Εχρούμπ (= φύγε): η φωνή της Παναγίας που σώζει Καθολικό, πρώην μουσουλμάνο
«-Είναι αρρώστια σου ο Χριστός και δεν υπάρχει φάρμακο. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να γιατρευτείς …
Ο θείος μου Καρίμ έβγαλε ένα όπλο και το έστρεψε προς το στήθος μου. Η αναπνοή μου πάγωσε. Από πίσω του με προκαλούσαν με τα βλέμματά τους, τέσσερις από τους αδελφούς μου. Βρισκόμασταν ολομόναχοι μέσα στην έρημη κοιλάδα της Ιορδανίας.
Μα ούτε και τώρα μπορούσα να το πιστέψω. Όχι! Δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα μέλη της ίδιας μου της οικογένειας, ανάμεσά τους και ο θείος μου, ήθελαν πραγματικά να με σκοτώσουν. Πώς έφτασαν στο σημείο να με μισήσουν τόσο, εμένα το ίδιο τους το αίμα, εκείνον που σαν παιδί έπαιξε μαζί τους, που βύζαξε το ίδιο γάλα;
Δεν μπορούσα να καταλάβω πια ούτε ποιος ήταν ακριβώς ο Καρίμ, ο αγαπημένος μου θείος, που τώρα με απειλούσε. Θυμάμαι ακόμη πως τον είχα γλιτώσει όταν είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία του πατέρα μου, του αρχηγού της φυλής.
Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί η οικογένειά μου δεν θέλει απλώς να δεχτεί την καινούργια μου ζωή; Γιατί θέλουν πάση θυσία να με κάνουν να ξαναγίνω σαν κι αυτούς;
– Ο πατέρας σου είναι άρρωστος, ξεκίνησε ο Καρίμ, επιμένει να επιστρέψεις. Μου ανέθεσε να σου πω πως θέλει να ξεχάσει το παρελθόν, ό,τι συνέβη …
– Δεν μπορώ να επιστρέψω στο Ιράκ, είμαι βαπτισμένος!
– Βαπτισμένος; Τι είναι αυτό!;
– Έγινα χριστιανός, η ζωή μου άλλαξε. Δεν μπορώ να επιστρέψω πίσω. Δεν με λένε πια Μοχάμεντ. Το παλιό μου όνομα δεν σημαίνει τίποτα για μένα πια.
Μα βλέπω πως ούτε καν ακούνε αυτό που τους λέω. Για εκείνους δεν υπάρχει πάρα ένα πρόβλημα, που είναι όμως εύκολο να λυθεί με χρήματα. Όμως όλες οι απόπειρές τους πέφτουν στο κενό: αρνούμαι να ξαναγίνω μουσουλμάνος. Για εκείνους, είμαι ένας αποστάτης.
Συζητούσαμε ήδη τρεις ώρες, στην άκρη του έρημου δρόμου. Δεν είχαμε κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό, ο καθένας έμενε ακίνητος στη θέση του.
Ξαφνικά, ο τόνος ανέβηκε. Η επιθετικότητά τους ήταν χειροπιαστή, απειλητική: – Αν δεν θέλεις να έρθεις μαζί μας, θα σε σκοτώσουμε. Όπως και να έχει, το σώμα σου θα επιστρέψει στην πατρίδα. Και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου για να μην πεθάνουν εδώ από την πείνα, θα ξανάρθουν μόνοι τους στην πατρίδα.
Δεν είχε άλλα επιχειρήματα, το βλέμμα του θείου μου Καρίμ πλημμύρισε από μίσος, τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν.
– Πρέπει να σου έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου, διαπίστωσε ψυχρά. Αισθανόμουν πως κι εκείνος είχε φτάσει στα όριά του, δεν ήθελε να συζητήσει άλλο. Απέναντι σε ένα τέτοιο κακό, χρειαζόταν ένα δραστικό φάρμακο: ο ισλαμικός νόμος, η σαρία.
– Γνωρίζεις το νόμο μας, ξέρεις πως υπάρχει ένας φετφάς εναντίον σου. Αυτός ο φετφάς διατάζει να σε σκοτώσουμε, αν δεν ξαναγίνεις ένας καλός μουσουλμάνος, όπως εμείς και όπως ήσουν πριν!
Αισθάνθηκα αηδία. Το στομάχι μου, με έσφιγγε όλο και περισσότερο … Ήξερα τι θα συμβεί. Αφού ο Καρίμ ανέφερε τη διαταγή του θανάτου μου, ήταν υποχρεωμένος από το φόβο μη θεωρηθεί άπιστος ή, ακόμη χειρότερα, προδότης, να φτάσει μέχρι τέλους. Η σανίδα σωτηρίας μου ήταν έτοιμη να υποχωρήσει κάτω από τα πόδια μου. Αντιμέτωπος με το μοιραίο, ξέσπασα:
-Αν θέλεις να με σκοτώσεις, κάν’ το! Ήρθατε με τα όπλα, με τη δύναμη, μα εγώ ήθελα να σας μιλήσω με τη λογική. Διαβάστε το Κοράνι και ύστερα το Ευαγγέλιο και μετά θα μπορέσουμε πραγματικά να συζητήσουμε … Πάντως, δεν πιστεύω πως έχεις πραγματικά το κουράγιο να μου ρίξεις!
[irp posts=”361808″ name=”Θαύμα Βασιλικής Πλεξίδα: Παλαιοημερολογίτικο ή νεοημερολογίτικο;”]
Η πρόκλησή μου αυτή έμοιαζε με τον ηρωισμό της τελευταίας στιγμής ενός καταδικασμένου σε θάνατο, που αψηφά το εκτελεστικό απόσπασμα.
Όμως η εκπυρσοκρότηση ήταν εκκωφαντική κι αντήχησε στη μικρή κοιλάδα … Από ποιο θαύμα δεν κατάφερε ο Καρίμ να με πετύχει;
Μέσα μου, σαν να άκουσα μια γυναικεία φωνή, που μου ψιθύρισε: «Ehroub – Φύγε!». Δεν έψαξα καμιά εξήγηση γι’ αυτή την παράξενη φωνή, γύρισα την πλάτη μου κι άρχισα να τρέχω σαν να είχα πιάσει φωτιά.
Άκουγα τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μου, καθώς έτρεχα. Σίγουρα με πυροβολούσαν πολλοί μαζί και όπως καταλάβαινα από τις σφαίρες, που περνούσαν ξυστά, ήθελαν να με σκοτώσουν. Τα δευτερόλεπτα μου φάνηκαν αιώνες, μέχρι που κατάφερα να απομακρυνθώ τόσο ώστε να μην ακούω πια τις φωνές τους.
Καθώς έτρεχα και σκεφτόμουν τις τελευταίες στιγμές που μου απέμεναν ακόμη, δεν κατάλαβα τον πόνο από τη σφαίρα. Αντιλήφθηκα μόνο πως το πόδι μου εκτινασσόταν, σαν να το ωθούσε μια απίστευτη δύναμη. Όταν συνειδητοποίησα τι μου συνέβη, ήμουν πεσμένος στο έδαφος, μέσα στη λάσπη κι ένιωθα ένα ζεστό υγρό να κυλά στο πόδι μου. Μα, έτσι όπως ήμουν ολόκληρος βρεγμένος, δεν μπορούσα να διακρίνω αν επρόκειτο για αίμα ή για λάσπη. Η τελευταία μου σκέψη ήταν η διαπίστωση πως είχε βασιλεύσει η σιωπή. Τα όπλα είχαν σιγήσει, όταν με είδαν να πέφτω. Μετά, λιποθύμησα.».
Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει ένας Καθολικός Ιρακινός ο Joseph Fadelle, πώς η Παναγία τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν οι αδελφοί και ο θείος του προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, επειδή από πιστός (Σιίτης) μουσουλμάνος αριστοκρατικής οικογένειας είχε γίνει χριστιανός. Με το περιστατικό αυτό ο J. Fadell αρχίζει το βιβλίο του «Το τίμημα» (μετάφραση στα ελληνικά Α. Αρναούτη, εκδ. «Πορφύρα», Αθήνα 2014, προλογίζει ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος), όπου περιγράφει όλη την θαυμαστή και περιπετειώδη μεταστροφή του στον Χριστό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γυναικεία φωνή που άκουσε και τον έσωσε από βέβαιο θάνατο ήταν της Παναγίας, η οποία τον βοήθησε θαυματουργικά και σε άλλες περιπτώσεις, που καταγράφει στο βιβλίο.
Κατά περίεργο τρόπο και αντίθετα με ό,τι θα περιμέναμε, ο Joseph δεν έχει γίνει ακόμη Ορθόδοξος, αλλά παραμένει Καθολικός και για αυτό κάποιοι θα αντιμετωπίσουμε την περίπτωσή του με δυσπιστία (αυτό δεν είναι κακό, σίγουρα στον Καθολικισμό αναφύονται και πλάνες κ.λπ.). Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Joseph Fadelle για την πίστη του στον Χριστό προτίμησε να χάσει την ίδια την ζωή του, άφησε πλούτη, γονείς και αδελφούς, πατρίδα, και έγινε πρόσφυγας στη Γαλλία. Είναι δυνατόν ο Χριστός και η Παναγία να μην τον βοηθήσουν;
Φυσικά δεν γράφουμε αυτά για να υποστηρίξουμε ότι Ορθόδοξοι και Καθολικοί είμαστε το ίδιο ούτε είμαστε υπέρμαχοι του Οικουμενισμού ή οποιουδήποτε θρησκευτικού συγκρητισμού. Τα γράφουμε για να δείξουμε ότι δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι από μόνοι μας να θέτουμε όρια στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο «όπου θέλει πνει». Απλά εμείς πρέπει να έχουμε την διάκριση να ακούμε την φωνή Του και να καταλαβαίνουμε εάν είναι η δική Του ή κάποιου άλλου πνεύματος, ανθρωπίνου ή και σκοτεινού (περίπτωση πλάνης). Το να λέμε όμως εκ των προτέρων ότι η φωνή δεν είναι δική Του, πριν καν την ακούσουμε, επειδή έχουμε μία ιδεολογία (όχι πίστη, διότι η αληθινή πίστη υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και χαρίζει στον άνθρωπο μία ελευθερία και μία πνευματική αίσθηση, που του επιτρέπει να διακρίνει τα πνεύματα από πού προέρχονται), αυτό οπωσδήποτε είναι κάτι ανθρώπινο, με βάση την ανθρώπινη λογική και δεν έχει σχέση με τη λογική του Θεού.