Ανακοίνωση της Υπηρεσίας Τύπου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας.
Προτού εξερράγη ο εμφύλιος πόλεμος το 2011 στη Λιβύη κατοικούσαν περίπου 100 000 χριστιανοί. Σήμερα ανέρχονται μόλις σε λίγες δεκάδες χιλιάδες. Παρατηρείται η απότομη αύξηση των περιστατικών βίας και διακρίσεως σε βάρος των χριστιανών.
Τους τελευταίους μήνες οι χριστιανοί δέχθηκαν πολλές επιθέσεις, συνελήφθησαν ή ακόμα βασανίσθησαν.
Τον Φεβρουάριο – Μάρτιο 2013 εξαπολύθηκε σειρά επιθέσεων κατά των Ιερών Ναών και ιερέων. Με την κατηγορία του «προσηλυτισμού» συνελήφθησαν και βασανίσθησαν δεκάδες Κόπτες χριστιανοί. Τα φιλανθρωπικά μοναχικά τάγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά από απειλές που δέχθηκαν αναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του FoxNewsNetwork καθώς και των αιγυπτιακών πηγών, οι συλληφθέντες στις αρχές Μαρτίου στο Μπενγάζι 48 Κόπτες υπέστησαν βασανισμούς και χλευασμούς. Ένας χριστιανός εν συνεχείᾳ υπέκυψε στα τραύματα.
Το Γραφείο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στη Λιβύη στις 13 Μαρτίυ 2013 ως αντίδραση στη σύλληψη και τους βασανισμούς των Κόπτων προέβη σε επίσημη δήλωση, όπου διατύπωσε την έντονη ανησυχία του για τη θρησκευτική ελευθερία στη Λιβύη καλώντας τις αρχές της χώρας να σεβαστούν τα δικαιώματα των συλληφθέντων. Παρά ταύτα στις 14 Μαρτίου στο Μπενγκάζι πυρπολήθηκε η Κοπτική Εκκλησία. Υπάρχουν και άλλα περιστατικά διακρίσεως και διώξεων σε βάρος των χριστιανών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας εκφράζει την έντονη ανησυχία της για τη ραγδαία κλιμάκωση την θρησκευτικής έντασης στη Λιβύη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις κάθε σύγχρονου κράτους είναι η εξασφάλιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ανθρώπων. Μετά λύπης διαπιστώνουμε ότι η διεθνής κοινότητα ελάχιστα ασχολείται, ως μη ώφελε, με τόσο κραυγαλέα περιστατικά των διακρίσεων σε βάρος της χριστιανικής μειονότητας στη Λιβύη.
Το Πατριαρχείο Μόσχας εκφράζει την αλληλεγγύη του προς τους χριστιανούς αδελφούς και αδελφές, οι οποίοι υφίσταναι διώξεις λόγω πίστεως, και ελπίζει ότι οι αρχές της Λιβύης θα λάβουν δυναμικά μέτρα προκειμένου να διατηρηθεί η παρουσία των χριστιανών στη χώρα.