Παναγία η Ιεροσολυμήτισσα!
Είχαν περάσει ήδη δύο μήνες που είχε μάθει για την αρρώστια του παιδιού της. Είχε πέσει από τα σύννεφα. Όλα τα περίμενε, αυτό όμως ποτέ. Να πεθάνει η ίδια, ναι. Άλλωστε μεγάλη ήταν ήδη σε ηλικία, τη ζωή της την είχε ζήσει. Αλλά να μάθει πως πεθαίνει ο γιός της, όχι. Αυτό δεν το περίμενε και φυσικά δεν το ήθελε. Στην αρχή αντέδρασε ψύχραιμα. Όσο ψύχραιμα δηλαδή μπορούσε να αντιδράσει. Περίμενε να επιβεβαιωθούν οι εξετάσεις και με τη καρδιά σφιγμένη άρχισε να ρωτάει ξανά και ξανά. Πώς και γιατί και τι μέλειν γενέσθαι. Θεραπεία δεν υπήρχε, το ήξερε καλά αυτό. Αλλά θα μπορούσε να ζήσει και πόσο ακόμα; Και πώς; Και πόσο επικίνδυνος ήταν για το περιβάλλον του; Και πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό για κείνον;
Περνώντας οι μέρες, όλο και δε μπορούσε να το χωνέψει. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Και αν το μάθουν οι συγγενείς, τι θα πουν; Και πρώτα από όλους ο άντρας της. Σίγουρα θα τον σκότωνε τον Παναγιώτη. Όχι πως δεν τον αγαπούσε. Αλλά τέτοια αρρώστια ήταν μεγάλο στίγμα για να το αντέξει και κείνη και αυτός. Στην αρχή συμβούλεψε τον Παναγιώτη να μη πει τίποτα σε κανέναν.
Όσες φορές έμενε μόνη μαζί του, αποφεύγοντας πάντα να τον πλησιάσει και να τον αγγίξει, άρχισε να του φωνάζει και να του επιτίθεται. Κάθε μέρα όλο και πιο έντονα. Ζητούσε άγρια να ρίξει την ευθύνη σε κάποιον. Να βρει έναν φταίχτη. Ένα αίτιο. Κάτι τέλος πάντων να ξεσπάσει. Μέρα με τη μέρα τα όνειρα που είχε για τον μοναχογιό της, το έβλεπε καλά πια, είχαν καταρρεύσει. Και μαζί κατέρρεε και η ίδια.
Έτσι όταν ο Παναγιώτης αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι, ζητώντας ένα θαύμα, το επικρότησε. Τουλάχιστον θα σταματούσε να τον βλέπει για λίγες μέρες. Ίσως να γυρνούσε και υγιής κιόλας. Όπως και να χε χρειαζόταν και η ίδια ηρεμία. Και πόσο πια θα κρυβόταν από τον άντρα της; Σάμπως είχε και άλλα κουράγια να παριστάνει τον καραγκιόζη;
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη μεσημέρι πριν φύγει. Του ευχήθηκε καλό ταξίδι και καλό Πάσχα και του ζήτησε να την πάρει τηλέφωνο σαν φτάσει. Έμεινε μόνη και το σπίτι της φάνηκε περισσότερο άδειο από κάθε φορά. Που να βρει αποκούμπι; Πού να στραφεί; Μηχανικά άναψε τσιγάρο. Τα μάτια της βούρκωσαν για άλλη μια φορά. Όλες τις προηγούμενες μέρες η διαίσθηση της είχε χτυπήσει κόκκινο. Τον έβλεπε ήδη να έχει αδυνατίσει καθώς είχε σταματήσει να τρώει. Το ήξερε, το ένιωθε, πως σύντομα θα τον έβλεπε πεθαμένο. Πεθαμένος στα 30. Όχι! Δε μπορεί να της συμβαίνει αυτό. Ήθελε να τον δει να κάνει παιδιά και να χαρεί κανακεύοντας τα εγγόνια της, όπως τον κανάκευε όταν ήταν μικρός. Και τουλάχιστον αν ήταν να πεθάνει, ας πέθαινε ξαφνικά και γρήγορα. Πιο εύκολο θα ήταν έτσι παρά να τον βλέπει να σβήνει σιγά-σιγά. Και τι θα έλεγε σε όλο το κόσμο; Πώς θα έκρυβε τέτοια αρρώστια;
Ένιωθε να σκάει. Έσβησε το τσιγάρο της βιαστικά, πέταξε μια ζακέτα πάνω της και βγήκε στο δρόμο. Σύντομα τα βήματα της την οδήγησαν στην εκκλησία της γειτονιάς. Είχε χρόνια να μπει σε εκκλησία. Πίστευε αλλά δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ. Ίσως από φόβο, ίσως από αμέλεια. Έφτασε στο εικόνισμα της Παναγίας, έκανε το σταυρό της προσκύνησε και έκατσε παράμερα. Έμεινε να κοιτάζει το εικόνισμα με ένα βλέμμα παραπονεμένο. Και τότε ξέσπασε σε κλάματα. Ένα κλάμα ασταμάτητο, βαρύ μα και συνάμα λυτρωτικό. Έκλαψε πολύ ώρα. Ζήτησε συγνώμη για τις δικές της αμαρτίες και ζήτησε τη βοήθεια της χάρης Της για τη σωτηρία του παιδιού της. Πήγε ξανά την επόμενη μέρα. Αυτή τη φορά δεν έκλαψε. Αφού προσκύνησε προσευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Βοήθα μας Παναγιά μου, βοήθα το παιδί μου να ζήση και εγώ να έρθω στο σπίτι Σου και στο σπίτι του παιδιού Σου, να προσκυνήσω και να σας ανάψω από δύο μεγάλες λαμπάδες.
Ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο. Ο ύπνος είχε πέσει βαρύς στα βλέφαρα της, εδώ και ώρα. Πόσο τον χρειαζόταν αυτόν τον ύπνο ύστερα από τόσο καιρό αϋπνίας και ξενυχτιού. Και τότε μέσα στον βαθύ της ύπνο, είδε ότι βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα, στην Αγία Αυλή. Πέρασε τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα, έστριψε αριστερά και βρέθηκε μπροστά στον Πανάγιο Τάφο. Είδε δύο πανύψηλους λευκοφορεμένους άντρες να φυλάνε τη πόρτα του. Γύρισε τι πλάτη της και μπήκε στον ναό της Αναστάσεως. Όλος ο χώρος ήταν άδειος. Μόνο μπροστά από το ιερό είδε μια γυναίκα μαυροφορεμένη, σκυμμένη να προσεύχεται. Τη πλησίασε και τότε εκείνη σηκώθηκε αργά, γύρισε το πρόσωπο της και της χαμογέλασε. Το ήξερε αυτό το πρόσωπο! Είναι η… Πετάχτηκε από τον ύπνο της αλαφιασμένη. Έξω μόλις είχε ξημερώσει. Ο άντρας της ροχάλιζε δίπλα της. Σηκώθηκε και πήγε στο εικονοστάσι. Σήκωσε το καντήλι στο πρόσωπο στην εικόνας της Παναγίας. Ναι, αυτή ήταν που είδε στον ύπνο της! Έκανε το σταυρό της. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε τα αστέρια στον ουρανό. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ένα αίσθημα ελπίδας γεννήθηκε μέσα της. Θυμήθηκε κάθε βήμα που έκανε στο όνειρο της. ‘Ήταν πολύ περίεργο. Δεν είχε πάει ποτέ, ούτε είχε δει κάποια εκπομπή για να ξέρει πως είναι ο χώρος. Θα έβαζε αργότερα τη τηλεόραση να δει σε αναμετάδοση την τελετή του Αγίου Φωτός. Δάγκωσε τα χείλη της. Όλη τη μέρα ο Παναγιώτης δεν την είχε πάρει τηλέφωνο. Και αν είχε πάθει τίποτα; Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις. Το όνειρο ήταν καλό. Να βγαίνε μονάχα. Αυτό και ας πέθαινε και η ίδια.
Μπήκε στο σπίτι και άρχισε να καταπιάνεται με το νοικοκυριό της. Οι δουλειές του σπιτιού ήταν το αποκούμπι της όλο αυτό τον καιρό. Σαν έφτασε το μεσημέρι παράτησε τα πάντα και στήθηκε μπροστά στη τηλεόραση. Και μόλις ξεκίνησε η αναμετάδοση από τα Ιεροσόλυμα και είδε τον Πανάγιο Τάφο και τον ναό της Αναστάσεως διαπίστωσε ότι ήταν ακριβώς ίδια όπως τα είχε δει και στον ύπνο της, λίγες ώρες πριν. Σαν είδε το Πατριάρχη να βγαίνει κρατώντας της λαμπάδες στα χέρια και να ευλογεί το πλήθος, χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξε να το πιάσει. Και τότε μέσα από τις καμπάνες και τον θόρυβο του κόσμου άκουσε το παιδί της από το κινητό του να της λέει : Χριστός Ανέστη μάνα. Χρόνια πολλά! Της μίλαγε βουρκωμένος αλλά η φωνή του ήταν χαρούμενη. Κατάπιε τα δάκρυα της και ευχήθηκε και αυτή με τη σειρά της. Πρώτη φορά εδώ και τόσο καιρό τις μίλαγε χαρούμενος. Γρήγορα τελείωσε η συνομιλία τους. Η ελπίδα που είχε φωλιάσει στην καρδιά της, τώρα θέριεψε. Σαν έφτασε το βράδυ έφτιαξε τα μαλλιά της, φόρεσε το καλό της ταγιέρ, βάφτηκε ελαφρά, πήρε τον άντρα της από το χέρι και κίνησαν για την εκκλησία. Σαν έφτασαν, αυτός τη κοίταξε, της χαμογέλασε και της είπε.
-Πρώτη φορά εδώ και μέρες σε βλέπω να χαμογελάς.
-η αλήθεια είναι ότι πάντα στις γιορτές κουράζομαι με τις δουλειές του σπιτιού.
-και πρώτη φορά που ο Παναγιώτης δεν κάνει μαζί μας Πάσχα.
-δε πειράζει, μεγάλωσε πια, καιρός να κάνει και αυτός τη ζωή του.
Μετά το Χριστός Ανέστη, φιλήθηκαν και γύρισαν σπίτι.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και ήρθε η μέρα του γυρισμού του Παναγιώτη. Για τις λίγες μέρες που έλειψε γύρισε άλλος άνθρωπος. Αισιόδοξος, χαρούμενος και πιο παχύς από ότι έφυγε. Την επόμενη μέρα πήγε στο νοσοκομείο για τις εξετάσεις του. Και συνέχισε να είναι χαρούμενος παρά τα ισχυρά φάρμακα που τον είχαν φορτώσει οι γιατροί και παρά τις παρενέργειες που αυτά είχαν. Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο Παναγιώτης συνέχισε να ζει. Και ήταν και τόσο καλά που κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει πόσο βαριά άρρωστος ήταν.
Από τη μεριά της σταμάτησε να τον κατηγορεί και να μην τον αγγίζει. Σαν να εξαφανίστηκε ο φόβος από τη ψυχή της. Όταν βρέθηκαν τα χρήματα ήρθε η σειρά της να πάει στα Ιεροσόλυμα να εκπληρώσει το τάμα της. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή της που έκλαψε, σαν έφτασε στον τάφο της Παναγίας. Και πάλι παρακάλεσε και πιο μεγάλο ευχαριστώ, δεν είχε να πει μέσα από την καρδιά της.