H Υπηρεσία Επικοινωνίας του ΤΕΕΣ της Ρωσικής Εκκλησίας εξέδωσε ανακοίνωση με αφορμή όσα γράφονται περί της προσεχούς Πανορθοδόξου Συνόδου.
Σε αυτήν αναφέρει μεταξύ άλλων πως “δεν θα συζητήσουμε τις δογματικές ερωτήσεις που έχουν ήδη συζητηθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους”
Επιπλέον η ρωσικη΄εκκλησία διευκρινίζει πως η σύγκλιση της Πανορθόδοξης Συνόδου δεν συνδέεται με την επιρροή ορισμένων πολιτικών δυνάμεων ή παγκόσμιες διαδικασίες, δεδομένου ότι η προπαρασκευή της, βρίσκεται σε εξέλιξη από το 1961, ξεκίνησε και αναπτύχθηκε σε πολύ διαφορετικές ιστορικές και πολιτικές συνθήκες.
Η ρωσική Εκκλησία επισημαίνει πως η προσεχής Σύνοδος “δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος”.
Τονίζει δε πως δηλώθηκε σαφώς από τον Πατριάρχη Μόσχας στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 2 Φεβρουαρίου 2016, οτι «εμείς δεν την αποκαλούμε Οικουμενική Σε αντίθεση με τιςς παλαιές Οικουμενικές Συνόδους, δεν έχει σκοπό να επιλύσει δογματικά ζητήματα, όπως έχουν εδώ και καιρό επιλυθεί και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.Επίσης, δεν πρόκειται να κάνει καμία καινοτομία στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, στην κανονική δομή της. “
Κατόπιν η ανακοίνωση αναφέρεται συγκεκριμένα στα κείμενα της Πανορθόδοξης.
Για το περιβόητο κείμενο «Η σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» σχολίασε:
“Σε αντίθεση με τις κακόβουλες φήμες, το κείμενο αυτό σε καμία περίπτωση δεν εγκρίνει την ένωση με τους Ρωμαιοκαθολικούς, και μη-ορθόδοξες κοινότητες δεν αναφέρονται ως ίσες με την Ορθόδοξη Εκκλησία.Οι φόβοι ότι στόχος του εγγράφου είναι η δήλωση του Οικουμενισμού ως ένα είδος διδασκαλίας, υποχρεωτικής για όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, δεν έχουν καμία βάση. Ο ίδιος ο όρος «οικουμενική κίνηση» στο έγγραφο χρησιμοποιείται μόνο σε ένα ιστορικό πλαίσιο για να περιγράψει την πραγματικότητα του παρελθόντος. Στο σχέδιο εγγράφου επισημαίνονται σαφώς τα αποδεκτά κριτήρια για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για τη συμμετοχή στο πλαίιο των διαχριστιανικών επαφών. Έτσι, αναφέρεται σαφώς σε αυτό ότι η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι σε μη-ορθόδοξες κοινότητες »θα πρέπει να βασίζεται σε μια ταχεία και σωστή διαλεύκανση του συνόλου των εκκλησιαστικών θεμάτων, ιδιαίτερα στο δόγμα των μυστηρίων, την επιείκεια, την ιεροσύνη και την αποστολική διαδοχή στο σύνολό της”. Όσον αφορά τη σχέση με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το έγγραφο σημειώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία “δεν αποδέχεται την ιδέα της« ισότητας των θρησκειών »και δεν μπορεί να αντιληφθεί την ενότητα της Εκκλησίας ως ένα είδος διαθρησκευτικού συμβιβασμού.”
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΤΕΕΣ στο ίδιο έγγραφο, αναφέρεται πως ο διάλογος προϋποθέτει δύο πλευρές, και ” Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος διάλογος δεν είναι δυνατός αν ένα από τα μέρη αποκαλείται αιρετικό από μια άλλη κοινότητα”
Φέρνει μάλιστα ως παράδειγμα τν “Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό που όπλως λέει “έκανε τα πάντα για αμοιβαίο σεβασμό στο διάλογο για να πείσει τους αντιπάλους του να επιστρέψουν στο δρόμο της αλήθειας. Όταν κατέστη σαφές ότι αυτό δεν είναι δυνατόν, ο ίδιος γενναία αντιμετώπισε τους Λατίνους, προστατεύοντας την καθαρότητα της Ορθοδοξίας. Αυτό κάνει και ο Πατριάρχης Κύριλλος, με ζήλο υπερασπιζόμενος την Ορθόδοξη πίστη και την υπεράσπιση των συμφερόντων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διάλογο με τις άλλες θρησκείες. Η αποφυγή ενός τέτοιου διαλόγου θα ήταν ένα έγκλημα ενώπιον του Θεού, ο οποίος διέταξε τους αποστόλους του να πάνε και να διδάξουν όλα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η περιφρόνηση σε ανθρώπους άλλων θρησκειών ή άλλων πεποιθήσεων παρομοιάζει τον άνθρωπο με τους Φαρισαίους, των οποίων κύριο μέλημα ήταν πώς να μη μολύνουν τον εαυτό τους από την επαφή με εκείνους που κατά την άποψή τους δεν είχαν καλή πίστη”
Το ΤΕΕΣ στην ανακοίνωσή του αναφέρει ακόμη πως αποκλείεται η δυνατότητα να συζητηθούν νέα θέματα ή άλλα έγγραφα και σμυπληρώνει πως σύμφωνα με τον κανονισμό όλες οι τροποποιήσεις αυτών των εγγράφων – αν παραστεί τέτοια ανάγκη – μπορεί να γίνουν μόνο με ομόφωνη απόφαση όλων των τοπικών Εκκλησιών, πράγμα που σημαίνει ότι καμία τροπολογία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εάν τουλάχιστον μία από τις τοπικές εκκλησίες που εμπλέκονται στην Σύνοδο εκφράσει τη διαφωνία της με αυτό.