Όταν πέρασε λίγος χρόνος περνούσαν στο δρόμο δύο άνθρωποι, που ο ένας ήταν κωφός, που κρατούσε από το χέρι τον άλλον, που ήταν τυφλός.
Άκουσε ο τυφλός ωραίες ψαλμωδίες και μελωδικές χαρούμενες φωνές και είπε στον κωφό:
«Μακάρι να άκουες, αδελφέ, τις μελωδικές ψαλμωδίες που εγώ ακούω, και μακάρι να έβλεπα κι’ εγώ τη μορφή των θαυμαστών μελωδών». Αυτός είπε ότι ακούει αμυδρά και ελάχιστα εκείνη τη ψαλμωδία. Άφησαν τότε το δρόμο και κατευθύνθηκαν προς το μέρος εκείνο ακολουθώντας τον ήχο.
Διαβάστε εδώ: Στη γλυκιά σου αγκαλιά…
Ενώ βάδιζαν, ανοίχθηκαν εντελώς τα αυτιά του κωφού και άκουε καθαρά την εξαίσια και θαυμάσια μελωδία. Όταν έφθασαν στο ναό του Αγίου Θεοσεβίου, δεν είδαν κανένα μελωδό, επειδή ήσαν άγγελοι που υμνούσαν τον Θεό και με αυτό το θαύμα φανέρωναν τον Άγιο. Γι’ αυτό και ο κωφός άκουσε καθαρά και ο τυφλός ανέβλεψε πλήρως. Αφού έμειναν έκπληκτοι με το παράδοξο θαύμα, προσκύνησαν και δόξασαν τον Θεό και τον δούλο του Άγιο Θεοσέβιο.