Σαν σήμερα το 1963 απόπειρα ανατροπής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομου Β’ ((κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου) από ομάδα μητροπολιτών με τη συνδρομή του ραδιοφωνικού σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, αποκαλύπτεται στην Ιερά Σύνοδο.
Είχε εκλεγεί τον προηγούμενο χρόνο σχεδόν παμψηφεί από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου και την παραίτηση του διαδόχου του, Ιακώβου, για να ηγηθεί μίας Εκκλησίας σε δεινή κατάσταση. Την εκλογή υποδέχτηκε ο λαός με παραλήρημα χαράς και με κραυγές «Άξιος».
Η προσωπικότητά του έχει ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας που η Ορθοδοξία δοκιμάζεται από τα κάθε λογής ανοίγματα στον Παπισμό, ενώ αναμένουμε και την Πανορθόδοξη Σύνοδο, Διαβάστε όσα αναλύει ο Αρχιμανδρίτης Ιωάσαφ Μακρής, της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου στο ” Εν Συνειδήσει, έκτακτη έκδοση της Ι.Μονής Μεγάλου Μετεώρου – Ιούνιος 2009″:
“Η αντίθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Στην σπουδή αυτή του Πατριάρχη Αθηναγόρα και την προσπάθειά του για την επιβολή τετελεσμένων στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπός της Χρυσόστομος Β (Χατζησταύρου).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Ως αρχιδιάκονος του τότε Μητροπολίτου Δράμας (του ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας και Εφέσου. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή και εξελέγη Μητρολίτης Καβάλας και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Στην μακρόβια ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος «γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας» (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999). Έχοντας, λοιπόν, ιδία αντίληψη για τις τακτικές του Βατικανού δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να συνθηκολογήσει με τις νέες μεθοδείες του και την «επίθεση στα νώτα».
Στον αιφνιδιασμό του Πατριάρχη απαντά με σθένος και αποφασιστικότητα. Στην έκτακτη σύγκλησή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «...ησχολήθη με το καταθλίψαν τους Ποιμένας αυτής θέμα… κατεδίκασεν ομοφώνως τον έξω πάσης Κανονικής δεοντολογίας τρόπον, δι’ ου επιδιώκεται η συγκρότησις του περί ου πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη εκ των Ι. Κανόνων να αναγνωρίση μονοκρατορίαν, εις οιονδήποτε των Πρωτοκαθέδρων Επισκόπων της Εκκλησίας» (Χρυσοστόμου Β , Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, σελ. 18-19).
Η Ιερά Σύνοδος λαμβάνοντας υπόψη την πάγια τακτική του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας «διαχωρίσασα καθηκόντως τας Εαυτής ιστορικάς ευθύνας» καταλήγει στην απόφαση να μην λάβει μέρος στην Β Πανορθόδοξη διάσκεψη της Ρόδου. Το σκεπτικό της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου ήταν το εξής:
«Εκτιμώσα πρεπόντως (η Ιερά Σύνοδος), αφιλαδέλφους, αντευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ης αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταρράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ου πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον» (ο.π., σελ. 19-20).
Την ίδια σθεναρή στάση κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία της Ελλάδος και στην περίπτωση της συναντήσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα και της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού, γεγονότα που γνώρισαν την κατακραυγή του ορθοδόξου πληρώματος στην Ελλάδα.
Η ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας ήταν αναπόφευκτη, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρχιεπίσκοπο στην σχέση του με την ελληνική Κυβένηση. Είναι η περίοδος που «οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας». (Μαρίας Αντωνιάδου, Από τον αφορισμό του 1054 στην επίσκεψη του 1999, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/9/1999).
Στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και τον Υπουργό Παιδείας κ. Στ. Αλαμνή, ο Υπουργός δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι «η κυβέρνησις βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος».
Και ο Αρχιεπίσκοπος απαντά με παρρησία και αποφασιστικότητα: «Όχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ’ αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Έθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των...». (Γ. Καραγιάννη: «Εκκλησία και Κράτος», εκδ. Το Ποντίκι, σελ. 154).
Η «λύση» στο ζήτημα δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά από το δικτατορικό καθεστώς που εκδίωξε τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο για να αναβιβάσει τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα έως τότε των Ανακτόρων.”