Δώρησαι λοιπόν, Δέσποτα, εις εμέ τον ανάξιον, δάκρυα καθ’ εκάστην, και δύναμιν, διά να φωτισθή η καρδία μου εν προσευχή καθαρά και χύση πηγάς δακρύων μετά γλυκύτητος διά παντός, διά να εξαλειφθή δι’ ολίγων δακρύων η μεγάλη και φοβερά καταδίκη, και κατασβεσθή δι’ ολίγου κλαυθμού το πυρ το καιόμενον.
Διότι εάν κλαύσω ενταύθα, θέλω λυτρωθή εκεί εκ του ασβέστου πυρός διότι καθ’ εκάστην παροργίζω, Δέσποτα, την μακροθυμίαν Σου, και έχω προ οφθαλμών την κακίαν μου, και την ευσπλαχνίαν Σου.