Διαβάζεται στο «εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου…»
“Που να προσφύγω η τρισάλθια, που να ελπίσω η ταπεινή, που η δόλια να ικετεύσω, που να κλίνω την κεφαλή. Δεν έχω άλλο θερμό προστάτη, δεν έχω άλλη καταφυγή, δεν έχω άλλη παρηγοριά, πλην μόνο εσένα την άσπιλο και αγνή. Υπό τη σκεπή σου καταφεύγω και σωτηρία επιζητώ. Αγνή Παρθένε βοήθησε με και μη με αφήνεις να στερηθώ. Ελπίς του κόσμου, παρηγοριά απεγνωσμένων, καταφυγή τυφλών και ξένων. Η βακτηρία και τεθλιμμένων η πανδοχή.
Πρόφθασον τώρα να μεσιτεύσεις προς τον υιό σου και ποθητόν, καθώς μου πρέπει να μη με κρίνει, αλλά ως εύσπλαχνος να με δεχθεί, να αστοχήσει τα κρίματά μου, να παραβλέψει ως αγαθός και να με σώσει εκ των δεινών μου ως ευεργέτης και Θεός. Ένα βλέμμα γλυκύ να ρίξεις σε μένα την άμοιρη και φτωχή.
Φως θεϊκό ακτής να λάμψει στη σκοτεινή μου σκληρά ψυχή. Αν Παρθένα μου δεν με ακούσεις, αν Παρθένα μου δεν με λυπηθείς, αν δεν δεις τη συμφορά μου και σαν μητέρα μου να με σπλαχνισθεις. Ποιος θα μου δώσει καταφυγή; Ποιος από το σκότος θα καταλάμψει τη σκοτεινή μου σκληρά ψυχή; Όποιος σε σένα έρχεται και σε επικαλείται από κινδύνους σώζεται και θάνατο δεν φοβήται…”