“Τον Ιανουάριο του 2004 έχασα στη γέννα ένα γιο μου. Τον αεροβάπτισα Νικόλαο.
Ο Άγιος σε ενύπνιο μου έδειξε πού βρίσκεται.
Βρεθήκαμε σε ένα παραδεισένιο τοπίο.
Γαλάζιο φως,τρούλοι Εκκλησιών.
Το παιδί μου είπε:
“Βλέπεις ,πατέρα, τι καλά που είμαι;”.
»Τόν Σεπτέμβριο του 2007, τήν νύκτα πρό της εκταφής του γυιου μου Νικολάου, στην Μονή Καλαμίου Αργολίδος, είδα σε ενύπνιο τόν Άγιο άφθαρτο πάνω σέ μία μαρμάρινη πλάκα.
Κι ενώ απορούσα, πώς μετά 13 χρόνια είναι τόσο ζωντανός, σηκώνεται, με κτυπά όπως πάντα στό κεφάλι. Μου κόβεται ή ανάσα από τήν έκπληξη.
Και μου λέει:
“Πήγαινε, νά κάνης αυτό πού είναι νά κάνεις, θα είμαι μαζί σου, δεν θά καταλάβης τίποτα. Βιάσου, θά βρεις κατακλυσμό μπροστά σου. Θά είμαι εκεί. Βιάσου, γιατί τώρα περιμένω μιά μάννα μέ άρρωστό της παιδί”.
Τήν ώρα της έκταφής εβρεχε παντού, εκτός από τό σημείο του παιδικού τάφου. Δέν κατάλαβα πόνο. (Στήν πορεία προς τήν Μονή κατακλυσμός, δέν έβλεπα μπροστά μου).
Όλα έγιναν, όπως μου τά είχε πει την προηγούμενη νύκτα.
Πηγή: (από το βιβλίο “Όσιος Παΐσιος” (Μαρτυρίες- Περιστατικά- Διδαχές), σ. 164 των εκδόσεων της Ενωμένης Ρωμηοσύνης), Αντέχουμε…, Αβέρωφ