Η Επιτροπή της Νομοθετικής Συνέλευσης της Αγίας Πετρούπολης σε θέματα εκπαίδευσης, πολιτισμού και επιστήμης ενέκρινε το σχέδιο αναστήλωσης της ελληνικής εκκλησίας προς τιμή του Αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικιού στη λεωφόρο Λίγκοβσκι.
Όμως, προς το παρόν στο οικόπεδο όπου σχεδιάζεται η αναστήλωση της εκκλησίας, κατασκευάζεται ξενοδοχειακό συγκρότημα αλλά η τοπική ελληνική κοινότητα προσπαθεί να πείσει τις αρχές της πόλης να ακυρώσει τη συμφωνία επένδυσης.
Ως γνωστόν, οι Έλληνες άρχισαν να κατοικούν στην Αγία Πετρούπολη από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης της πόλης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον δάσκαλο του Πέτρου Α’, τον ναύαρχο Γκολοβίν, άμεσο απόγονο του Έλληνα κόμη Χόβρα. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η ελληνική κοινότητα της πρωτεύουσας αυξήθηκε σημαντικά, οι εκπρόσωποί της απευθύνθηκαν στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β’ με παράκληση να παραχωρηθεί χώρος για κατασκευή του ναού.
Το Μάιο του 1861 ο Μητροπολίτης Ισίδωρος της Αγίας Πετρούπολης και Νόβγκοροντ θεμελίωσε στην πλατεία Κόνναγια (σήμερα Ελληνική) τον ναό με έναν τρούλο και καμπαναριό. Κατά τη θεμελίωση στον τοίχο κόλησαν πλάκα με επιγραφή: «Ο ορθόδοξος ναός αυτός προς τιμή του Αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικιού θεμελιώθηκε προς Δόξα του Κυρίου στις 25 Μαΐου 1861 με επιμονή και έξοδα του αφυπηρετούντος αξιωματικού Δημητρίου Μπεναρδάκη του Γεωργίου επί του πληρεξούσιου Υπουργού του Βασιλιά της Ελλάδος στην Αγία Πετρούπολη, κόμη Ι.Μ.Σούτσου με συνεργασία του Γενικού Προξένου της Ελλάδος Ι.Ε.Κοντογιαννάκη σε σχέδιο του κατασκευαστή του ναού αυτού, καθηγητή αρχιτεκτονικής Ρ.Ι. Κουζμίν».
Το 1865 αγίασαν την εκκλησία. Η λειτουργία τελούνταν στα ελληνικά και στα αρχαία σλαβόνικα. Λειτουργούσαν στο ναό με χωρητικότητα 1000 ατόμων, Έλληνες ιερείς, ο ναός υπαγόταν στην Πρεσβεία. Εκτός από την ονομαστική γιορτή με ιδιαίτερη δόξα εδώ εόρταζαν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου, την ημέρα της απελευθέρωσης από το τουρκικό ζυγό και τις τσαρικές ημέρες του ελληνικού βασιλικού οίκου.
Στο υπόγειο βρισκόταν το νεκροταφείο της οικογένειας του Δημήτρη Μπεναρδάκη, του κύριου χρηματοδότη του ναού. Ήταν πολίτης της Ελλάδας και υπήκοος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Είχε πολλά παράσημα από την κυβέρνηση της Ρωσίας (παραδείγματος χάριν για εργασίες «στην άμυνα του Βόρειου και Νότιου διαύλου του Κρονστάδτ») καθώς και από την ελληνική. Έγινε δεκτός ως ευγενής μαζί με τα παιδιά του: τρεις γιους και πέντε κόρες.
Το 1939 η ελληνική εκκλησία έκλεισε και στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην εκκλησία έπεσε βόμβα των εχθρών αλλά δεν εξερράγη. Το 1962 με το κύμα της καινούργιας «επίθεσης» στη θρησκεία που διοργάνωσε ο τότε σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρούτσιωφ, ο ναός αναγνωρίστηκε ως ασήμαντο έργο τέχνης και κατεδαφίστηκε. Με προκαταρκτικούς υπολογισμούς για την αναστήλωση του ναού θα χρειαστούν περίπου 200 εκατομμύρια ρούβλια.