειρο και απορούσε πολύ. Τότε ο Βασιλιάς ζήτησε συγγνώμη από τους τρεις στρατηγούς και τους διηγήθηκε την οπτασία που είδε.
Οι τρεις στρατηγοί ελευθερώθηκαν και έγιναν μοναχοί. Τις δε περιουσίες τους τις μοίρασαν στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Ο Βασιλιάς τους έδωσε ένα χρυσό Ευαγγέλιο, ένα χρυσό θυμιατήρι στολισμένο με πολύτιμους λίθους και δυο μεγάλες επίχρυσες λαμπάδες, δώρα για την Εκκλησία στην οποία ήταν Αρχιερέας ο Άγιος Νικόλαος.